Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 15 εγγραφές  [0-15]


  • ζων [ζῶν] ζώσα, ζων επίθ. {ζώντος (θηλ. ζώσης) | ζώντες (ουδ. ζώντα), ζώντων} (λόγ.): που βρίσκεται στη ζωή, που υπάρχει· ζωντανός: ζων: άνθρωπος. Ζώσα: ενέργεια/ιστορία/παράδοση/πραγματικότητα. Ζων: σώμα. Μεταμόσχευση/προσφορά οργάνων από ζώντα δότη. (για υπόχρεο μειωμένης θητείας:) Πατέρας ενός ζώντος τέκνου. Ζώντα ζώα (π.χ. για πειραματικούς και επιστημονικούς σκοπούς)/φυτά.|| (ως ουσ.) Ζώντες και τεθνεώτες. ● ΣΥΜΠΛ.: ζώσα Εκκλησία: ΕΚΚΛΗΣ. τα εν ζωή μέλη της χριστιανικής Εκκλησίας. Βλ. θριαμβεύουσα Εκκλησία., ζων ύδωρ βλ. ύδωρ ● ΦΡ.: διά ζώσης (λόγ.): από κοντά: ~ ~ διδασκαλία/επικοινωνία. Η επιμόρφωση θα πραγματοποιηθεί τόσο ~ ~ όσο και εξ αποστάσεως. Πβ. πρόσωπο με πρόσωπο., ζώντος (κάποιου) (λόγ.): ενόσω βρίσκεται ή βρισκόταν στη ζωή: Ποιητική συλλογή που κυκλοφόρησε ~ του δημιουργού της., ψυχή ζώσα βλ. ψυχή [< αρχ. ζῶν]
  • ζωνάρι ζω-νά-ρι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) & (λαϊκότ.) ζουνάρι: φαρδιά ζώνη, συνήθ. από ύφασμα, που τυλίγεται γύρω από τη μέση: μεταξωτό ~. Ανδρική (παραδοσιακή) ενδυμασία με μακρύ μάλλινο ~. Βλ. λουρί, ζωστήρας. ● ΦΡ.: έχει λυμένο/λυτό το ζωνάρι του για καβγά: αναζητά αφορμή για καβγά, είναι έτοιμος να τσακωθεί, έχει εριστική διάθεση. Πβ. αρπάζομαι., το ζωνάρι της Παναγίας: το ουράνιο τόξο., σφίγγω το ζωνάρι (μου) βλ. σφίγγω [< μεσν. ζωνάρι]
  • ζώνη ζώ-νη ουσ. (θηλ.) {ζων-ών} 1. ταινία που συγκρατεί ή/και διακοσμεί τα ρούχα, καθώς τυλίγεται και δένεται γύρω από τη μέση και κατ' επέκτ. κάθε ανάλογος ιμάντας που εξυπηρετεί ειδικές ανάγκες ή χρησιμοποιείται για λόγους ασφαλείας: ανδρική/γυναικεία/δερμάτινη/υφασμάτινη ~ (βλ. ζωνάρι, ζωστήρας, λουρί). ~ παντελονιού. Αγκράφα/θήκη/κλιπ/πόρπη ~ης. Βλ. αξεσουάρ.|| Ελαστική ~. ~ αδυνατίσματος/αναρρίχησης/βαρών/εφίδρωσης/κατάδυσης/μασάζ. Πλαστική ~ μεταφοράς. (ΙΑΤΡ.) Ορθοπαιδική ~. ~ κήλης/κοιλιάς. (ΑΘΛ.) Κίτρινη/μπλε ~ (: το χρώμα υποδηλώνει επίπεδο στις πολεμικές τέχνες). (ΕΚΚΛΗΣ.) Ιερατική ~ (βλ. άμφια).|| (σε αυτοκίνητο) Η ~ σώζει ζωές. Βάλε τη ~ σου! Δεν φορούσε ~. (σε αεροπλάνο) Δέστε τη ~ σας πριν από την απογείωση/προσγείωση. Πβ. ~ ασφαλείας. 2. οριοθετημένη περιοχή στην οποία επικρατούν συγκεκριμένες συνθήκες: αλπική/αστική/διαχωριστική/διεθνής/επικίνδυνη/θαλάσσια/κτηνοτροφική/μεσογειακή/οικιστική/ορεινή/παραλιακή/προστατευόμενη ~. Τιμή ~ης ακινήτων. (ΦΥΣ.) ~ ακτινοβολίας. ~ δασών/(ΟΙΚΟΛ.) ειδικής προστασίας. (ΑΘΛ.) ~ επίθεσης. ~ (άμεσης/επείγουσας) προτεραιότητας/φόρτωσης (: στάθμευσης για φορτοεκφόρτωση). Χερσαία ~ λιμένος. ~ εξυπηρέτησης κοινού. ~ εφαρμογής μέτρων. Πάρκα και ~ες πρασίνου.|| (ΓΕΩΛ.) ~ σεισμικής επικινδυνότητας. Σεισμικές ~ες. Βλ. βιο~. 3. χρονικό διάστημα σε τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα: απογευματινή/νυχτερινή/παιδική ~. Βραδινή/πρωινή ~ ενημέρωσης. ~ υψηλής θεαματικότητας (πβ. πράιμ τάιμ). 4. (μτφ.) ανθρώπινο τείχος, κλοιός: Οι αστυνομικοί είχαν σχηματίσει ~ γύρω από το συνεδριακό κέντρο, για να εμποδίσουν τους διαδηλωτές. 5. ΓΕΩΓΡ. τμήμα της Γης μεταξύ δύο παραλλήλων, που χαρακτηρίζεται από ορισμένο κλίμα: (αντ)αρκτική/βόρεια και νότια εύκρατη/τροπική ή διακεκαυμένη ~. Η ~ του Ισημερινού. Κλιματικές ~ες.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ουράνιες ~ες. ● Υποκ.: ζωνάκι (το), ζωνίτσα (η), ζωνούλα (η): μόνο στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη: ΕΚΚΛΗΣ. της Θεοτόκου., άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη 1. ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο κ. το μπάσκετ) τακτική σύμφωνα με την οποία κάθε παίκτης που αμύνεται τοποθετείται στο γήπεδο με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτηρεί συγκεκριμένο τμήμα του αγωνιστικού χώρου: Η ομάδα έπαιζε με διπλή ~ ~. Βλ. μαν του μαν. 2. (κυρ. ως ζώνη άμυνας) έκταση, περιοχή στην οποία οργανώνεται η άμυνα μιας χώρας: κοινή ~ ~ για την Ευρώπη. [< 1: αγγλ. zone defense, 1927] , βιομηχανική ζώνη: χωροθετημένη περιοχή με συγκεκριμένες προδιαγραφές για τη λειτουργία βιομηχανικών εγκαταστάσεων: ~ ~ σιδήρου και χάλυβα. Βλ. βιομηχανικό πάρκο., ελεύθερη ζώνη 1. ΟΙΚΟΝ. περιοχή στην οποία η διακίνηση εμπορευμάτων δεν υπόκειται σε τελωνειακούς δασμούς: ~ ~ εμπορίου (συχνότ. ζώνη ελεύθερου εμπορίου)/λιμανιού. 2. τόπος απαλλαγμένος από κάτι: ~ ~ από μεταλλαγμένα/από πυρηνικά όπλα. Πβ. απαγορευμένη ζώνη. [< 1: αγγλ. free zone, 1900] , ζώνη αστεροειδών: ΑΣΤΡΟΝ. περιοχή του ηλιακού συστήματος ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, όπου βρίσκονται οι περισσότεροι γνωστοί αστεροειδείς. [< αγγλ. asteroid belt, 1952] , ζώνη ασφαλείας 1. (επίσ.) ιμάντας, κυρ. σε μέσο μεταφοράς, που σταθεροποιεί τον επιβάτη στη θέση του, προστατεύοντάς τον από πτώση ή ξαφνική και βίαιη μετατόπιση: ειδική/παιδική ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτου/οδηγού. Βλ. αερόσακος. 2. ελεγχόμενη και προστατευμένη περιοχή, όπου ισχύουν περιοριστικά μέτρα πρόσβασης: (ΣΤΡΑΤ.) εναέρια/θαλάσσια/χερσαία ~ ~. Αποχώρηση στρατευμάτων από τη ~ ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ρυθμίσεις ~ης ~ (: για το ίντερνετ). [< 1: αγγλ. safety belt 2: αγγλ. security zone] , ζώνη βλάστησης: ΟΙΚΟΛ. που έχει συγκεκριμένη χλωρίδα, η οποία καθορίζεται κυρ. από το υψόμετρο και από βιοκλιματικούς παράγοντες: παραμεσόγεια ~ ~. Βλ. οικότοπος, τούνδρα., ζώνη διέλευσης: ΤΗΛΕΠ. στενή ζώνη συχνοτήτων, μέσα από την οποία το σήμα περνά χωρίς αξιόλογη παραμόρφωση: ~ ~ γραμμής/φίλτρου.