Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζυγαριά ζυ-γα-ριά ουσ. (θηλ.): όργανο για τη μέτρηση της μάζας ή κυρ. του βάρους ενός σώματος· κατ' επέκτ. το σύμβολο της δικαιοσύνης: επαγγελματική/εργαστηριακή/ηλεκτρονική ~. Φορητή ~ (πβ. παλάντζα). ~ κουζίνας/μπάνιου. Η ένδειξη της ~ιάς. Η ~ με δείχνει εξήντα κιλά. Ανέβηκε στη ~ (: για να ζυγιστεί). Βλ. καντάρι, σταθμά.|| (προφ.) Η βελόνα της ~ιάς έχει κολλήσει (: δεν χάνω κιλά).|| Στη ~ της Δικαιοσύνης/της Θέμιδος. ● ΣΥΜΠΛ.: ζυγαριά ακριβείας: ΤΕΧΝΟΛ. που υπολογίζει έως και μικρογραμμάρια: ψηφιακή ~ ~. ● ΦΡ.: βάζω (κάτι) στη ζυγαριά 1. το ζυγίζω. 2. (μτφ.) εξετάζω προσεκτικά μια κατάσταση, συγκρίνοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της· σταθμίζω: Έβαλε ~ ~ (= ζύγιασε, υπολόγισε) τα υπέρ και τα κατά και αποφάσισε., η πλάστιγγα/η ζυγαριά/ο ζυγός γέρνει/κλίνει βλ. γέρνω [< μεσν. ζυγαριά]

γέρνω

γέρνωγέρ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έγειρα, γείρει, γερ-μένος, γέρν-οντας} 1. παίρνω ή κάνω κάτι να πάρει πλάγια θέση, κλίση: ~ αριστερά/δεξιά/μπροστά/πίσω. Το κορμί/ο κορμός/το σώμα ~ει προς τα εμπρός. Το δέντρο/το κλαδί/το κτίριο/το σκάφος ~ει. Έγειρε από το βάρος.|| Γείρε πάνω μου/στην αγκαλιά/στον ώμο μου (πβ. ακουμπώ, σκύβω). ~μένος πάνω στο μπαστούνι του/στον τοίχο (= ακουμπισ-, στηριγ-μένος, γερτός).|| Έγειρε το κεφάλι του (με κατανόηση)/στο πλάι. Γείρε λίγο την πόρτα (= μισόκλεισε, τράβα). Πρόσεξε μη γείρεις το πιάτο και χυθεί η σούπα! 2. (λαϊκό) ξαπλώνω, πλαγιάζω: Έγειρε κι αποκοιμήθηκε. Στάσου να γείρω λίγο, να ξαποστάσω. 3. (μτφ.) κλίνω, ρέπω: Η κυβέρνηση ~ει προς την απόφαση ... ~ει (επικίνδυνα) το ισοζύγιο κατά/υπέρ ... Πβ. τείνω.γέρνει: (μτφ.) (για ουράνιο σώμα) δύει: Έγειρε ο ήλιος. ● ΦΡ.: η πλάστιγγα/η ζυγαριά/ο ζυγός γέρνει/κλίνει (μτφ.): (σε περίπτωση ανταγωνισμού κατά τον οποίο) αρχίζει να υπερισχύει ένα από τα αντίπαλα μέρη: ~ ~ (συντριπτικά) προς το μέρος/την πλευρά μας. ~ ~ κατά/υπέρ του κόμματος/της παράταξης/της υποψηφιότητάς του ... ~ εις βάρος τους., χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει βλ. χέζω [< μεσν. γέρνω]

καντάρι

καντάρικα-ντά-ρι ουσ. (ουδ.) ΣΥΝ. στατήρας 1. (κυρ. παλαιότ.) ζυγαριά με δύο αλυσίδες, τα άκρα των οποίων φέρουν γάντζους. Βλ. παλάντζα, πλάστιγγα, σταθμά. 2. (παλαιότ.) μονάδα βάρους ίση με σαράντα τέσσερις οκάδες. ● καντάρια (+ γεν., επιτατ.-λαϊκό): για μεγάλη ποσότητα: Χρειάζονται (πολλά) ~ δουλειάς/θάρρους για να τα καταφέρεις.|| (συνήθ. υβριστ.) Πόσα ~ βλάκας είσαι; Βλ. με το κιλό. ● ΦΡ.: με το καντάρι (λαϊκό): πάρα πολύ: γέλιο ~ ~! Λεφτά ~ ~ (= με τη σέσουλα/με το τσουβάλι)! Βρέχει/ρίχνει ~ ~ (= με το κανάτι/τουλούμι). [< μεσν. καντάρι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.