Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζέστη ζέ-στη ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-προφ.) ζέστα ΑΝΤ. κρύο: υψηλή θερμοκρασία, αύξηση της θερμοκρασίας: ανυπόφορη/αποπνικτική/απότομη/αφόρητη ~. Έχει/κάνει ~. Πβ. ζεστασιά, θερμότητα, λαύρα, πύρα.|| Κύμα ~ης στην περιοχή. Δυσφορία λόγω ~ης. Έκθεση στον ήλιο και στη ~. Εξάντληση από τη ~ (: προκαλείται από απώλεια νερού και αλατιού από το σώμα, λόγω υπερβολικής εφίδρωσης). Πβ. καύσωνας. ΑΝΤ. δροσιά (1) ● ζέστες (οι): χρονική περίοδος κατά την οποία παρατηρούνται υψηλές θερμοκρασίες: Ξεκίνησε τα μπάνια, πριν ακόμα αρχίσουν οι ~. ● Υποκ.: ζεστούλα (η) ● ΦΡ.: σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα (προφ.): σε περιπτώσεις που η θερμοκρασία αρχίζει να γίνεται εξαιρετικά υψηλή ή χαμηλή: Σε λίγο που θα σφίξουν/πλακώσουν οι ζέστες, θα γεμίσουν οι παραλίες. Έπιασαν ~., (δεν μου κάνει) ούτε κρύο ούτε ζέστη βλ. κρύο, και πού να σφίξουν/να πιάσουν οι ζέστες! βλ. σφίγγω [< μεσν. ζέστη]

κρύο

κρύοκρύ-ο ουσ. (ουδ.) 1. χαμηλή θερμοκρασία, ψύχρα ή ψύχος: ανυπόφορο/διαπεραστικό/δριμύ/δυνατό/πολικό (πβ. παγωνιά, ψοφόκρυο)/τσουχτερό/φαρμακερό/χοντρό/ψιλό ~. Έγινε μπλε/τουρτουρίζει/τρέμει από το ~. Έκοψε (= ελαττώθηκε)/τσούζει το ~. Έχει/κάνει ~. Πβ. αγιάζι. ΑΝΤ. ζέστη 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ' επέκτ.) ψυχρός καιρός: Άρχισαν τα ~α (: ο χειμώνας). Τα πρώτα ~α του φθινοπώρου. ΑΝΤ. ζέστες 3. (σπάν.-συνεκδ.) κρύωμα: Άρπαξα (ένα) ~ (= κρυολόγησα)! Πβ. πούντα. Βλ. ψύξη. ● ΦΡ.: (δεν μου κάνει) ούτε κρύο ούτε ζέστη (μτφ.-προφ.): δεν με ενδιαφέρει, δεν με απασχολεί: Δεν μου ~ ~ αν θα μείνει ή θα φύγει. ΣΥΝ. το ίδιο είναι/(μου) κάνει, κρύο, καιρός για δύο (προφ.): για να δηλωθεί η ανάγκη συντροφικότητας, όταν κάνει κρύο., αφήνω/παρατώ (κάποιον) στα κρύα του λουτρού βλ. λουτρό, σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα βλ. ζέστη [< μεσν. κρύο]

σφίγγω

σφίγγωσφίγ-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έσφι-ξα, σφί-ξει, -χτηκα, -χτεί, -γμένος, σφίγγ-οντας} 1. κρατώ, πιάνω ή αγκαλιάζω με δύναμη: ~ξε τα παιδιά στην αγκαλιά της. Μου ~ξε τον λαιμό και κόντεψε να με πνίξει. 2. τραβώ ή στρίβω κάτι, για να δεθεί ή να βιδώσει καλά αντίστοιχα: ~ τη θηλιά/τον κόμπο/τα κορδόνια. ~ξε γερά το σχοινί της βάρκας. ΑΝΤ. λύνω.|| ~ τη βίδα/τη βρύση/το παξιμάδι (ΑΝΤ. ξεβιδώνω). ΑΝΤ. λασκάρω (1), ξεσφίγγω, χαλαρώνω (2) 3. γίνομαι σφριγηλός: Με τη γυμναστική/το μασάζ έχω ~ξει. Με αυτές τις ασκήσεις ~ει το σώμα. Πβ. συ~.σφίγγει 1. γίνεται πηχτός, πυκνός, στερεός: ~ το τσιμέντο. Ανακατεύουμε τη σάλτσα, μέχρι να ~ξει. 2. (συνήθ. για ρούχα) πιέζει, στενεύει: Τον ~ η ζώνη/το παντελόνι του. Με ~ουν τα παπούτσια. 3. (μτφ.) (για δυσάρεστη ή ανεπιθύμητη κατάσταση) εντείνεται, επιτείνεται: ~ ο κλοιός (της ύφεσης). ~ουν οι έλεγχοι/τα πράγματα. ● Παθ.: σφίγγομαι 1. πιέζομαι: Το μωρό ~εται, για να ενεργηθεί.|| (μτφ.) ~εται η καρδιά μου (= ραγίζει, στενοχωριέμαι) με το κατάντημά του. 2. (μτφ.) συγκρατούμαι: ~χτηκα, για να μη μιλήσω. ● ΦΡ.: και πού να σφίξουν/να πιάσουν οι ζέστες! (ειρων.): σε περιπτώσεις που η συμπεριφορά κάποιου φαίνεται γελοία, παράλογη, αλλοπρόσαλλη: Τι ρούχα είναι αυτά που φοράει! ~ ~!, σφίγγω τη γροθιά & τις γροθιές: κλείνω την παλάμη με δύναμη: Οι αντίπαλοι έσφιξαν τις γροθιές, έτοιμοι να παλέψουν.|| (σε ένδειξη αποφασιστικότητας, διαμαρτυρίας, ενθουσιασμού) Έσφιγγε τις γροθιές του θυμωμένος., σφίγγω το ζωνάρι (μου) (προφ.): ελαττώνω τα έξοδά μου, κάνω οικονομία· κατ' επεκτ. περιορίζομαι ή ζορίζομαι: Θα σφίξουμε τα ζωνάρια μας και θα τον βγάλουμε τον μήνα. Ανεβαίνει η τιμή του πετρελαίου και σφίγγουν τα ζωνάρια., σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη: προσπαθώ να κρύψω έντονα αρνητικά συναισθήματα., σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια: κάνω χειραψία με κάποιον, κυρ. ως χειρονομία φιλίας ή σύναψης συμφωνίας: Μου έσφιξε θερμά το χέρι.|| Οι αντιμαχόμενες πλευρές/οι αντίπαλοι έσφιξαν τα χέρια. Πβ. δίνω τα χέρια., κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, σφίγγουν οι κώλοι βλ. κώλος, σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα βλ. ζέστη, σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά βλ. λουρί [< αρχ. σφίγγω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.