|| (γενικότ., στενό πέρασμα:) ~ ~ της οδού., ζώνη ελεύθερων συναλλαγών (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Z, E, Σ): ΟΙΚΟΝ. ενιαία αγορά με καθεστώς ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων, που συγκροτείται από δύο ή περισσότερα κράτη, τα οποία, ωστόσο, δεν υποχρεούνται να έχουν κοινό δασμολόγιο στις εμπορικές σχέσεις τους με τρίτες χώρες. Πβ. ελεύθερο εμπόριο. Βλ. Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών., ζώνη επιτήρησης & επιτηρούμενη ζώνη: οριοθετημένη περιοχή, όπου εφαρμόζονται ειδικά μέτρα ασφαλείας., ζώνη επιχειρήσεων: ΣΤΡΑΤ. περιοχή, συνήθ. σε εμπόλεμη σύρραξη, μέσα στα όρια της οποίας αναπτύσσεται πολεμική δράση. [< γαλλ. zone d'opérations] , ζώνη καινοτομίας: περιοχή που προσφέρεται για την εγκατάσταση επιχειρήσεων και ερευνητικών φορέων με καινοτόμες δράσεις., ζώνη οικιστικού ελέγχου (συντομ. ΖΟΕ): ΟΙΚΟΝ. εργαλείο για τον σχεδιασμό και τον έλεγχο του εξωαστικού χώρου που καθορίζει και θεσμοθετεί τις χρήσεις γης, τους όρους και περιορισμούς δόμησης και τους όρους προστασίας των βασικών υποδομών., ζώνη συχνοτήτων: ΤΗΛΕΠ. περιοχή φάσματος συχνοτήτων μεταξύ δύο οριακών τιμών: ~ ~ από τα οκτακόσια ενενήντα έως τα εννιακόσια δεκαπέντε MHz. Βλ. ευρυζωνικότητα., ζώνη ώρας & ωρολογιακή ζώνη & (σπάν.) ωριαία ζώνη: ΓΕΩΓΡ. καθεμία από τις είκοσι τέσσερις νοητές ζώνες πλάτους 15 μοιρών σε σχήμα γεωμετρικής ατράκτου, στις οποίες χωρίζεται η επιφάνεια της Γης και έχουν συμβατικά την ίδια ώρα: αλλαγή ~ης ~. Χώρες που ανήκουν σε διαφορετικές ~ες ~. ΣΥΝ. ωριαία άτρακτος [< αγγλ. time zone] , θεωρία των ζωνών & θεωρία των ενεργειακών ζωνών: ΦΥΣ. σύμφωνα με την οποία το ενεργειακό διάγραμμα των ηλεκτρονίων που συμμετέχουν στον σχηματισμό δεσμών μεταξύ των ατόμων ενός στερεού, έχει τη μορφή ενεργειακών ζωνών., μεθοριακή/(δια)συνοριακή ζώνη: έκταση κατά μήκος των συνόρων που υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς., μπλε ζώνη 1. (σε πόλη) χώρος στάθμευσης μόνιμων κατοίκων. 2. χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό ποσοστό μακροζωίας., νομισματική ζώνη: ΟΙΚΟΝ. ευρύτερη περιοχή (σε σύνολο χωρών) στην οποία οι συναλλαγές γίνονται με καθορισμένο κοινό νόμισμα., πράσινη ζώνη 1. ανοιχτή έκταση γύρω από πόλη, όπου απαγορεύεται η δόμηση. 2. (κ. με κεφαλ. Π, Ζ) περιοχή εμπόλεμης χώρας που ανακηρύσσεται από τον ΟΗΕ ουδέτερη και προστατευόμενη., στρατιωτική ζώνη: ΣΤΡΑΤ. οριοθετημένη έκταση που κατέχεται από στρατιωτικές δυνάμεις: κλειστή ~ ~., τελωνειακή ζώνη: ΟΙΚΟΝ. που βρίσκεται στη δικαιοδοσία των τελωνείων: ~ ~ (αερο)λιμένα. Είδη που εξάγονται σε ελεύθερη ~ ~ (= χωρίς δασμούς)., υγειονομική ζώνη: επιτηρούμενο όριο για την απομόνωση περιοχής, στην οποία έχει εκδηλωθεί επιδημία, και την προστασία των υπολοίπων: ~ ~ προστασίας προσφύγων. [< γαλλ. cordon sanitaire] , αιγιαλίτιδα ζώνη βλ. αιγιαλίτιδα, ακόρεστη ζώνη βλ. ακόρεστος, αντιπυρική ζώνη βλ. αντιπυρικός, απαγορευμένη ζώνη βλ. απαγορευμένος, αποκλειστική οικονομική ζώνη βλ. οικονομικός, αποπυρηνικοποιημένη ζώνη βλ. αποπυρηνικοποιημένος, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη βλ. αποστρατιωτικοποιώ, γκρίζες ζώνες/περιοχές βλ. γκρίζος, εμπόλεμη ζώνη βλ. εμπόλεμος, ευέλικτη ζώνη βλ. ευέλικτος, εύρος ζώνης βλ. εύρος, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ζώνη αγνότητας βλ. αγνότητα, ζώνη κορεσμού βλ. κορεσμός, ζώνη του ευρώ βλ. ευρώ, ζώνη του λυκόφωτος βλ. λυκόφως, ζώνη του πυρός βλ. πυρ, κατοικήσιμη ζώνη βλ. κατοικήσιμος, κόκκινη ζώνη βλ. κόκκινος, λευκή ζώνη βλ. λευκός, μαύρη ζώνη βλ. μαύρος, μικτή ζώνη βλ. μικτός, νεκρή ζώνη βλ. νεκρός, ουδέτερη ζώνη βλ. ουδέτερος, παράκτια ζώνη βλ. παράκτιος, συνορεύουσα ζώνη βλ. συνορεύει, σφαίρα/ζώνη επιρροής βλ. επιρροή ● ΦΡ.: χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. ζώνη, γαλλ.-αγγλ. zone, γαλλ. ceinture, αγγλ. band, belt]
  • ζωνοδέλφινο ζω-νο-δέλ-φι-νο ουσ. (ουδ.): ΙΧΘΥΟΛ. είδος δελφινιού (επιστ. ονομασ. Stenella coeruleoalba) που ζει στο ανοιχτό πέλαγος και συναντάται συχνά στην Ελλάδα. Βλ. μαυρο-, ρινο-, σταχτο-δέλφινο.
  • ζωνοπερατός , ή, ό ζω-νο-πε-ρα-τός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ζωνοπερατό φίλτρο: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. που επιτρέπει να περάσουν χωρίς παραμόρφωση μόνο σήματα, τα οποία περικλείονται σε ορισμένη ζώνη συχνοτήτων. [< αγγλ. band-pass filter, 1926]
  • ζωντάνεμα ζω-ντά-νε-μα ουσ. (ουδ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζωντανεύω: ~ (= αναβίωση, αναγέννηση) της παράδοσης/των τοπικών εθίμων. Το ~ (= αναζωογόνηση, τόνωση) της αγοράς/του τόπου/της υπαίθρου. Πρόταση για το ~ και την ανάπτυξη της περιφέρειας. Πβ. (νεκρ)ανάσταση. Βλ. ξανα~.|| Το ~ του παραμυθιού (πβ. δραματοποίηση).
  • ζωντανεύω ζω-ντα-νεύ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ζωντάν-εψα, -έψει, ζωντανεύ-οντας, ζωνταν-εμένος} 1. (μτφ.) αναζωογονώ, τονώνω: Η αντιδικία ~εψε (= ζωήρεψε) τη συζήτηση. Προϊόν που ~ει τα χρώματα του χαλιού (: τα κάνει πιο έντονα).|| Ο θαλασσινός αέρας με ~εψε (: ξαναγεννήθηκα, ξανάνιωσα). Πες κανένα ανέκδοτο να ~έψουμε (= ξυπνήσουμε) λίγο.|| Αν κλαδέψεις το φυτό, θα ~έψει (: θα φουντώσει). Το χωριό ~ει με τον ερχομό των τουριστών (: αποκτά ζωή, κίνηση). Με την ισοφάριση ο αγώνας ~εψε. 2. (μτφ.) αποδίδω, περιγράφω, απεικονίζω παραστατικά: Η τηλεοπτική σειρά ~ει μια ολόκληρη εποχή.|| Το παρελθόν ~ει (= αναβιώνει) στη μεγάλη οθόνη/στις σελίδες του βιβλίου/στη σκηνή. Η Αθήνα του μεσοπολέμου θα ~έψει μέσα από το πλούσιο εικονογραφικό υλικό. 3. επαναφέρω στη ζωή, στη θύμηση ή σε χρήση: Νομίζει πως με τα κλάματα θα τον ~έψει. Πβ. (νεκρ)ανασταίνω, ξανα~.|| (μτφ.) Η φρίκη ~ει. ~εψαν οι μνήμες.|| Θα ~έψει το αρχαίο θέατρο/το ιστορικό ξενοδοχείο (: θα λειτουργήσει ξανά). [< μεσν. ζωντανεύω]
