ζυμαρικά ζυ-μα-ρι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. ζυμαρικό}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ονομασία εδώδιμων προϊόντων, τα οποία παρασκευάζονται από σιμιγδάλι ή σιτάλευρο και νερό και αφήνονται να ξεραθούν: βιολογικά/χειροποίητα ~. ~ ολικής αλέσεως. Eίδη/σαλάτα/σουφλέ ~ών. Περιχύνω τα ~ με σάλτσα. Βλ. μακαρόνια, κανελόνια, κουρκουμπίνες, κριθαράκι, λαζάνια, λιγκουίνι, νιόκι, νουντλς, παπαρδέλα, πένες, πεπονάκι, ραβιόλια, ταλιατέλες, τορτελίνια, τραχανάς, τριβέλι, φαρφάλες, φετουτσίνι, φιδές, χυλοπίτες.|| (περιληπτ.) Ξεπλύντε το ~ό με κρύο νερό και στραγγίστε το. ΣΥΝ. πάστα (2)
μακαρόνια
μακαρόνια μα-κα-ρό-νια ουσ. (ουδ.) (τα) {μακαρονιών, σπάν. στον εν. μακαρόνι}: 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. είδος ζυμαρικών με σωληνοειδές σχήμα και το σχετικό φαγητό: χοντρά ~ (ΑΝΤ. σπαγγέτι). ~ για παστίτσιο. Ένα πακέτο ψιλά ~. Κοφτό/στριφτό ~ι. || ~ με κιμά/σάλτσα ντομάτα/τυρί. ~ αλ ντέντε/καρμπονάρα/πέστο/σουφλέ/φούρνου. Τα ~ λάσπωσαν.Πβ. μακαρονάδα. Βλ. λαζάνια, πάστα, ριγκατόνι, ταλιατέλες. 2. εναλλακτικό σωληνοεριδές βοήθημα πλεύσης: ~ι κολύμβησης (: αφρώδης σωλήνας επίπλευσης). ● Υποκ.: μακαρονάκι (το):κοφτό ~. [< βεν. macaroni (πληθ.)]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.