Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εφήμερος , η, ο [ἐφήμερος] ε-φή-με-ρος επίθ.: παροδικός, πρόσκαιρος, προσωρινός: ~ος: πλούτος. ~η: δημοσιότητα/δόξα/επιτυχία. ~ο: κέρδος. ~ες: ανάγκες. Δεν κάνει ~ες σχέσεις. Πβ. φευγαλέος.|| (ως ουσ.) Το ~ο της χαράς. Τα αιώνια και τα ~α. || ~α: έντομα. [< αρχ. ἐφήμερος ‘που διαρκεί μια μόνο μέρα’, μτγν. (για έντομο) ἐφήμερον (το), γαλλ. éphémère, αγγλ. ephemeral]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.