Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ευκαιριακός , ή, ό [εὐκαιριακός] ευ-και-ρι-α-κός επίθ.: που προκύπτει σε κάποια ευκαιρία, τυχαία, εκτάκτως, που δεν γίνεται συστηματικά: ~ή: απασχόληση (= εποχιακή, προσωρινή)/λύση/συνεργασία. ~ό: γεγονός/φαινόμενο. ~οί: παράγοντες. ~ές: λοιμώξεις/μολύνσεις. (για πρόσ.) ~ός: αναγνώστης/επισκέπτης. Πβ. συμπτωματικός.|| (μειωτ.) ~ό: κέρδος. ~ές: πολιτικές/σχέσεις (= εφήμερες, παροδικές, πρόσκαιρες). ΣΥΝ. περιστασιακός ● επίρρ.: ευκαιριακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. occasionnel]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.