Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζεμπίλι ζε-μπί-λι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό-παλαιότ.): ψάθινος, δερμάτινος ή χοντρός υφασμάτινος σάκος με δύο λαβές για τη μεταφορά κυρ. οικοδομικών υλικών ή τροφίμων. Πβ. καλάθι. [< μεσν. (17ος αι.) ζεμπίλι, τουρκ. zembil]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.