Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζηλεύω ζη-λεύ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ζήλ-εψα, -έψει, -εμένος, ζηλεύ-οντας} 1. τρέφω αίσθημα έντονης επιθυμίας να αποκτήσω κάτι που αποτελεί κτήμα ή ιδιότητα άλλου: ~ει τα πλούτη και την ομορφιά του. ~ουν τη θέση μου. ~εψε τη δόξα του ... ~εψαν με την επιτυχία του. Πβ. εποφθαλμιώ, υποβλέπω.|| (προφ.) ~εψα το φαγητό σου! Πβ. επιθυμώ, λαχταρώ, λιμπίζομαι. 2. διακατέχομαι από αισθήματα θαυμασμού ή εχθρότητας προς κάποιον λόγω της υπεροχής του: Σε ~ για τον αυθορμητισμό/για το κουράγιο σου. Πβ. καλοτυχίζω, μακαρίζω.|| Τον ζήλευε πάντα, επειδή ήταν καλύτερός του. Πβ. ζηλοφθονώ. 3. (ειδικότ. για σύζυγο ή εραστή) αμφιβάλλω για την αφοσίωση του/της συντρόφου μου: Τη ~ει τόσο πολύ που δεν την αφήνει να πηγαίνει πουθενά μόνη της. Βλ. ψιλο~. ● ΦΡ.: καλύτερα να σε ζηλεύουν(ε) παρά να σε λυπούνται: καλύτερα να προκαλείς τον φθόνο παρά τον οίκτο. [< μτγν. ζηλεύω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.