ευκολία [εὐκολία] ευ-κο-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση που δεν χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα ή απαιτεί ελάχιστη προσπάθεια ή ικανότητα, ώστε να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: ~ στην οδήγηση/στη χρήση της συσκευής. Ο βαθμός ~ας των θεμάτων (ενν. σε εξετάσεις). Προσαρμόζομαι με ~ σε διαφορετικές συνθήκες. Κόμμα που κέρδισε με ~ (= εύκολα) στις εκλογές. Έχω ~ (= ευχέρεια) στα μαθηματικά. Νίκη με χαρακτηριστική ~. ΑΝΤ. δυσκολία, δυσχέρεια.|| (αρνητ. συνυποδ.) Σκέψη που δεν μπορώ να συμμεριστώ με τόση ~ (= ακρισία, επιπολαιότητα). Μου κάνει εντύπωση η ~ (= έλλειψη επιφύλαξης, ενδοιασμού) με την οποία κατηγορούν οι μεν τους δε.2. διευκόλυνση: Βαθύ τηγάνι για μεγαλύτερη ~ στο μαγείρεμα. ~ες για άτομα με ειδικές ανάγκες. Είναι μεγάλη ~ η ασύρματη σύνδεση στο διαδίκτυο. Για λόγους ~ας. Πβ. εξυπηρέτηση.|| ~ες δανειοδότησης.|| (αρνητ. συνυποδ.) Εγωπαθές πλάσμα, που σκέφτεται μόνο την ~ του (τη βόλεψή του). ● ευκολίες (οι): μέσα εξασφάλισης ενός άνετου τρόπου ζωής: Διαμερίσματα/ξενοδοχεία που παρέχουν όλες τις σύγχρονες ~. Πβ. ανέσεις, κομφόρ. ● ΣΥΜΠΛ.: ευκολίες πληρωμής: δυνατότητα να πληρωθεί προϊόν ή υπηρεσία με δόσεις: προσιτές τιμές και ~ ~. Κάνουμε ~ ~. ● ΦΡ.: χάριν συντομίας βλ. χάριν [< αρχ. εὐκολία ‘εύκολη ικανοποίηση’, γαλλ. facilité]
χάριν
χάριν χά-ριν πρόθ. (+ γεν.) (λόγ.): για λόγους, με σκοπό: Αψιμαχίες (προς) ~ εντυπώσεων. ● ΦΡ.: χάριν παιδιάς: για αστείο, για πλάκα: Δεν το εννοούσε, το είπε ~ ~., χάριν συντομίας & ευκολίας (λόγ.): για λόγους συντομίας και απλοποίησης: Η εφορία, ή ΔΟΥ, όπως λέγεται ~ ~., για γούστο βλ. γούστο, για λόγους/(λόγ.) χάριν ευφωνίας βλ. ευφωνία, για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν (/χάρη) βλ. παράδειγμα, λόγου χάρη/χάριν βλ. λόγος, το γοργό(ν) και χάριν έχει βλ. γοργός [< μτγν. χάριν, νεολατ. gratia]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.