Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ευπώλητος , η, ο [εὐπώλητος] ευ-πώ-λη-τος επίθ. (λόγ.): (κυρ. για βιβλίο) που σημειώνει τις περισσότερες στο είδος του ή γενικότ. πολύ υψηλές πωλήσεις: ~ο: μυθιστόρημα.|| (συνηθέστ. ως ουσ.) Τα ~α της χρονιάς. Λίστες των ~ων/(λογιότ.) ~ήτων. Βλ. μπεστ-σέλερ.

μπεστ-σέλερ

μπεστ-σέλερ μπε-στ σέ-λερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. βιβλίο με μεγάλη κυκλοφορία και γενικότ. εκδοτική επιτυχία: Έγινε ~. Βλ. ευπώλητος. 2. (ειδικότ.) βιβλίο που προορίζεται για μαζική κατανάλωση, πριν ακόμα γραφτεί και διακρίνεται από όγκο, έχει συναρπαστική πλοκή και διαβάζεται εύκολα. [< αγγλ. best seller, γαλλ. ~, 1947, διαδόθηκε περ. το 1960]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.