  • ζωντάνια ζω-ντά-νια ουσ. (θηλ.) 1. ενεργητικότητα, ζωηρότητα: Μόλις έγινε καλά, απέκτησε και πάλι το κέφι και τη νεανική του ~ (βλ. όρεξη). Άτομο υποτονικό, χωρίς ίχνος ~ιας. Άνθρωπος γεμάτος ~. Πβ. δυναμισμός, ζωηράδα, ζωτικότητα. ΑΝΤ. νωχελικ-, παθητικ-ότητα.|| (κατ' επέκτ.) Σαμπουάν για λάμψη/όγκο και ~ στα μαλλιά. Η ~ των χρωμάτων (: είναι έντονα). 2. (μτφ.) η ιδιότητα που έχει κάτι να δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι ζωντανό, αληθινό: η ~ της αφήγησης/της περιγραφής (πβ. γλαφυρότητα, ευκρίνεια, παραστατικότητα· βλ. ύφος).
  • ζωντανό ζω-ντα-νό ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. {συνήθ. στον πληθ.} ζώο που εκτρέφεται για το κρέας του ή για γεωργικές εργασίες. Πβ. ζωντόβολο. Βλ. κατοικίδιο, κτήνος, υποζύγιο. 2. (μειωτ.) ηλίθιος, χαζός. Πβ. ανόητος, αφελής, βλάκας. [< 1: μεσν. ζωντανό]
  • ζωντανός , ή, ό ζω-ντα-νός επίθ. 1. που έχει ζωή: ~ός: ιστός/οργανισμός. ~ή: ύπαρξη. ~ό: ον/σώμα. ~ά: βακτήρια. Πβ. έμβιος. ΑΝΤ. άψυχος, νεκρός.|| ~ό δόλωμα (: με ~ά ψάρια, ΑΝΤ. ψόφια).|| (ΒΙΟΧ., με ~ούς μικροοργανισμούς:) ~ή: καλλιέργεια (ενζύμων). ~ό: γιαούρτι (= προβιοτικό)/εμβόλιο. 2. που παραμένει στη ζωή, που επιβιώνει: Ήταν/κρατήθηκε/έμεινε ~ για πέντε μέρες. Θάφτηκαν ~οί κάτω από μια χιονοστιβάδα. Εντοπίστηκε ~ από τα σωστικά συνεργεία. Βλ. νεκροζώντανος. ΑΝΤ. πεθαμένος.|| (μτφ.) ~ός: θρύλος/μύθος. ~ή: ανάμνηση/μνήμη/παράδοση. (σε αθλητικά κείμενα:) Η ομάδα έμεινε ~ή στη μάχη του τίτλου. ~οί για την πρόκριση. 3. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει ζωντάνια, ενεργητικότητα· δραστήριος: ~ός: θεσμός/φορέας/χώρος. ~ό: κίνημα. Μία σύγχρονη και ~ή πόλη. Η σχολική βιβλιοθήκη ως ~ό κύτταρο γνώσης. Οι ~ές δυνάμεις της κοινωνίας. Έχει ~ή παρουσία στο δημοτικό συμβούλιο. Πβ. ενεργητικός.|| (για πρόσ.) Είναι ένας ~ άνθρωπος, με πολλά ενδιαφέροντα και ευαισθησίες. Βλ. νωχελικός. 4. (μτφ.) παραστατικός, έντονος, ζωηρός: ~ός: διάλογος/λόγος. ~ή: αφήγηση/περιγραφή (= γλαφυρή, ρεαλιστική, πβ. ολοζώντανος).|| ~ά: χρώματα (: λαμπερά, φωτεινά, ΑΝΤ. ξεθωριασμένα). 5. που εμπεριέχει τη φυσική παρουσία· πραγματικός, υπαρκτός, άμεσος: ~ό: ακροατήριο. ~ή: επικοινωνία με το κοινό/υποστήριξη πελατών μέσω της ιστοσελίδας. Κέντρο με ~ή μουσική. Οι ευχαριστημένοι πελάτες αποτελούν τη ~ή διαφήμιση του μαγαζιού μας. 6. που μεταδίδεται σε πραγματικό χρόνο, απευθείας ή καταγράφεται σε πραγματικές συνθήκες: ~ή: εκπομπή/μετάδοση του αγώνα. ~ό: (ραδιοφωνικό/τηλεοπτικό) πρόγραμμα. ΑΝΤ. μαγνητοσκοπημένος.|| ~ή: ηχογράφηση της συναυλίας (: όχι σε στούντιο). ΣΥΝ. λάιβ 7. (μτφ.) φρέσκος ή ωμός: Τα ψάρια είναι ~ά! ΑΝΤ. μπαγιάτικος. 8. (μτφ.) επίκαιρος: ~ό ζήτημα/θέμα με διεθνείς διαστάσεις. ● Ουσ.: ζωντανοί (οι): οι άνθρωποι που είναι στη ζωή: Οι ~ με τους ~ούς κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. ● επίρρ.: ζωντανά: στη σημ. 6: Το παιχνίδι μεταδίδεται ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ζωντανή γλώσσα βλ. γλώσσα, ζωντανό απολίθωμα βλ. απολίθωμα, ζωντανό παράδειγμα βλ. παράδειγμα, ζωντανός βράχος βλ. βράχος ● ΦΡ.: ζωντανός νεκρός (μτφ.): που έχει χάσει το ενδιαφέρον του για τη ζωή. Βλ. ζόμπι., είναι ζωντανή/κινητή βιβλιοθήκη/εγκυκλοπαίδεια βλ. εγκυκλοπαίδεια, θα σε γδάρω ζωντανό! βλ. γδέρνω, κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή βλ. κρατώ [< μεσν. ζωντανός, αγγλ. live, γαλλ. vivant]
  • ζωντόβολο ζω-ντό-βο-λο ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.-υβριστ.) αδέξιος, με μειωμένη αντιληπτική ικανότητα· ηλίθιος, βλάκας. Πβ. άξεστος, ζώο. ΣΥΝ. ανόητος, μπουνταλάς (1) ΑΝΤ. έξυπνος (1), εύστροφος 2. (σπάν.-λαϊκό) ζώο που χρησιμοποιείται σε γεωργικές εργασίες, κυρ. το γαϊδούρι. ΣΥΝ. ζωντανό (1) [< μεσν. ζωντόβολον]
  • ζωντοχήρα ζω-ντο-χή-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.): γυναίκα που έχει χωρίσει, με διαζύγιο, από τον σύζυγό της, ο οποίος ακόμα ζει. Πβ. διαζευγμένη, χωρισμένη. ● βλ. ζωντοχήρος
  • ζωντοχήρος [ζωντοχῆρος] ζω-ντο-χή-ρος ουσ. (αρσ.) (προφ.) : άνδρας που έχει χωρίσει, με διαζύγιο, από τη σύζυγό του, η οποία βρίσκεται ακόμη εν ζωή. Πβ. διαζευγμένος, χωρισμένος.
  • ζώνω ζώ-νω ρ. (μτβ.) {έζω-σα, ζώ-στηκα, ζω-στεί, ζω-σμένος, ζών-οντας} (λαϊκό) 1. (μτφ.-λογοτ.) περικυκλώνω, περιβάλλω: Οι φλόγες της φωτιάς ~σαν (= τύλιξαν) το κτίριο. Περιοχή ~σμένη από βουνά/δάσος/θάλασσα. Πβ. κυκλώνω, περι~. 2. {συνήθ. μεσοπαθ.} δένω κάτι γύρω από τη μέση μου: ~στηκε (με) το σκοινί και ξεκίνησε την κατάβαση (πβ. βάζω, φορώ). ~σμένος (με) εκρηκτικά (βλ. καμικάζι).ζώνει (μτφ.): (για δυσάρεστο συναίσθημα) κυριεύει, κατέχει: Τον ~σε (= κατέλαβε) η αγωνία. ΣΥΝ. διακατέχει ● ΦΡ.: με ζώνουν τα (μαύρα) φίδια (μτφ.-προφ.): με κυριεύει ανησυχία, φόβος ή υποψία: Όταν είδε ότι καθυστερεί, τον ζώσανε ~ ~. [< μεσν. ζώνω]
  • ζώνωση ζώ-νω-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): (υπο)διαίρεση σε ζώνες, ειδικότ. διευθέτηση των χρήσεων γης σε προστατευόμενες περιοχές: ~ ποταμών.|| Χάρτης σεισμικής ~ης. [< αγγλ. zoning, 1912, γαλλ. zonage, 1951]

