Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ευτοπία [εὐτοπία] ευ-το-πί-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. -ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. ιδεατή κατάσταση ευδαιμονίας που είναι εφικτή σε αντιδιαστολή με την ουτοπία: ηθική/πολιτική ~. Βλ. δυστοπία. [< αγγλ. eutopia, γαλλ. eutopie]

δυστοπία

δυστοπία δυ-στο-πί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΣ. -ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. φανταστικός τόπος ή κοινωνία όπου οι άνθρωποι ζουν σε καθεστώς καταπίεσης, τρόμου και γενικότ. σε απάνθρωπες συνθήκες· κατ' επέκτ. κατάσταση στην οποία οι συνθήκες ζωής είναι εξαιρετικά άσχημες. Βλ. επιστημονική φαντασία, ευ-, ου-τοπία. 2. ΙΑΤΡ. ανώμαλη θέση οργάνου ή τμήματός του. [< 1: αγγλ. dystopia (1868, με διαφορετική σημ.), περ. 1950, γαλλ. dystopie, 1975]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.