ευθυγραμμίζω [εὐθυγραμμίζω] ευ-θυ-γραμ-μί-ζω ρ. (μτβ.) {ευθυγράμμι-σα, ευθυγραμμί-σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, ευθυγραμμίζ-οντας, -όμενος,} 1. διευθετώ κάτι στον χώρο, έτσι ώστε να σχηματίζει ευθεία γραμμή σε σχέση με κάτι άλλο: Ασκήσεις που ~ουν και τεντώνουν τη σπονδυλική στήλη. Σκοπευτικά όργανα τέλεια ~σμένα με τον στόχο. Πβ. ισιώνω, στοιχίζω. ΑΝΤ. στραβώνω (1) 2. (μτφ.) προσαρμόζω τις απόψεις, την πολιτική, τη συμπεριφορά μου, προκειμένου να ταιριάζουν με κάποιου άλλου: Η κυβέρνηση ~ει την ελληνική νομοθεσία προς τις κοινοτικές διατάξεις. Οι βουλευτές δεν ~ονται με (= δεν ακολουθούν) τις συστάσεις του προέδρου. ~στηκε με την πολιτική του ... (= ταυτίστηκε). Πβ. εναρμονίζω, συμμορφώνω. [< πβ. μτγν. εὐθυγραμματίζω ‘μεταρέπω σε ευθύγραμμο σχήμα’, γαλλ. aligner]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.