αγνότητα

αγνότητα [ἁγνότητα] α-γνό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ηθική καθαρότητα, αθωότητα: παιδική ~. Η ~ του βλέμματος/των συναισθημάτων/του χαρακτήρα/της ψυχής.|| (ΘΕΟΛ.) Ο λευκός κρίνος, το σύμβολο της ~ας. Βλ. -ότητα. 2. (για προϊόν) υψηλή ποιότητα, γνησιότητα: ~ γλυκών/υλικών. Πρότυπα ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: ζώνη αγνότητας: ΙΣΤ. ειδική ζώνη με κλειδαριά ασφαλείας που χρησιμοποιήθηκε κατά τους μεσαιωνικούς κυρ. χρόνους για παρεμπόδιση της γυναίκας από τη σεξουαλική πράξη. [< γαλλ. ceinture de chasteté] [< μτγν. ἁγνότης]

αερόσακος

αερόσακος [ἀερόσακος] α-ε-ρό-σα-κος ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. σάκος που φουσκώνει αυτόματα σε περίπτωση σύγκρουσης, για να προστατεύσει τον οδηγό και τους επιβάτες γιωταχί από βαρύ τραυματισμό: μπροστινός ~. Πλευρικοί ~οι. ~ συνοδηγού. Αισθητήρας/(απ)ενεργοποίηση ~ου. ~οι τύπου κουρτίνας. Βλ. παθητική ασφάλεια, προεντατήρας. 2. (σπάν.-μτφ.) οτιδήποτε ή οποιοσδήποτε παρέχει προστασία: Ανέλαβε να παίξει τον ρόλο του "~ου". [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. airbag, 1970, ιταλ. ~, 1989, γαλλ. ~, 1992]

αιγιαλίτιδα

αιγιαλίτιδα [αἰγιαλίτιδα] αι-γι-α-λί-τι-δα επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιγιαλίτιδα ζώνη & (λόγ.) αιγιαλίτις ζώνη: ΝΟΜ. το παράκτιο τμήμα μιας χώρας μαζί με τον αντίστοιχο εναέριο και υποθαλάσσιο χώρο, στο οποίο το κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία. Βλ. υφαλοκρηπίδα. ΣΥΝ. χωρικά ύδατα [< μτγν. αἰγιαλῖτις]

ακόρεστος

ακόρεστος, η, ο [ἀκόρεστος] α-κό-ρε-στος επίθ. 1. (λόγ.) που δεν έχει ή δεν μπορεί να κορεστεί ή να ικανοποιηθεί: ~ος: καταναλωτής. ~η: πείνα.|| (μτφ.) ~ος: εγωισμός/πόθος (= αδηφάγος). ~η: ανάγκη/απληστία/βουλιμία (για εξουσία)/διάθεση (για ζωή)/δίψα (για μάθηση)/επιθυμία/μανία (για εκδίκηση)/όρεξη (για δημιουργία)/περιέργεια/σεξουαλικότητα/φιλοδοξία. ~ο: πάθος (βλ. άσβεστος). 2. ΧΗΜ. (για διάλυμα) που περιέχει μικρότερη ποσότητα διαλυτής ουσίας από όση μπορεί να διαλυθεί σε αυτό. ΑΝΤ. κορεσμένος (2) ● επίρρ.: ακόρεστα ● ΣΥΜΠΛ.: ακόρεστα λιπαρά οξέα: ΧΗΜ. των οποίων η ανθρακική αλυσίδα έχει έναν ή περισσότερους ακόρεστους δεσμούς μεταξύ των ανθράκων. Βλ. μονοακόρεστα λιπαρά οξέα., ακόρεστα λίπη: ΧΗΜ. λιπαρά οξέα που περιέχουν στο μόριό τους τέσσερα ως είκοσι άτομα άνθρακα με έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς: Διατροφή πλούσια σε φρούτα, λαχανικά και ~ ~. Τα ~ ~ περιέχονται σε ψάρια και φυτικά προϊόντα. Βλ. πολυακόρεστα λίπη., ακόρεστη ένωση: ΧΗΜ. οργανική ένωση, το μόριο της οποίας περιέχει άτομα άνθρακα με έναν τουλάχιστον πολλαπλό δεσμό., ακόρεστη ζώνη: ΓΕΩΛ. που βρίσκεται μεταξύ της επιφάνειας της Γης και του υδροφόρου ορίζοντα. ΑΝΤ. ζώνη κορεσμού, ακόρεστοι υδρογονάνθρακες: ΧΗΜ. οργανικές ενώσεις που αποτελούνται από άτομα άνθρακα και υδρογόνου με κύριο χαρακτηριστικό την παρουσία ενός ή περισσοτέρων ακόρεστων διπλών ή τριπλών δεσμών μεταξύ των ατόμων του άνθρακα. Βλ. αλκαδιένια, αλκένια, αλκίνια., ακόρεστος δεσμός: ΧΗΜ. που αποτελείται από δύο ή τρία κοινά ζεύγη ηλεκτρονίων, συνδέει δύο άτομα και αποκαλείται αντίστοιχα διπλός ή τριπλός. [< 1: αρχ. ἀκόρεστος 2: γαλλ. insaturé, αγγλ. unsaturated]

αντιπυρικός

αντιπυρικός, ή, ό [ἀντιπυρικός] α-ντι-πυ-ρι-κός επίθ. (λόγ.) 1. που προλαμβάνει την πυρκαγιά, προστατεύει από αυτή ή περιορίζει την επέκτασή της: ~ός: σχεδιασμός. ~ή: αντοχή (= πυραντοχή)/ασφάλεια (= πυρασφάλεια)/περίοδος/προστασία. ~ά: έργα/μέτρα. 2. (ειδικότ.) που έχει περιορισμένη ή μηδενική ευφλεκτότητα ή συντελεί σε αυτή(ν): ~ός: εξοπλισμός. ~ή: κουβέρτα/στολή. ~ό: υγρό. ~ές: πόρτες. Τα ~ά υλικά είναι πυράντοχα ή βραδύκαυστα. Πβ. άκαυστος, άφλεκτος. ● ΣΥΜΠΛ.: αντιπυρική ζώνη 1. φυσική ή τεχνητή λωρίδα εδάφους χωρίς βλάστηση ή άλλα εύφλεκτα υλικά, ώστε να εμποδίζεται η εξάπλωση πυρκαγιάς: δασική ~ ~. ~ ~ και μέτρα πυροπροστασίας. Διάνοιξη ~ών ~ών. Βλ. αντιπύρ. 2. ΠΛΗΡΟΦ. & αντιπυρικός τοίχος: πύλη δικτύου ή λογισμικό που προστατεύει ένα υποδίκτυο ή κόμβο από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση. [< 1: αγγλ. firebreak 2: αγγλ. firewall, 1974]

αξεσουάρ

αξεσουάρ [ἀξεσουάρ] α-ξε-σου-άρ ουσ. (ουδ.) {άκλ., κυρ. στον πληθ.}: συμπληρωματικό εξάρτημα συσκευής, μηχανήματος ή συνοδευτικό στοιχείο της αμφίεσης και γενικότ. της εμφάνισης: ~ αυτοκινήτου/γραφείου/κινητών/μπάνιου/ταξιδιού. Ανταλλακτικά και ~. Βλ. γκάτζετ.|| Ενδυματολογικό ~. Ανδρικά/γυναικεία ~ (π.χ. γάντια, ζώνη, καπέλο). ~ μαλλιών/μόδας/ομορφιάς. Ένδυση-υπόδηση-~. Πβ. παρελκόμενα. [< γαλλ. accessoire]

