ζηλοφθονία ζη-λο-φθο-νί-α ουσ. (θηλ.): έντονη ζήλια που αγγίζει τα όρια του φθόνου. Βλ. κακία, μικρότητα. [< μεσν. ζηλοφθονία]
κακία
κακία κα-κί-α ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα του κακού· διάθεση κάποιου να προκαλέσει κακό, μοχθηρία: μίσος και ~. ~ και ζήλια. Βλέμμα όλο ~ (: που βγάζει/προδίδει ~). Τον έπιασε η ~ του. Δεν έχει μέσα του την παραμικρή ~ (: είναι άκακος). Φυλάξου απ' την ~ του κόσμου! Τα λόγια της είχαν μια δόση ~ας. Πβ. κακοήθεια, κακουργία. Βλ. ανεξι~, (α)μνησι~, χαιρε~. ΣΥΝ. κακοσύνη, κακότητα ΑΝΤ. αρετή (1), καλοσύνη (1) 2. (συνεκδ.) λόγος, πράξη ή σκέψη που φανερώνει μοχθηρία: Αυτό ήταν μεγάλη ~ εκ μέρους του. Λέει/πετάει συνέχεια ~ες (για τους άλλους). Πβ. κακεντρέχεια, χολή. ● Υποκ.: κακιούλα (η): στη σημ. 2. ● ΦΡ.: η κακία θα σου μείνει!: ως απάντηση σε κάποιον που από κακία και μόνο αρνείται να προσφέρει τη βοήθειά του., κρατώ κακία σε κάποιον: θυμάμαι το κακό που μου έκανε και είτε του συμπεριφέρομαι με ψυχρότητα είτε περιμένω να του το ανταποδώσω: Δεν ~ ~ σε κανέναν! Μη μου κρατάς ~! ΣΥΝ. κακιώνω, μνησικακώ, το βαστάω (σε κάποιον), το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο), αργία μήτηρ πάσης κακίας βλ. αργία [< αρχ. κακία]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.