Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ευγνώμων , ων, ον [εὐγνώμων] ευ-γνώ-μων επίθ. {ευγνώμ-ονος, -ονα (ουδ. αρχαιοπρ. εύγνωμον) | -ονες (ουδ. -ονα)} (λόγ.) & (σπάν.) ευγνώμονας: που αισθάνεται ευγνωμοσύνη: ~ στους συνεργάτες και φίλους. ~ προς τους γονείς/την οικογένειά μου. Σε ευχαριστώ και δηλώνω/νιώθω ~. Παραμένω ~ για τον κόπο σας. Θα σας ήμουν (βαθύτατα) ~ αν ... (Σε επιστολές) Σου είμαι ~ (= σε ευγνωμονώ) και σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον/που με βοήθησες. Με ~ονα αισθήματα. Πβ. υπόχρεος, υποχρεωμένος. ΑΝΤ. αγνώμων, αχάριστος ● επίρρ.: ευγνωμόνως [< μτγν. εὐγνώμων ‘ευγενικός, συνετός’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.