Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζέρσεϊ ζέρ-σε-ϊ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. είδος πλέξης μηχανής και (κυρ. συνεκδ.) λεπτό και ελαφρώς ελαστικό ύφασμα: βαμβακερό/μεταξωτό ~. Φόρεμα από ~. 2. (ως επίθ.) που είναι κατασκευασμένος από το ομώνυμο ύφασμα: ~ μπλούζα/παντελόνι. [< αγγλ.-γαλλ. jersey, βρετανικό νησί]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.