Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ευμάρεια [εὐμάρεια] ευ-μά-ρει-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): αφθονία υλικών αγαθών και ανέσεων, πολύ καλή οικονομική κατάσταση: ~ των κατοίκων/της κοινωνίας/του τόπου. ~ και ευδαιμονισμός/καλοπέραση. Πβ. ευζωία, ευημερία, ευπορία, ευπραγία. ΑΝΤ. ανέχεια [< αρχ. εὐμάρεια]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.