Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εύορκος , η, ο [εὔορκος] εύ-ορ-κος επίθ. (λόγ.): που τηρεί τον όρκο του: ~ος: αξιωματικός.|| (κατ' επέκτ.) ~η: άσκηση/εκπλήρωση καθηκόντων. Πβ. ευσυνείδητος. Βλ. επίορκος. Συνήθ. στο ● επίρρ.: ευόρκως: Υπηρέτησαν ~ την πατρίδα. [< αρχ. εὔορκος]

επίορκος

επίορκος, η, ο [ἐπίορκος] ε-πί-ορ-κος επίθ. {-ου (λόγ.) -όρκου}: ΝΟΜ. (κυρ. για δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό) που έχει διαπράξει επιορκία: ~οι: αστυνομικοί/γιατροί/δικαστές/εφοριακοί. Πβ. παράσπονδος.|| (ως ουσ.) Υποδειγματική τιμωρία των ~όρκων. [< αρχ. ἐπίορκος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.