Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ευθυγραμμίζω [εὐθυγραμμίζω] ευ-θυ-γραμ-μί-ζω ρ. (μτβ.) {ευθυγράμμι-σα, ευθυγραμμί-σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, ευθυγραμμίζ-οντας, -όμενος,} 1. διευθετώ κάτι στον χώρο, έτσι ώστε να σχηματίζει ευθεία γραμμή σε σχέση με κάτι άλλο: Ασκήσεις που ~ουν και τεντώνουν τη σπονδυλική στήλη. Σκοπευτικά όργανα τέλεια ~σμένα με τον στόχο. Πβ. ισιώνω, στοιχίζω. ΑΝΤ. στραβώνω (1) 2. (μτφ.) προσαρμόζω τις απόψεις, την πολιτική, τη συμπεριφορά μου, προκειμένου να ταιριάζουν με κάποιου άλλου: Η κυβέρνηση ~ει την ελληνική νομοθεσία προς τις κοινοτικές διατάξεις. Οι βουλευτές δεν ~ονται με (= δεν ακολουθούν) τις συστάσεις του προέδρου. ~στηκε με την πολιτική του ... (= ταυτίστηκε). Πβ. εναρμονίζω, συμμορφώνω. [< πβ. μτγν. εὐθυγραμματίζω ‘μεταρέπω σε ευθύγραμμο σχήμα’, γαλλ. aligner]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.