Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


σακχαρόμετρο

σακχαρόμετρο σακ-χα-ρό-με-τρο ουσ. (ουδ.) & ζαχαρόμετρο: ΤΕΧΝΟΛ. όργανο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της συγκέντρωσης σακχάρου σε διάλυμα ή συνήθ. στο αίμα. Βλ. -μετρο. [< γαλλ. saccharimètre, αγγλ. saccharimeter]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.