ζητούμενο ζη-τού-με-νο ουσ. (ουδ.) {ζητουμέν-ου}: καθετί που τίθεται προς διερεύνηση, αναζήτηση ή απάντηση: περιγραφή/προσδιορισμός του ~ου. Η νίκη είναι το μοναδικό ~ για την ομάδα (πβ. στόχος). Η πάταξη της φοροδιαφυγής παραμένει το μέγα/μεγάλο ~ (πβ. επιδίωξη) για την κυβέρνηση. Το ~ (= αίτημα, αιτούμενο, πβ. επιθυμία) είναι να λυθεί το πρόβλημα.|| Ερευνητικά ~α (= desiderata). ~ο/~α του θέματος (στην Έκθεση)/σε μαθηματικό πρόβλημα. Τα δεδομένα και τα ~α της άσκησης. Πβ. ερώτημα. ● ΣΥΜΠΛ.: λήψη του ζητουμένου: ΦΙΛΟΣ. όρος της Λογικής που δηλώνει ότι κάποιος εκλαμβάνει το ζητούμενο ως αυταπόδεικτο αξίωμα. ● βλ. ζητώ [< αρχ. ζητούμενον, μτχ. παθ. εν. του ρ. ζητῶ]
ζήτω
ζήτω ζή-τω επιφών. {άκλ.}: για δήλωση ένθερμης αποδοχής ή υποστήριξης: ~! Κερδίσαμε! ~ (ΑΝΤ. έξω, κάτω) η δημοκρατία! Πβ. γιούπι, ολέ, τραλαλά. ΑΝΤ. ου2 ● Ουσ.: ζήτω (το): ζητωκραυγή, επιδοκιμασία: Την ανακοίνωση του αποτελέσματος διαδέχθηκαν τα ~ και οι πανηγυρισμοί. ΣΥΝ. επευφημία ΑΝΤ. γιούχα, γιουχάισμα ● ΦΡ.: δεν κάνει ούτε για ζήτω (για πρόσ., προφ.): είναι άχρηστος, δεν αξίζει τίποτα., ζήτω που καήκαμε! (ειρων.): για πολύ δύσκολη κατάσταση ή προδιαγεγραμμένη αποτυχία: Αν περιμέναμε από 'σένα να μας βοηθήσεις, ~ ~!, ούτε για ζήτω (προφ.): σε περιπτώσεις που κάτι δεν επαρκεί, δεν είναι αρκετό: Ο μισθός που παίρνει δεν του φθάνει ~ ~. ● βλ. ζω1 [< μτγν. ζήτω, γ’ πρόσ. προστ. εν. του ρ. ζῶ]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.