Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ευεργέτημα [εὐεργέτημα] ευ-ερ-γέ-τη-μα ουσ. (ουδ.) {ευεργετήμ-ατος | -ατα}: πράξη ευεργεσίας και το αποτέλεσμά της· ειδικότ. ευνοϊκή διάταξη νόμου: κοινωνικά/οικονομικά/φορολογικά ~ατα. Παροχή/χορήγηση ~ατος. Πβ. αγαθοεργία, ευεργεσία, φιλανθρωπία.|| (ΝΟΜ.) Αποδοχή κληρονομιάς με το ~ της απογραφής (: ο κληρονόμος ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς μέχρι του ενεργητικού της). Πβ. ωφέλημα. ● ΣΥΜΠΛ.: ευεργέτημα πενίας: ΝΟΜ. απαλλαγή άπορου διαδίκου από τα δικαστικά έξοδα. [< αρχ. εὐεργέτημα, γαλλ. bénéfice]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.