ζαμπόν ζα-μπόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αλλαντικό που παρασκευάζεται συνήθ. με πάστωμα ή κάπνισμα χοιρινού κρέατος: βραστό/καπνιστό ~. Φέτες ~. Τοστ ~-τυρί. Πβ. χαμόν. ΣΥΝ. χοιρομέρι ● Υποκ.: ζαμπονάκι (το): μικρό κομμάτι ή μικρή συσκευασία (κονσέρβα) ζαμπόν. [< γαλλ. jambon]
ζαμπονοτυρόπιτα ζα-μπο-νο-τυ-ρό-πι-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. πίτα με ζαμπόν και τυρί. Βλ. -πιτα.
-πιτα
-πιτα: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε πίτα, αλμυρή ή γλυκιά: αλευρο~/ζυμαρό~/κασερό~/κασό~/κιμαδό~/κοτό~/κουρκουτό~/κρεατό~/κρεμμυδό~/λαχανό~/λουκανικό~/μανιταρό~/μαραθό~/παστουρμαδό~/πατατό~/πρασό~/σαρικό~/σπανακό~/(ζαμπονο/σπανακο)τυρό~/στριφτό~/τραχανό~/χορτό~.|| Γαλατό~/γιαουρτό~/καρυδό~/λεμονό~/μελό~/μηλό~/μουστό~/πορτοκαλό~/σοκολατό~/ταχινό~/χαλβαδό~.|| Κολοκυθό~/μυζηθρό~.|| Βασιλό~/φανουρό~.|| Ζαχαρό~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.