Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζεβρέ ζε-βρέ επίθ. {άκλ.} & (σπάν.) ζεμπρέ: που μοιάζει ως προς το χρώμα και το σχέδιο με το τρίχωμα της ζέβρας. Πβ. ριγέ. Βλ. λεοπάρ, τιγρέ.

λεοπάρ

λεοπάρ λε-ο-πάρ επίθ. {άκλ.}: που θυμίζει στο χρώμα και κυρ. στο σχέδιο το τρίχωμα της λεοπάρδαλης: ~ γόβες/γούνα/εσώρουχα/μαγιό/τσάντα.|| (ως ουσ.) Έχει φετίχ με τα ~.|| (ως επίρρ.) Ντυμένη ~. Βλ. τιγρέ. ΣΥΝ. λεοπαρδαλέ [< γαλλ. léopard]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.