ζηλεύω ζη-λεύ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ζήλ-εψα, -έψει, -εμένος, ζηλεύ-οντας} 1. τρέφω αίσθημα έντονης επιθυμίας να αποκτήσω κάτι που αποτελεί κτήμα ή ιδιότητα άλλου: ~ει τα πλούτη και την ομορφιά του. ~ουν τη θέση μου. ~εψε τη δόξα του ... ~εψαν με την επιτυχία του. Πβ. εποφθαλμιώ, υποβλέπω.|| (προφ.) ~εψα το φαγητό σου! Πβ. επιθυμώ, λαχταρώ, λιμπίζομαι.2. διακατέχομαι από αισθήματα θαυμασμού ή εχθρότητας προς κάποιον λόγω της υπεροχής του: Σε ~ για τον αυθορμητισμό/για το κουράγιο σου. Πβ. καλοτυχίζω, μακαρίζω.|| Τον ζήλευε πάντα, επειδή ήταν καλύτερός του. Πβ. ζηλοφθονώ.3. (ειδικότ. για σύζυγο ή εραστή) αμφιβάλλω για την αφοσίωση του/της συντρόφου μου: Τη ~ει τόσο πολύ που δεν την αφήνει να πηγαίνει πουθενά μόνη της. Βλ. ψιλο~. ● ΦΡ.: καλύτερα να σε ζηλεύουν(ε) παρά να σε λυπούνται: καλύτερα να προκαλείς τον φθόνο παρά τον οίκτο. [< μτγν. ζηλεύω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.