ευπατρίδης [εὐπατρίδης] ευ-πα-τρί-δης ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. (μτφ.) πρόσωπο που διακρίνεται για το ήθος, την καλλιέργεια, το κύρος και τη δράση του σε έναν χώρο: ~ της δημοσιογραφίας/του πνεύματος/της τέχνης. Ένας μεγάλος ~ του θεάτρου μας.|| (ως επίθ.) Ένας ~ πολιτικός.2. ΙΣΤ. πολίτης που ανήκε στην ανώτατη κοινωνική και πολιτική τάξη στην αρχαία Αθήνα· κατ' επέκτ. αριστοκράτης, ευγενής, γαλαζοαίματος. Βλ. πατρίκιος. [< 1: γαλλ. gentilhomme 2: αρχ. εὐπατρίδης]
πατρίκιος
πατρίκιος πα-τρί-κι-ος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ίου | θηλ. πατρικία στις σημ.1,2} 1. ΙΣΤ. πολίτης που ανήκε στην ανώτατη κοινωνική και πολιτική τάξη στην αρχαία Ρώμη. Βλ. ευπατρίδης, πληβείος.2. ΙΣΤ. τίτλος ανώτατου αξιωματούχου στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και στο Βυζάντιο. 3. (μτφ.) αριστοκράτης, προνομιούχος. [< 1,2: μτγν. πατρίκιος 3: γαλλ. patricien]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.