Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζηλωτής ζη-λω-τής ουσ. (αρσ.) , ζηλώτρια (η) (λόγ.) 1. άτομο που υπερασπίζεται με ενθουσιασμό και ζήλο ένα ιδανικό: ~ του νόμου/της πίστης (= υπέρμαχος). ΣΥΝ. θιασώτης, οπαδός 2. ΘΡΗΣΚ. (σπάν.-μτφ.) ακραίος και φανατικός υποστηρικτής θρησκευτικού δόγματος. Πβ. φονταμενταλιστής. [< αρχ. ζηλωτής, γαλλ. zélote, αγγλ. zealot]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.