ευτυχία [εὐτυχία] ευ-τυ-χί-α ουσ. (θηλ.) 1. εξαιρετικά ευχάριστη κατάσταση που προκαλείται από θετικά συμβάντα, χαρές· συνεκδ. οτιδήποτε την προκαλεί: ανείπωτη/ατομική/οικογενειακή/προσωπική ~. Η αναζήτηση/το κλειδί/το κυνήγι/το μυστικό της ~ας. Στιγμές ~ας. Η ~ βρίσκεται σε απλά, καθημερινά πράγματα. Θα σταθεί εμπόδιο στην ~ τους. Τι ~ να σας έχω δίπλα μου! (ευχετ.) Καλά στέφανα/χρόνια πολλά και κάθε ~! Πβ. ευδαιμονία.|| Πιστοί και καλοί φίλοι που μοιράζονται την ~ μας. Το παιδί της είναι η ~ της. ΑΝΤ. δυστυχία (1) 2. καλή τύχη, ευνοϊκή συγκυρία ή αίσια εξέλιξη των πραγμάτων: Είχε την ~ να ... Πβ. ευτύχημα, καλοτυχία. ● ΦΡ.: πλέει σε πελάγη ευτυχίας βλ. πέλαγος [< 1: αρχ. εὐτυχία ‘επιτυχία, καλοτυχία’ 2: γαλλ. bonheur]
πέλαγος
πέλαγος πέ-λα-γος ουσ. (ουδ.) {πελάγ-ους | -η} & (λαϊκό-λογοτ.) πέλαγο & πέλαο 1. έκταση αλμυρού ύδατος μικρότερη από τη θάλασσα και τον ωκεανό· γενικότ. η ανοιχτή θάλασσα: το Aιγαίο/Θρακικό/Iόνιο/Κρητικό/Λιβυκό ~ (: ελληνικά ~η). (ΜΕΤΕΩΡ.) Θυελλώδεις άνεμοι πνέουν στα ~η. Βλ. αρχι~.|| Άγριο/αφρισμένο/βαθύ/γαλάζιο/μαύρο/φουρτουνιασμένο ~. Στη μέση του ~ους (= μεσοπέλαγα). Αγναντεύω/ατενίζω το ~. Το πλοίο βγήκε στο ~. Αρμενίζω στο ~. Πβ. πόντος2.|| (μτφ.) Ταξιδεύουν σε γευστικά/μουσικά ~η.2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για καταστάσεις που παρουσιάζουν ένα χαρακτηριστικό σε μεγάλο, έντονο βαθμό: βουτιά στο ~ της αβεβαιότητας. Έχει βυθιστεί στο ~ της σιωπής/φτώχειας. Πλέει σε ~η άγνοιας. ● ΦΡ.: πλέει σε πελάγη ευτυχίας: είναι πανευτυχής: Έγινε πατέρας και ~ ~. Πβ. στον έβδομο ουρανό. [< αρχ. πέλαγος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.