Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ζαμπόν ζα-μπόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αλλαντικό που παρασκευάζεται συνήθ. με πάστωμα ή κάπνισμα χοιρινού κρέατος: βραστό/καπνιστό ~. Φέτες ~. Τοστ ~-τυρί. Πβ. χαμόν. ΣΥΝ. χοιρομέρι ● Υποκ.: ζαμπονάκι (το): μικρό κομμάτι ή μικρή συσκευασία (κονσέρβα) ζαμπόν. [< γαλλ. jambon]
  • ζαμπονοτυρόπιτα ζα-μπο-νο-τυ-ρό-πι-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. πίτα με ζαμπόν και τυρί. Βλ. -πιτα.

-πιτα

-πιτα: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε πίτα, αλμυρή ή γλυκιά: αλευρο~/ζυμαρό~/κασερό~/κασό~/κιμαδό~/κοτό~/κουρκουτό~/κρεατό~/κρεμμυδό~/λαχανό~/λουκανικό~/μανιταρό~/μαραθό~/παστουρμαδό~/πατατό~/πρασό~/σαρικό~/σπανακό~/(ζαμπονο/σπανακο)τυρό~/στριφτό~/τραχανό~/χορτό~.|| Γαλατό~/γιαουρτό~/καρυδό~/λεμονό~/μελό~/μηλό~/μουστό~/πορτοκαλό~/σοκολατό~/ταχινό~/χαλβαδό~.|| Κολοκυθό~/μυζηθρό~.|| Βασιλό~/φανουρό~.|| Ζαχαρό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.