Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


ζουμπάς

ζουμπάς ζου-μπάς ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) ζουπάς 1. (προφ.-μειωτ.) (για άνθρωπο) πολύ κοντός. Βλ. ζούδι, σπόρι. ΣΥΝ. κοντοπίθαρος, κοντοστούπης, μικροκαμωμένος, νάνος (1), στούμπος (1) ΑΝΤ. λελέκι (1), ντερέκι 2. ΤΕΧΝΟΛ. εργαλείο για άνοιγμα οπών σε δερμάτινες ή μεταλλικές επιφάνειες ή για χτύπημα των κεφαλών καρφιών, ώστε να μην προεξέχουν: ηλεκτρικός ~ (αυτόματης επαναφοράς). Διάτρηση με ~ά. Βλ. ακίδα. [< τουρκ. zιmba]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.