Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ευθυκρισία [εὐθυκρισία] ευ-θυ-κρι-σί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): σωστή και δίκαιη κρίση, αντίληψη, σκέψη: πολιτική ~ (: ορθοφροσύνη). Αντικειμενικότητα/διορατικότητα/οξυδέρκεια και ~. Η ~ των δικαστών. Πβ. δικαιοκρισία. Βλ. ακρισία.

ακρισία

ακρισία[ἀκρισία] α-κρι-σί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): έλλειψη ορθής εκτίμησης γεγονότων, καταστάσεων ή προσώπων· (συνεκδ. στον πληθ.) άκριτος λόγος ή πράξη: κοινωνική/πολιτική ~.|| Λάθη και ~ες. Πβ. απερισκεψία, επιπολαιότητα. [< μτγν. ἀκρισία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.