Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζάφτι ζά-φτι ουσ. (ουδ.) & ζάπι (λαϊκό): επιβολή, περιορισμός· κυρ. στη ● ΦΡ.: κάνω κάποιον ζάφτι: (κυρ. με άρνηση) καταφέρνω να τον χειριστώ, να του επιβληθώ: Δεν μπορεί να την ~ει ~ (= κουμαντάρει, κουλαντρίσει, χαλιναγωγήσει). ΣΥΝ. κάνω (κάποιον) καλά [< μεσν. ζάφτι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.