Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ζάρι ζά-ρι ουσ. (ουδ.) : μικρός κύβος του οποίου η κάθε έδρα έχει από μία μέχρι έξι συνήθ. βούλες· χρησιμοποιείται σε τυχερά ή επιτραπέζια παιχνίδια: Οι παίχτες πετούν/ρίχνουν τα ~ια.ζάρια (τα): (συνεκδ.) τυχερό παιχνίδι που παίζεται με τους ομώνυμους κύβους: Παίζει ~ στο καζίνο. Πβ. κυβεία. ΣΥΝ. μπαρμπούτι ● ΦΡ.: παίζω κάτι στα ζάρια 1. στοιχηματίζω περιουσιακό κυρ. αγαθό στο αντίστοιχο παιχνίδι: Έπαιξε όλες του τις οικονομίες ~ ~. 2. (μτφ.) θέτω σε κίνδυνο, ρισκάρω: Η επιχείρηση παίζει ~ ~ την τύχη των εργαζομένων. [< μεσν. ζάρι(ν)]
  • ζαριά ζα-ριά ουσ. (θηλ.): ρίξιμο ζαριού ή ζαριών και ο αριθμός ή το άθροισμα των αριθμών που δείχνουν οι επάνω έδρες τους, όταν πάρουν σταθερή θέση: Έριξε/έφερε κακή/καλή ~ (= ριξιά). Βλ. ασόδυο, διπλές, εξάρες, ντόρτια.

ασόδυο

ασόδυο [ἀσόδυο] α-σό-δυ-ο ουσ. (ουδ.) & ασσόδυο (λαϊκό, για ζαριά): άσος και δύο: Έφερε/ήρθε ~. Βλ. διπλές, ντόρτια, πεντάρες, τριόδυο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.