Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ευθαρσής , ής, ές [εὐθαρσής] ευ-θαρ-σής επίθ. {ευθαρσ-ούς | -είς (ουδ. -ή), σπάν. στο ουδ.} (απαιτ. λεξιλόγ.): που έχει ή δείχνει (πολύ) θάρρος: (για πρόσ.) ~ής: επικριτής.|| ~ής: δήλωση/στάση. Πβ. θαρραλέος, τολμηρός. ΑΝΤ. άνανδρος, άτολμος, δειλός, λιπόψυχος ● επίρρ.: ευθαρσώς [-ῶς]: Θα πω ~ (= με παρρησία) την άποψή μου. [< αρχ. εὐθαρσής]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.