ευαισθητοποίηση [εὐαισθητοποίηση] ευ-αι-σθη-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. δημιουργία, πρόκληση έμπρακτου ενδιαφέροντος για ζητήματα κοινωνικής σημασίας: επιστημονική/περιβαλλοντική ~. Εκδηλώσεις/εκστρατεία/ενέργειες/συναυλία ~ης. Ενημέρωση/πληροφόρηση και ~ για ... ~ μαθητών και εκπαιδευτικών σε θέματα ισότητας. ~ και κινητοποίηση. Βλ. αναισθητοποίηση. ΑΝΤ. απευαισθητοποίηση (3) 2. ΙΑΤΡ. ανάπτυξη υπερευαισθησίας του οργανισμού σε φυσικό, χημικό ή βιολογικό παράγοντα, ο οποίος αρχικά ήταν ανεκτός: αλλεργική/δερματική ~. ~ σε τροφικά αντιγόνα. ~ και παραγωγή αντισωμάτων. Βλ. αλλεργία, αναφυλαξία, απ~.3. ΙΑΤΡ. πρόκληση διέγερσης από εξωτερικό ερέθισμα: ~ των νευρωνικών συνάψεων/υποδοχέων. Βλ. -ποίηση. [< γαλλ. sensibilisation]
αλλεργία
αλλεργία [ἀλλεργία] αλ-λερ-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. παθολογική αντίδραση ή υπερευαισθησία του ανοσοποιητικού συστήματος σε ορισμένους αβλαβείς υπό κανονικές συνθήκες παράγοντες (αλλεργιογόνα), που εκδηλώνεται με φαγούρα, φτέρνισμα, αναφυλαξία, πρήξιμο: αναπνευστική/δερματική/εποχιακή/οφθαλμική/τροφική/φαρμακευτική/χρόνια ~. Αντιμετώπιση (βλ. αντιισταμινικό)/ιστορικό/μορφές/συμπτώματα (της) ~ας. Άσθμα και ~ες. Οι ~ες της άνοιξης. Καλλυντικό που δεν προκαλεί ~ (= υποαλλεργικό). Έχει ~ στις γάτες/στη γύρη/στην πενικιλίνη. Πάσχει/ταλαιπωρείται/υποφέρει από ~ες. Βλ. (απ)ευαισθητοποίηση, ατοπία, φωτο~.|| (προφ.) Είχε τόση σκόνη που μ' έπιασε ~.2. {κυρ. στον εν.} (μτφ.) έντονη απέχθεια, αποστροφή για κάποιον ή κάτι: Έχει ~ με την εξουσία. Με πιάνει ~. Παθαίνει ~ και μόνο στην ιδέα ότι ... [< γερμ. Allergie, 1906, γαλλ. allergie, 1909, αγγλ. allergy, 1910]
αναισθητοποίηση
αναισθητοποίηση [ἀναισθητοποίηση] α-ναι-σθη-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναισθητοποιώ: (ΙΑΤΡ.) ~ των άκρων/του δαχτύλου/του δοντιού. Όπλα ~ης. Πβ. αναισθησία, νάρκωση, ύπνωση.|| (μτφ.) ~ των ηθικών αντιστάσεων/των πολιτών. Πβ. αδιαφορία, αναλγησία, απευαισθητοποίηση, παθητικότητα. [< αγγλ. anesthetization]
-ποίηση
-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.