Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ευτυχία [εὐτυχία] ευ-τυ-χί-α ουσ. (θηλ.) 1. εξαιρετικά ευχάριστη κατάσταση που προκαλείται από θετικά συμβάντα, χαρές· συνεκδ. οτιδήποτε την προκαλεί: ανείπωτη/ατομική/οικογενειακή/προσωπική ~. Η αναζήτηση/το κλειδί/το κυνήγι/το μυστικό της ~ας. Στιγμές ~ας. Η ~ βρίσκεται σε απλά, καθημερινά πράγματα. Θα σταθεί εμπόδιο στην ~ τους. Τι ~ να σας έχω δίπλα μου! (ευχετ.) Καλά στέφανα/χρόνια πολλά και κάθε ~! Πβ. ευδαιμονία.|| Πιστοί και καλοί φίλοι που μοιράζονται την ~ μας. Το παιδί της είναι η ~ της. ΑΝΤ. δυστυχία (1) 2. καλή τύχη, ευνοϊκή συγκυρία ή αίσια εξέλιξη των πραγμάτων: Είχε την ~ να ... Πβ. ευτύχημα, καλοτυχία. ● ΦΡ.: πλέει σε πελάγη ευτυχίας βλ. πέλαγος [< 1: αρχ. εὐτυχία ‘επιτυχία, καλοτυχία’ 2: γαλλ. bonheur]

πέλαγος

πέλαγος πέ-λα-γος ουσ. (ουδ.) {πελάγ-ους | -η} & (λαϊκό-λογοτ.) πέλαγο & πέλαο 1. έκταση αλμυρού ύδατος μικρότερη από τη θάλασσα και τον ωκεανό· γενικότ. η ανοιχτή θάλασσα: το Aιγαίο/Θρακικό/Iόνιο/Κρητικό/Λιβυκό ~ (: ελληνικά ~η). (ΜΕΤΕΩΡ.) Θυελλώδεις άνεμοι πνέουν στα ~η. Βλ. αρχι~.|| Άγριο/αφρισμένο/βαθύ/γαλάζιο/μαύρο/φουρτουνιασμένο ~. Στη μέση του ~ους (= μεσοπέλαγα). Αγναντεύω/ατενίζω το ~. Το πλοίο βγήκε στο ~. Αρμενίζω στο ~. Πβ. πόντος2.|| (μτφ.) Ταξιδεύουν σε γευστικά/μουσικά ~η. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για καταστάσεις που παρουσιάζουν ένα χαρακτηριστικό σε μεγάλο, έντονο βαθμό: βουτιά στο ~ της αβεβαιότητας. Έχει βυθιστεί στο ~ της σιωπής/φτώχειας. Πλέει σε ~η άγνοιας. ● ΦΡ.: πλέει σε πελάγη ευτυχίας: είναι πανευτυχής: Έγινε πατέρας και ~ ~. Πβ. στον έβδομο ουρανό. [< αρχ. πέλαγος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.