Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • ζίπο ζί-πο ουσ. (αρσ.) {άκλ.} : είδος ορθογώνιου μεταλλικού αναπτήρα με αρθρωτό καπάκι, του οποίου η φλόγα δεν σβήνει εύκολα. Βλ. ζιπέλαιο. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. Zippo, 1934]
  • ζιπουνάκι ζι-που-νά-κι ουσ. (ουδ.): λεπτή βρεφική φανέλα ή μπλουζίτσα με μανίκια: ~ για νεογέννητο.
  • ζιπούνι ζι-πού-νι ουσ. (ουδ.) (σε παραδοσιακές φορεσιές): ΛΑΟΓΡ. είδος κοντής και συνήθ. εφαρμοστής ζακέτας: βελούδινο ~. Βλ. επενδύτης, -ούνι. [< μεσν. ζιπούνι(ν), ζιπόνιν < βεν. zipon]

επενδύτης

επενδύτης [ἐπενδύτης] ε-πεν-δύ-της ουσ. (αρσ.) (επίσ.): πανωφόρι: (ΣΤΡΑΤ.) ~ες εκστρατείας (: τζάκετ παραλλαγής). Βλ. αμπέχονο, ζιπούνι, μπουφάν, χιτώνιο. [< αρχ. ἐπενδύτης]

ζιπέλαιο

ζιπέλαιο ζι-πέ-λαι-ο ουσ. (ουδ.) (προφ.): νάφθα που χρησιμοποιείται συνήθ. ως υγρό γεμίσματος αναπτήρων ζίπο, για τον καθαρισμό λεκέδων ή ως καύσιμη ύλη σε σόμπες. Βλ. -έλαιο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.