Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ευτραφής , ής, ές [εὐτραφής] ευ-τρα-φής επίθ. {ευτραφ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· ευτραφέστ-ερος, -ατος} (λόγ.-ευφημ.): παχουλός: ~ής: κύριος. Πβ. γεμάτος, εύσαρκος, εύσωμος, καλοθρεμμένος, στρουμπουλός, σωματώδης, τροφαντός, χοντρός. [< αρχ. εὐτραφής]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.