απαγορευμένος

απαγορευμένος, η, ο [ἀπαγορευμένος] α-πα-γο-ρευ-μέ-νος επίθ.: που απαγορεύεται ή έχει απαγορευτεί: ~ος: έρωτας. ~η: διαφήμιση/περιοχή/πρόσβαση. ~ο: βιβλίο. ~ες: λέξεις/ουσίες. ~α: όπλα. Αυστηρά ~ο από τον νόμο. Πβ. ανεπίτρεπτος.|| (ως ουσ.) Το ~ο είναι και το πιο γλυκό. ● ΣΥΜΠΛ.: απαγορευμένη ζώνη: περιοχή στην οποία η είσοδος είναι ελεγχόμενη και κατ' επέκτ. επίφοβη: Ολόκληρη η πόλη θα μετατραπεί σε ~ ~ λόγω του αστυνομικού κλοιού. ~ ~ για τα μεταλλαγμένα (βλ. ελεύθερη ζώνη).|| Η περιοχή αποτελεί ~ ~ για τους τουρίστες, εξαιτίας της συνεχιζόμενης ανασφάλειας., απαγορευμένος καρπός/απαγορευμένο φρούτο (μτφ.-συχνά ειρων.): καθετί ευχάριστο και δελεαστικό που δεν είναι δυνατόν ή δεν επιτρέπεται να απολαύσει κάποιος: ο ~ ~ της γνώσης. ● βλ. απαγορεύω [< αρχ. ἀπηγορευμένος, γαλλ. interdit, prohibé]

απολίθωμα

απολίθωμα [ἀπολίθωμα] α-πο-λί-θω-μα ουσ. (ουδ.) {απολιθώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. υπόλειμμα ή ίχνος ζωικού ή φυτικού οργανισμού παλαιότερης γεωλογικής περιόδου, το οποίο διατηρήθηκε σε ιζηματογενές πέτρωμα και με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε πέτρα, καθώς ανόργανες ουσίες κατέλαβαν τον χώρο των οργανικών: θαλάσσια ~ατα. ~ ανθρώπου/δεινόσαυρου/εντόμου/θηλαστικού/μαμούθ/ψαριού. ~ατα φύλλων. 2. (μτφ.) ξεπερασμένη αντίληψη ή μέθοδος: ιστορικό/νομικό ~. Απόψεις που αποτελούν ~ατα του παρελθόντος. Πβ. απομεινάρι. 3. ΓΛΩΣΣ. γλωσσικό κατάλοιπο σε παγιωμένη μορφή (λ.χ. υπό μάλης). ● ΣΥΜΠΛ.: ζωντανό απολίθωμα: ζωικός ή φυτικός οργανισμός που έχει διατηρήσει τα χαρακτηριστικά των μακρινών προγόνων του, οι οποίοι είναι σήμερα γνωστοί μόνο με τη μορφή απολιθωμάτων. [< αγγλ. living fossil, 1922] [< γαλλ. fossile]

αποπυρηνικοποιημένος

αποπυρηνικοποιημένος, η, ο [ἀποπυρηνικοποιημένος] α-πο-πυ-ρη-νι-κο-ποι-η-μέ-νος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αποπυρηνικοποιημένη ζώνη: ΣΤΡΑΤ. περιοχή στην οποία δεν επιτρέπεται η παρουσία ή χρήση πυρηνικών όπλων και δυνάμεων. Πβ. αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. [< γαλλ. dénucléarisé, περ. 1957]

αποστρατιωτικοποιώ

αποστρατιωτικοποιώ [ἀποστρατιωτικοποιῶ] α-πο-στρα-τι-ω-τι-κο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {αποστρατιωτικοποι-εί, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} & αποστρατικοποιώ: ΣΤΡΑΤ. απομακρύνω τις στρατιωτικές δυνάμεις και τον πολεμικό εξοπλισμό από περιοχή. ΑΝΤ. στρατιωτικοποιώ (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη: στην οποία απαγορεύεται η παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων και η διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων. Πβ. αποπυρηνικοποιημένη ζώνη. [< αγγλ. demilitarized zone] [< γαλλ. démilitariser, αγγλ. demilitarize]

βράχος

βράχος βρά-χος ουσ. (αρσ.) {βράχοι κ. βράχια (τα)} 1. σκληρή και συμπαγής ορυκτή μάζα: απότομος/φυσικός/ψηλός ~. Αναρρίχηση ~ου. Κατολισθήσεις/πτώσεις ~ων. Εκκλησάκι πάνω στον ~ο/στους πρόποδες του ~ου. Το κοίλο του θεάτρου είναι λαξευμένο στον ~ο. Σκαρφάλωσε στον ~ο. 2. (μτφ., για πρόσ.) σταθερός, συνεπής, ανυποχώρητος στις απόψεις και στις αξίες του: ~ ηθικής. Τον πίεσαν, προσπάθησαν να τον δωροδοκήσουν, αλλά αυτός ~. Βλ. αγκωνάρι.βράχια (τα): βραχώδης έκταση στην ξηρά ή μέσα στη θάλασσα: ~ της ακτής. Βουτιές από τα ~.|| Παραλίες με άμμο και βότσαλα ή ~. Πβ. σκόπελος, ύφαλος. ● Υποκ.: βραχάκι (το): Βλ. βραχάκια. ● ΣΥΜΠΛ.: ζωντανός βράχος: που προέρχεται από ύφαλο ωκεανού και εισάγεται σε ενυδρείο αλμυρού νερού, όπως βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον, δηλ. καλυμμένος με αποικίες μικροοργανισμών. [< αγγλ. live rock] , ο Ιερός Βράχος: η Ακρόπολη., βράχος ακλόνητος βλ. ακλόνητος [< μεσν. βράχος]

γδέρνω

γδέρνω γδέρ-νω ρ. (μτβ.) {έγδαρα, γδάρ-θηκε, -θεί, -μένος, γδέρν-οντας} 1. προκαλώ εκδορές στο δέρμα: Έγδαρε το χέρι του. ~θηκε στο καρφί/στον τοίχο. ~μένα: γόνατα. Πβ. γρατζουνώ. 2. (κατ' επέκτ.) χαράζω μια επιφάνεια: Σκούπα που δεν ~ει τα ξύλινα πατώματα. Το τραπέζι ~θηκε στη μετακόμιση.|| (μτφ.) Ο βήχας μού έχει γδάρει τον λαιμό (= ερεθίσει). 3. αφαιρώ το δέρμα νεκρού ζώου με αιχμηρό όργανο: Έγδαραν τα θηράματα. 4. (μτφ.) χρεώνω κάποιον με πολύ υψηλό ποσό, τον εξαντλώ οικονομικά: Μας έγδαραν κανονικά/στην κυριολεξία (π.χ. για ακριβό εστιατόριο). Πβ. γδύνω, κατα-κλέβω, -ληστεύω, μαδώ. ● ΦΡ.: θα σε γδάρω ζωντανό! (απειλητ.): για εκφοβισμό ή αποτροπή: Αν κάτι πάει στραβά, ~ ~, κακομοίρη μου! ΣΥΝ. θα σε κρεμάσω (ανάποδα)! [< μεσν. γδέρνω]

γκρίζος

γκρίζος, α, ο γκρί-ζος επίθ. 1. που έχει γκρι χρώμα: ~ο: άλογο. ~α: μαλλιά (βλ. γκριζομάλλης)/σύννεφα (: που προμηνύουν βροχή). Πβ. λευκόφαιος, σταχτής, τεφρός, φαιός, ψαρός.|| ~α: κτίρια. 2. (μτφ.) μουντός, μελαγχολικός, πληκτικός: ~ο: πρωινό. ~ες: μέρες. Πβ. ασπρόμαυρος, καταθλιπτικός, μονότονος. 3. (μτφ.) ακαθόριστος, ασαφής, ενδιάμεσος: ~α: κατάσταση. ~α: σημεία. ● Ουσ.: γκρίζο (το): το αντίστοιχο χρώμα: το ~ των μεγαλουπόλεων (: από τα καυσαέρια και το τσιμέντο). Πβ. ανθρακί, ασημί, μολυβί, σταχτί.|| (στον πληθ.) Φόρεσε τα ~α (ενν. ρούχα). ● Υποκ.: γκριζάκι (το), γκριζούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: γκρίζες ζώνες/περιοχές 1. ΠΟΛΙΤ. που βρίσκονται στα σύνορα μεταξύ δύο (ή περισσότερων) κρατών και η κυριότητά τους αμφισβητείται, συνήθ. από το κράτος που τις διεκδικεί. Βλ. (εθνικός) εναέριος χώρος, υφαλοκρηπίδα. 2. (μτφ.) ασαφείς, ενδιάμεσες, μη ξεκάθαρες καταστάσεις: εφαρμογή της νομοθεσίας χωρίς ~ ~ (: αμφισβητήσεις, διακρίσεις, αποκλεισμούς) και "παραθυράκια"., γκρίζο νερό: ΟΙΚΟΛ. που εκρέει κυρ. από νιπτήρες, νεροχύτες, ντους και πλυντήρια και χρησιμοποιείται ξανά για διάφορες χρήσεις: Συστήματα ανακύκλωσης ~ου ~ού. [< αγγλ. grey water, 1970] , γκρίζα βιβλιογραφία βλ. βιβλιογραφία, γκρίζα διαφήμιση βλ. διαφήμιση, γκρίζο χρήμα βλ. χρήμα [< 1: ιταλ. grigio 2,3: αγγλ. grey]

