Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ευνομούμενος , η, ο [εὐνομούμενος] ευ-νο-μού-με-νος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που χαρακτηρίζεται από ευνομία: ~η: δημοκρατία/κοινωνία/Πολιτεία. ~ο: κράτος. Βλ. άνομος. ΣΥΝ. εύνομος [< αρχ. εὐνομούμενος, μτχ. ενεστ. του ρ. εὐνομοῦμαι]

άνομος

άνομος, η, ο [ἄνομος] ά-νο-μος επίθ. (επίσ.): που αντιβαίνει προς το νόμιμο, το ηθικό: ~ο: κέρδος. ~ες: πράξεις/συναλλαγές. ~α: μέσα/συμφέροντα/σχέδια. Βλ. άδικος, ανήθικος, ανόσιος. ΣΥΝ. παράνομος ΑΝΤ. νόμιμος ● επίρρ.: άνομα & (λόγ.) ανόμως [< αρχ. ἄνομος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.