Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζηλιάρης , α, ικο ζη-λιά-ρης επίθ. {ζηλιάρ-ηδες}: που ζηλεύει: ~ης: σύζυγος. ~α: γυναίκα. (ως ουσ.) Είναι αθεράπευτα ~ και κτητικός. Πβ. ζηλιαρόγατος, ζηλό-τυπος, -φθονος, φθονερός. [< μεσν. ζηλιάρης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.