γλώσσα

γλώσσα [γλῶσσα] γλώσ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ης | -ες, -ών} 1. ΓΛΩΣΣ. φωνητικο-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων μιας κοινότητας ανθρώπων για τη διατύπωση ή ανταλλαγή σκέψεων και πληροφοριών, καθώς και για την παγίωση και μετάδοση από γενιά σε γενιά εμπειρίας και γνώσης, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες, καθορίζεται κοινωνικά και υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη: αγγλική/αρχαία/βοηθητική/δημοτική/διεθνής/εθνική/ελληνική/μεσαιωνική/τοπική ~. Διάλεκτοι/ιδιωματισμοί/λέξεις (βλ. λεξιλόγιο)/μονάδες (βλ. φώνημα, μόρφημα)/μορφολογία (βλ. γραμματική) της ~ας. Ιστορία/προέλευση/σύνταξη μιας ~ας. Ανάλυση/γνώση/διδακτική/κακοποίηση/κωδικοποίηση/περιγραφή/προστασία/τυποποίηση (βλ. νόρμα)/χρήση της ~ας. Αδελφές/άκλιτες/ανάμικτες (βλ. κρεολή, λίνγκουα φράνκα, πίτζιν)/ασθενείς/ειδικές/ισχυρές/κλασικές/κλιτές/μειονοτικές/ξένες/συγγενικές/τονικές (βλ. κινέζικα) ~ες. Εργαστήριο/τυπολογία ~ών. Επαφή των ~ών. Διδάσκω μια ~. Λεξικό της ...~ας. Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης ~ας. Μεταγραφή σε μια ~ (βλ. γκρίκλις). Μεταφράζω από μια ~ προς/σε μια άλλη. Μιλώ δύο/πολλές ~ες (βλ. δί-, πολύ-γλωσσος, γλωσσομάθεια). Βλ. λόγος, μεταγλώσσα, (συν)ομιλία, πρωτόγλωσσα.|| (με κεφαλ. Γ, το αντίστοιχο μάθημα) Η ~ της Γ' τάξης. 2. (ειδικότ.) ο προφορικός ή γραπτός λόγος, ο τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας ηλικιακής, κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας, μιας επιστήμης ή εποχής: ανεπίσημη/απλή/αρχαΐζουσα/δημώδης/δόκιμη/ειδική (βλ. ζαργκόν)/επίσημη/επιστημονική/ιδιωματική/καθημερινή/καλλιεργημένη/κοινή/λαϊκή/λόγια/ομιλούμενη/παιδική/ποιητική/πρότυπη/σύγχρονη/τεχνική ~. ~ διδασκαλίας/επικοινωνίας/εργασίας. Η ~ του διαδικτύου/της διαφήμισης/του Δικαίου/των ειδήσεων/της λογοτεχνίας/της μετάφρασης/των ΜΜΕ/των νέων (βλ. κοινωνιόλεκτος)/της πιάτσας (βλ. αργκό)/ενός ποιητή (βλ. ιδιόλεκτος, στιλ, ύφος)/των πολιτικών/της τεχνολογίας. Ανεπαρκές/ικανοποιητικό επίπεδο ~ας. Η μουσικότητα της ~ας. Γράφω/διαβάζω/εκφράζομαι/επικοινωνώ/λέω κάτι σε μια ~. ~ και γραμματεία/ιδεολογία/κοινωνία/πολιτισμός/φύλο.|| Αγοραία/ανεπιτήδευτη/αυστηρή/αφηρημένη/βρόμικη/γλαφυρή/κατανοητή/κομψή/κυνική/κυριολεκτική/μεταφορική/περίτεχνη/πικρή/πλούσια/πρόστυχη/ρέουσα/σεξιστική/στρυφνή/στρωτή/συμβολική (: αλληγορική)/σύνθετη/χυδαία (βλ. λέξη ταμπού)/ωμή ~. Χρησιμοποίησε σκληρή ~. Έχει φαρμακερή ~ (: είναι φαρμακόγλωσσος). Βλ. βρομόγλωσσα.|| (μτφ.) Τρέχει η ~ του νεράκι (: μιλά με ευχέρεια). Βλ. διατύπωση. 3. ευκίνητο μακρόστενο μυώδες όργανο στη στοματική κοιλότητα και συνεκδ. οτιδήποτε έχει το συγκεκριμένο σχήμα: η διχαλωτή ~ του φιδιού. Η τραχιά ~ της γάτας. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσια/βοδινή ~.|| Άσπρη/ροδαλή ~. Ο βλεννογόνος/οι θηλές/η κορυφή/η ρίζα/ο χαλινός της ~ας. Η ~ ως όργανο της γεύσης/της ομιλίας (βλ. αρθρωτής). Ξεράθηκε/στέγνωσε η ~ μου. Δάγκωσα/έκαψα τη ~μου. Πλαταγίζω τη ~ μου. Γλείφω με τη ~.|| Η ~ της καμπάνας/της κλειδαριάς (βλ. γλωσσίδι)/του κουδουνιού/του παπουτσιού. ~ες γης/στεριάς (βλ. λωρίδα, μύτη)/φωτιάς (βλ. φλόγα). 4. (μτφ.) μη λεκτικός τρόπος έκφρασης ή/και επικοινωνίας: η ~ της αγάπης/της αλήθειας/των αριθμών/της βίας/της εξουσίας/της ζωγραφικής/της καρδιάς/του κινηματογράφου/της λογικής/των λουλουδιών/των ματιών/της μουσικής/του χορού/του χρήματος/των χρωμάτων. Η ~ των ζώων/των μελισσών/των πουλιών.|| Η ~ του σώματος. Βλ. παρα~.|| ~ (των) σφυριγμάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες υπολογιστή. ~ HTML. Βλ. ψευδο~. 5. ΙΧΘΥΟΛ. θαλάσσιο ψάρι (οικογ. Soleidae) με ωοειδές πλατύ σώμα, λευκή εύγευστη σάρκα και μικρά, σκληρά λέπια: ~ καπνιστή. Φιλέτα ~ας. Βλ. ιππόγλωσσα. 6. ΦΙΛΟΛ. (σπανιότ.) απαρχαιωμένη ή άγνωστη λέξη ή έκφραση που χρειάζεται ερμηνεία (γλῶττα). ● Υποκ.: γλωσσίτσα (η) & γλωσσούλα (η) & γλωσσάκι (το): Βγάζει τη ~ του.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει κοφτερή ~! (: είναι ετοιμόλογος, καυστικός). ● Μεγεθ.: γλωσσάρα (η): (προφ.) Ο σκύλος τους έχει μία ~ να!|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει μια ~ ίσαμε το μπόι του! (: είναι πολύ αναιδής). ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα μηχανής: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα δυαδικών εντολών που είναι άμεσα εκτελέσιμες από τον επεξεργαστή: μετάφραση προγράμματος σε ~ ~. Βλ. κωδικοποίηση, συμβολική γλώσσα. [< αγγλ. machine language, 1971] , γλώσσα προγραμματισμού: ΠΛΗΡΟΦ. τυπικό σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: συναρτησιακές ~ες ~. ~ες ~ υψηλού/χαμηλού επιπέδου. [< αγγλ. programming language, 1959] , δεύτερη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή που μαθαίνεται και χρησιμοποιείται από μη μητρικούς ομιλητές: η Ελληνική ως ~ ~. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα., Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών: η 26η Σεπτεμβρίου που καθιερώθηκε με αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (2001), προκειμένου να αντιληφθεί ο κόσμος τη σημασία της διά βίου εκμάθησης γλωσσών και να συνειδητοποιήσει τη γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης. [< αγγλ. European Day of Languages] , ζωντανή γλώσσα 1. που έχει φυσικούς ομιλητές, που ομιλείται σε συγχρονικό επίπεδο: ~ές και νεκρές γλώσσες.|| Η ~ ~ του λαού (: η δημοτική σε αντιδιαστολή με την καθαρεύουσα). 2. έντονο, ζωηρό ύφος. [< γαλλ. langue vivante] , η γλώσσα της σιωπής (μτφ.): μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο μπορεί να δηλωθεί συγκατάβαση, συγκατάθεση, θαυμασμός, σεβασμός ή περιφρόνηση: Απάντησε με τη ~ ~ (πβ. η σιωπή μου προς απάντησή σου). [< αγγλ. the language of silence] , κανονική γλώσσα: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα παραγόμενη από μια κανονική γραμματική: ~ ~ προγραμματισμού. [< αγγλ. regular language] , μητρική/πρώτη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. ο πρώτος γλωσσικός κώδικας που κατακτά το παιδί. Βλ. δεύτερη γλώσσα. [< γαλλ. langue maternelle/première] , νεκρή γλώσσα: που δεν μιλιέται πια. Βλ. γλωσσικός θάνατος. ΑΝΤ. ζωντανή γλώσσα (1) [< γαλλ. langue morte] , ξύλινη γλώσσα: άκαμπτη, τυποποιημένη, δογματική γλώσσα, συνήθ. της πολιτικής προπαγάνδας: η ~ ~ της γραφειοκρατίας/των κομμάτων/των πολιτικών. Βλ. κλισέ. [< γαλλ. langue de bois] , πύρινη γλώσσα 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} φλόγα: ~ες ~ες έκαψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους.