ευφραίνω [εὐφραίνω] ευ-φραί-νω ρ. (μτβ.) {εύφραν-ε, ευφράν-θηκα} (λόγ.): τέρπω: Τοπίο που ~ει την ψυχή και τις αισθήσεις. ● Παθ.: ευφραίνομαι: νιώθω μεγάλη χαρά. ΣΥΝ. αγαλλιάζω ● ΦΡ.: οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου βλ. οίνος [< αρχ. εὐφραίνω]
οίνος
οίνος [οἶνος] οί-νος ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.) κρασί: άκρατος (πβ. ανέρωτος) ~. Βλ. ζύθος.2. (κατ' επέκτ.) ποτό που προκύπτει από τη ζύμωση του χυμού διαφόρων φρούτων: μηλίτης ~.3. ΕΚΚΛΗΣ. το κρασί της Θείας Ευχαριστίας: άρτος και ~. ● ΣΥΜΠΛ.: οίνος ονομασίας προέλευσης: που αναγράφει το όνομα της περιοχής από την οποία προέρχεται: ~ ~ ανωτέρας ποιότητας (: ακρ. ΟΠΑΠ· με αριθμημένη ταινία ασφαλείας ερυθρού χρώματος)/ελεγχόμενης (: από τις πιο εκλεκτές ποικιλίες σταφυλιών· με αριθμημένη ταινία ασφαλείας κυανού χρώματος)., αφρώδης οίνος/αφρώδες κρασί βλ. αφρώδης, ημίγλυκο κρασί/ημίγλυκος οίνος βλ. ημίγλυκος, ξηρός οίνος/ξηρό κρασί βλ. ξηρός, ροζέ κρασί βλ. ροζέ ● ΦΡ.: οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου (ΠΔ): το κρασί δημιουργεί ψυχική ευφορία., οίνοι/κρασιά με ονομασία κατά παράδοση βλ. παράδοση [< αρχ. οἶνος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.