ζυγαριά ζυ-γα-ριά ουσ. (θηλ.): όργανο για τη μέτρηση της μάζας ή κυρ. του βάρους ενός σώματος· κατ' επέκτ. το σύμβολο της δικαιοσύνης: επαγγελματική/εργαστηριακή/ηλεκτρονική ~. Φορητή ~ (πβ. παλάντζα). ~ κουζίνας/μπάνιου. Η ένδειξη της ~ιάς. Η ~ με δείχνει εξήντα κιλά. Ανέβηκε στη ~ (: για να ζυγιστεί). Βλ. καντάρι, σταθμά.|| (προφ.) Η βελόνα της ~ιάς έχει κολλήσει (: δεν χάνω κιλά).|| Στη ~ της Δικαιοσύνης/της Θέμιδος. ● ΣΥΜΠΛ.: ζυγαριά ακριβείας: ΤΕΧΝΟΛ. που υπολογίζει έως και μικρογραμμάρια: ψηφιακή ~ ~. ● ΦΡ.: βάζω (κάτι) στη ζυγαριά1. το ζυγίζω. 2. (μτφ.) εξετάζω προσεκτικά μια κατάσταση, συγκρίνοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της· σταθμίζω: Έβαλε ~ ~ (= ζύγιασε, υπολόγισε) τα υπέρ και τα κατά και αποφάσισε., η πλάστιγγα/η ζυγαριά/ο ζυγός γέρνει/κλίνει βλ. γέρνω [< μεσν. ζυγαριά]
γέρνω
γέρνωγέρ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έγειρα, γείρει, γερ-μένος, γέρν-οντας} 1. παίρνω ή κάνω κάτι να πάρει πλάγια θέση, κλίση: ~ αριστερά/δεξιά/μπροστά/πίσω. Το κορμί/ο κορμός/το σώμα ~ει προς τα εμπρός. Το δέντρο/το κλαδί/το κτίριο/το σκάφος ~ει. Έγειρε από το βάρος.|| Γείρε πάνω μου/στην αγκαλιά/στον ώμο μου (πβ. ακουμπώ, σκύβω). ~μένος πάνω στο μπαστούνι του/στον τοίχο (= ακουμπισ-, στηριγ-μένος, γερτός).|| Έγειρε το κεφάλι του (με κατανόηση)/στο πλάι. Γείρε λίγο την πόρτα (= μισόκλεισε, τράβα). Πρόσεξε μη γείρεις το πιάτο και χυθεί η σούπα!2. (λαϊκό) ξαπλώνω, πλαγιάζω: Έγειρε κι αποκοιμήθηκε. Στάσου να γείρω λίγο, να ξαποστάσω.3. (μτφ.) κλίνω, ρέπω: Η κυβέρνηση ~ει προς την απόφαση ... ~ει (επικίνδυνα) το ισοζύγιο κατά/υπέρ ... Πβ. τείνω. ● γέρνει: (μτφ.) (για ουράνιο σώμα) δύει: Έγειρε ο ήλιος. ● ΦΡ.: η πλάστιγγα/η ζυγαριά/ο ζυγός γέρνει/κλίνει (μτφ.): (σε περίπτωση ανταγωνισμού κατά τον οποίο) αρχίζει να υπερισχύει ένα από τα αντίπαλα μέρη: ~ ~ (συντριπτικά) προς το μέρος/την πλευρά μας. ~ ~ κατά/υπέρ του κόμματος/της παράταξης/της υποψηφιότητάς του ... ~ εις βάρος τους., χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει βλ. χέζω [< μεσν. γέρνω]
καντάρι
καντάρικα-ντά-ρι ουσ. (ουδ.) ΣΥΝ. στατήρας 1. (κυρ. παλαιότ.) ζυγαριά με δύο αλυσίδες, τα άκρα των οποίων φέρουν γάντζους. Βλ. παλάντζα, πλάστιγγα, σταθμά.2. (παλαιότ.) μονάδα βάρους ίση με σαράντα τέσσερις οκάδες. ● καντάρια (+ γεν., επιτατ.-λαϊκό): για μεγάλη ποσότητα: Χρειάζονται (πολλά) ~ δουλειάς/θάρρους για να τα καταφέρεις.|| (συνήθ. υβριστ.) Πόσα ~ βλάκας είσαι; Βλ. με το κιλό. ● ΦΡ.: με το καντάρι (λαϊκό): πάρα πολύ: γέλιο ~ ~! Λεφτά ~ ~ (= με τη σέσουλα/με το τσουβάλι)! Βρέχει/ρίχνει ~ ~ (= με το κανάτι/τουλούμι). [< μεσν. καντάρι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.