|| (ειδικότ. ΘΕΟΛ., συμβολισμός του χαρίσματος που δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, πβ. γλωσσολαλιά). 2. (μτφ.) ύφος, λόγος γεμάτος ένταση και πάθος: ρήτορες με ~ ~. Χρησιμοποίησε ~ ~ (: εξαπέλυσε μύδρους) κατά ..., τυπική γλώσσα 1. (στη μαθηματική Λογική και στην Πληροφ.) σύνολο από σειρές χαρακτήρων που ανήκουν σε ένα πεπερασμένο σύστημα στοιχείων (αλφάβητο): ~ ~ αναπαράστασης. Η γλώσσα προγραμματισμού είναι μία ~ ~. Βλ. αυτόματο, τυπική γραμματική. 2. συμβατικός, επιτηδευμένος τρόπος έκφρασης: η ~ ~ των δημοσίων εγγράφων/του σχολείου. [< αγγλ. formal language] , αναλυτικές γλώσσες βλ. αναλυτικός, απομονωμένη γλώσσα βλ. απομονωμένος, απομονωτικές γλώσσες βλ. απομονωτικός, γερμανικές γλώσσες βλ. γερμανικός, γλώσσα σήμανσης βλ. σήμανση, επίσημη γλώσσα βλ. επίσημος, Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών βλ. πορτφόλιο, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες βλ. ινδοευρωπαϊκός, μητέρα γλώσσα βλ. μητέρα, νοηματική γλώσσα βλ. νοηματικός, νόσος της κυανής γλώσσας βλ. νόσος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια, πολυσυνθετική γλώσσα βλ. πολυσυνθετικός, ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες βλ. ρομανικός, συγκολλητικές γλώσσες βλ. συγκολλητικός, συμβολική γλώσσα βλ. συμβολικός, συμπεριληπτική γλώσσα βλ. συμπεριληπτικός, συνθετικές γλώσσες βλ. συνθετικός, συνθηματική γλώσσα βλ. συνθηματικός, τεχνητή γλώσσα βλ. τεχνητός, τριχωτή γλώσσα βλ. τριχωτός, φυσική γλώσσα βλ. φυσικός ● ΦΡ.: βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): προσέχω ή μετριάζω τα λόγια μου., βγάζει γλώσσα (μτφ.-προφ.): μιλά προσβλητικά, με αναίδεια, αυθαδιάζει: Τολμάει και ~ ~; Για δες το μικρό, έβγαλε ~! Πβ. αντιμιλώ., βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι): δείχνω τη γλώσσα μου σε κάποιον και κατ' επέκτ. κοροϊδεύω, περιφρονώ: Μου έβγαλε ~ ~ και χαμογέλασε αυτάρεσκα., γλώσσα-πηγή/γλώσσα-στόχος & γλώσσα αφετηρίας/γλώσσα αφίξεως: αυτή που μεταφράζεται και αυτή στην οποία καταλήγει η μετάφραση: Mεταφορά κειμένου από τη ~-πηγή στη ~-στόχο.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Διδασκαλία στη ~-στόχο. [< αγγλ. source language/target language, 1953] , δεν (το) πάει η γλώσσα μου (προφ.): διστάζω να μιλήσω από σεβασμό, ντροπή ή φόβο μήπως γίνω δυσάρεστος: ~ ~ να την κατηγορήσω. Έχω πολλά να πω, αλλά ~ ~., δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) (προφ.): μιλάει αδιάκοπα, φλυαρεί: Δεν έβαζε ~ ~, λες κι είχε φάει γλιστρίδα., δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) (μτφ.): δυσκολεύομαι να μιλήσω: Μου δέθηκε η ~ από την αγωνία. Ξαφνιάστηκε τόσο, που του δέθηκε η ~ του κόμπος και δεν είπε λέξη., έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι (μτφ.-προφ.): στέγνωσε (συνήθ. από τη δίψα)., έχει μεγάλη γλώσσα (προφ.-μτφ.) 1. & έχει μακριά/μια γλώσσα: αυθαδιάζει: ~ ~, πρόσεχε μη σε πιάσει στο στόμα της! 2. κολακεύει, για να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. ΣΥΝ. γλείφω (2), έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου (μτφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Μια στιγμή, στην ~ ~ το 'χω (: για λέξη ή έκφραση). [< γαλλ. avoir (un mot) sur le bout de la langue] , η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει (παροιμ.): τα λόγια, συνήθ. τα κακοπροαίρετα σχόλια, μπορεί να πληγώσουν ανεπανόρθωτα: Σκέψου τι θα ξεστομίσεις, ~ ~., κακές γλώσσες & κακά στόματα: (μετωνυμ.) όσοι σχολιάζουν κακοπροαίρετα τους άλλους: ~ ~ διαδίδουν/επιμένουν/υποστηρίζουν ότι ... Οι ~ ~ δεν την έχουν πιάσει στο στόμα τους. Όπως λένε οι ~ ~... Βλ. καλοθελητής.|| Τον έφαγαν οι ~ ~ (= τον γλωσσόφαγαν)! [< γαλλ. (les) mauvaises langues] , μάζεψε τη γλώσσα σου (απειλητ.): πρόσεξε τα λόγια σου, μην αυθαδιάζεις, μη βρίζεις: Για ~ ~, σε παρακαλώ! ~ ~ λιγάκι και μην προσβάλλεις τους άλλους!, μάλλιασε η γλώσσα μου/(σπάν.) το στόμα μου (προφ.) & (σπάν.-λαϊκό) γάνιασε η γλώσσα μου: ως έκφραση αγανάκτησης για τη μάταιη επανάληψη του ίδιου πράγματος: ~ ~ να το λέω/το εξηγώ, μα πού ν' ακούσουν!, με τρώει η γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): θέλω πολύ να πω κάτι που είναι αρνητικό, δυσάρεστο ή μυστικό: Μέρες τώρα ~ ~, αλλά κρατιέμαι., μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχουμε διαφορετικό τρόπο σκέψης: Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, μιλάμε ~ ~., μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχω τις ίδιες αντιλήψεις, κοινό κώδικα επικοινωνίας: Είναι νωρίς να λες ότι ~άτε την ίδια ~, αφού μόλις γνωριστήκατε., μου βγήκε η γλώσσα (μτφ.-προφ.): λαχανιάζω και κατ' επέκτ. ταλαιπωρούμαι: ~ ~ (έξω) ν' ανεβώ τις σκάλες.|| Του βγαίνει ~ ~ απ' την κούραση (= ξεθεώνεται). Πβ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι., φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! & που να φας τη γλώσσα σου!: (προφ., ως απάντηση) για αποτροπή αρνητικών προβλέψεων: ~ ~ (: πάψε, μη γρουσουζεύεις, μην κακομελετάς) όλα θα πάνε καλά! ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, αλέθει η γλώσσα του/της βλ. αλέθω, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων, η γλώσσα του/της πάει ροδάνι βλ. ροδάνι, θα σου κόψω τη γλώσσα βλ. κόβω, κατάπιε τη γλώσσα του βλ. καταπίνω, λύνεται η γλώσσα μου βλ. λύνω, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου βλ. βουτώ, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα [< αρχ. γλῶσσα, γαλλ. langue, αγγλ. language, γερμ. Sprache]

