Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζηλοφθονία ζη-λο-φθο-νί-α ουσ. (θηλ.): έντονη ζήλια που αγγίζει τα όρια του φθόνου. Βλ. κακία, μικρότητα. [< μεσν. ζηλοφθονία]

κακία

κακία κα-κί-α ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα του κακού· διάθεση κάποιου να προκαλέσει κακό, μοχθηρία: μίσος και ~. ~ και ζήλια. Βλέμμα όλο ~ (: που βγάζει/προδίδει ~). Τον έπιασε η ~ του. Δεν έχει μέσα του την παραμικρή ~ (: είναι άκακος). Φυλάξου απ' την ~ του κόσμου! Τα λόγια της είχαν μια δόση ~ας. Πβ. κακοήθεια, κακουργία. Βλ. ανεξι~, (α)μνησι~, χαιρε~. ΣΥΝ. κακοσύνη, κακότητα ΑΝΤ. αρετή (1), καλοσύνη (1) 2. (συνεκδ.) λόγος, πράξη ή σκέψη που φανερώνει μοχθηρία: Αυτό ήταν μεγάλη ~ εκ μέρους του. Λέει/πετάει συνέχεια ~ες (για τους άλλους). Πβ. κακεντρέχεια, χολή. ● Υποκ.: κακιούλα (η): στη σημ. 2. ● ΦΡ.: η κακία θα σου μείνει!: ως απάντηση σε κάποιον που από κακία και μόνο αρνείται να προσφέρει τη βοήθειά του., κρατώ κακία σε κάποιον: θυμάμαι το κακό που μου έκανε και είτε του συμπεριφέρομαι με ψυχρότητα είτε περιμένω να του το ανταποδώσω: Δεν ~ ~ σε κανέναν! Μη μου κρατάς ~! ΣΥΝ. κακιώνω, μνησικακώ, το βαστάω (σε κάποιον), το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο), αργία μήτηρ πάσης κακίας βλ. αργία [< αρχ. κακία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.