ζάρι ζά-ρι ουσ. (ουδ.) : μικρός κύβος του οποίου η κάθε έδρα έχει από μία μέχρι έξι συνήθ. βούλες· χρησιμοποιείται σε τυχερά ή επιτραπέζια παιχνίδια: Οι παίχτες πετούν/ρίχνουν τα ~ια. ● ζάρια (τα): (συνεκδ.) τυχερό παιχνίδι που παίζεται με τους ομώνυμους κύβους: Παίζει ~ στο καζίνο. Πβ. κυβεία. ΣΥΝ. μπαρμπούτι ● ΦΡ.: παίζω κάτι στα ζάρια1. στοιχηματίζω περιουσιακό κυρ. αγαθό στο αντίστοιχο παιχνίδι: Έπαιξε όλες του τις οικονομίες ~ ~.2. (μτφ.) θέτω σε κίνδυνο, ρισκάρω: Η επιχείρηση παίζει ~ ~ την τύχη των εργαζομένων. [< μεσν. ζάρι(ν)]
ζαριά ζα-ριά ουσ. (θηλ.): ρίξιμο ζαριού ή ζαριών και ο αριθμός ή το άθροισμα των αριθμών που δείχνουν οι επάνω έδρες τους, όταν πάρουν σταθερή θέση: Έριξε/έφερε κακή/καλή ~ (= ριξιά). Βλ. ασόδυο, διπλές, εξάρες, ντόρτια.
ασόδυο
ασόδυο [ἀσόδυο] α-σό-δυ-ο ουσ. (ουδ.) & ασσόδυο (λαϊκό, για ζαριά): άσος και δύο: Έφερε/ήρθε ~. Βλ. διπλές, ντόρτια, πεντάρες, τριόδυο.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.