εγκυκλοπαίδεια

εγκυκλοπαίδεια [ἐγκυκλοπαίδεια] ε-γκυ-κλο-παί-δει-α ουσ. (θηλ.) & (παλαιότ.) εγκυκλοπαιδεία: έργο το οποίο περιλαμβάνει με αλφαβητική ή θεματική ταξινόμηση το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης ή των γνώσεων συγκεκριμένης επιστήμης: γεωγραφική/έντυπη/επιστημονική/επίτομη/ιατρική/ιστορική/λογοτεχνική/μαθηματική/μουσική/παγκόσμια/πολύτομη/σχολική ~. Διαδικτυακή/ελεύθερη/ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ (βλ. βικιπαίδεια). Άρθρα/έκδοση/λήμματα/συμπλήρωμα ~ας. Γενικές/έγκυρες/ειδικές ~ες. ~ εννέα τόμων. Εικονογραφημένη ~ υγείας/φυσικών επιστημών. Βλ. βιβλίο/έργο αναφοράς, λεξικό. ● ΣΥΜΠΛ.: θεματική εγκυκλοπαίδεια: που έχει οργανωμένα τα λήμματά της σε θεματικές ενότητες, ανάλογα με τον τομέα του επιστητού στον οποίο αναφέρονται. ● ΦΡ.: είναι ζωντανή/κινητή βιβλιοθήκη/εγκυκλοπαίδεια (μτφ.): πρόσωπο με εντυπωσιακή ευρυμάθεια. Πβ. παντογνώστης, φωστήρας. Βλ. πολύξερος. [< γαλλ. encyclopédie, αγγλ. encyclop(a)edia]

εμπόλεμος

εμπόλεμος, η, ο [ἐμπόλεμος] ε-μπό-λε-μος επίθ.: που βρίσκεται σε πόλεμο: ~α: κράτη. Οι ~ες πλευρές (= τα ~α μέρη).|| ~η: περίοδος. ● Ουσ.: εμπόλεμοι {εμπολέμ-ων} (οι): όσοι εμπλέκονται σε πόλεμο: ανακωχή/συμφωνία των ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: εμπόλεμη ζώνη: ΣΤΡΑΤ. περιοχή όπου διεξάγονται πολεμικές επιχειρήσεις· ειδικότ. επακριβώς καθορισμένη περιοχή, συνήθ. εντός των διεθνών υδάτων, όπου καταπατώνται τα δικαιώματα των ουδέτερων χωρών από μία εμπόλεμη χώρα, σε καιρό πολέμου. [< αγγλ. war zone, 1914] [< μτγν. ή μεσν. ἐμπόλεμος, γαλλ. en guerre]

επιρροή

επιρροή [ἐπιρροή] ε-πιρ-ρο-ή ουσ. (θηλ.) 1. άσκηση επίδρασης σε κάποιον ή κάτι· κατ' επέκτ. η ίδια η επίδραση: αρνητική/έντονη/θετική/ισχυρή/καλή/καταστροφική/κοινωνική/κυρίαρχη/οικονομική/ολέθρια/παγκόσμια/πολιτική ~. Bαθμός/πεδίο ~ής. Ιδεολογικές/πνευματικές/πολιτιστικές ~ές. Ασκώ/δέχομαι ~. Η ~ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης/της τεχνολογίας/της τηλεόρασης στους νέους. Πρότυπα που αποτελούν κακή ~ για τα παιδιά. Πβ. επενέργεια, επηρεασμός.|| Κτίρια με αναγεννησιακές ~ές (βλ. καταβολές). Η μουσική τους είναι ένα μείγμα ~ών από ροκ, τζαζ και φανκ. 2. ισχύς, κύρος: Ως πολιτικός απέκτησε λαϊκή ~. Έχει μεγάλη/σημαντική/τεράστια ~ στους κυβερνητικούς κύκλους. Η ~ του μεγάλωσε/μειώθηκε. Δεν έχει καμία ~ πάνω μου. Πβ. δύναμη, εξουσία, επιβολή, κυριαρχία. ● ΣΥΜΠΛ.: σφαίρα/ζώνη επιρροής & ακτίνα επιρροής: περιοχή όπου ένα κράτος ή ένας θεσμός έχει κυρ. πολιτική ή οικονομική ισχύ: Επεκτείνουν τη ~ ~ τους. Μια χώρα βρίσκεται/εντάσσεται/τίθεται στη ~ ~ κάποιας άλλης. Στη ~ ~ του οργανωμένου εγκλήματος. [< γαλλ. sphère/zone d’ influence] ● ΦΡ.: υπό την επιρροή/επίδραση (+ γεν.) (λόγ.): σε κατάσταση κατά την οποία ασκείται επίδραση σε κάποιον ή κάτι: Η χώρα βρισκόταν/τέθηκε/τελούσε υπό την επιρροή ξένων παραγόντων. (ΦΥΣ.) Σωματίδιο υπό την επιρροή/επίδραση κεντρικής δύναμης. Ο οδηγός ήταν υπό την επίδραση αλκοόλ (= υπό την επήρεια). [< γαλλ. sous l'influence (de)] [< αρχ. ἐπιρροή, γαλλ. influence]

ευέλικτος

ευέλικτος, η, ο [εὐέλικτος] ευ-έ-λι-κτος επίθ. 1. (μτφ.) που μπορεί να αλλάζει ή να προσαρμόζεται γρήγορα και επιτυχημένα στις περιστάσεις: ~η: λύση/πολιτική. ~ο: σχέδιο. ~ες: διαδικασίες/μορφές απασχόλησης/εργασίας/φοίτησης. ~οι: τρόποι μάθησης/πληρωμής. ~η και εξ αποστάσεως εκπαίδευση. ~ο, ικανό και αποτελεσματικό διοικητικό σχήμα. Να γίνουν πιο ~οι οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί.|| (για πρόσ.) ~ στη δουλειά του. Πβ. εύκαμπτος, ευλύγιστος, ευπροσάρμοστος. 2. που μπορεί εύκολα να κάνει ελιγμούς, να κινείται ή να περιστρέφεται· που ενεργεί ή λειτουργεί αποτελεσματικά: ~ος: παίκτης. Πβ. ευκίνητος, σβέλτος.|| ~ο: αεροσκάφος/πλοίο. ● επίρρ.: ευέλικτα ● ΣΥΜΠΛ.: ευέλικτη ζώνη: τμήμα του εβδομαδιαίου σχολικού προγράμματος με ελεύθερη θεματική και ανάπτυξη δραστηριοτήτων που δεν έχουν τη μορφή τυπικής διδασκαλίας: ~ ~ διαθεματικών και δημιουργικών δραστηριοτήτων. Πρόγραμμα ~ης ~ης., ευέλικτο ωράριο (εργασίας): παροχή εργασίας, κυρ. στον δημόσιο τομέα, με δυνατότητα επιλογής της ώρας προσέλευσης και αποχώρησης πέραν του κανονικού ωραρίου. Βλ. ελαστικό ωράριο, μερική απασχόληση, τηλεργασία. [< μτγν. εὐέλικτος ‘αυτός που κυλάει εύκολα’, γαλλ. flexible]

εύρος

εύρος [εὖρος] εύ-ρος ουσ. (ουδ.) {εύρ-ους} (λόγ.) 1. πλάτος: το ~ του ποταμού. Το ~ του οπτικού πεδίου. Πβ. φάρδος. 2. (μτφ.) φάσμα ή έκταση: γνωστικό/οικονομικό/πνευματικό/πολιτικό/χρονικό ~. Το ~ των αρμοδιοτήτων/των ενδιαφερόντων/των επιλογών/του όρου/του προβλήματος/του σκανδάλου. Πβ. ευρύτητα. 3. απόσταση μεταξύ δύο ακραίων τιμών ενός μεγέθους: ~ φάσματος. Το ετήσιο ~ της θερμοκρασίας.|| (ΦΥΣ.) Το ~ της ταλάντωσης μεγαλώνει/μειώνεται. ● ΣΥΜΠΛ.: εύρος ζώνης: ΤΗΛΕΠ. ταχύτητα μετάδοσης δεδομένων ή πληροφοριών στο πλαίσιο τηλεπικοινωνιακού δικτύου: υψηλό/χαμηλό ~ ~. Το ~ ~ της σύνδεσης με το διαδίκτυο. [< αγγλ. bandwidth, 1930] , εύρος τιμής βλ. τιμή [< 1,2: αρχ. εὖρος 3: γαλλ. amplitude]

ευρυζωνικότητα

ευρυζωνικότητα [εὐρυζωνικότητα] ευ-ρυ-ζω-νι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) : ΠΛΗΡΟΦ. ευρεία ζώνη ηλεκτρομαγνητικών συχνοτήτων· συνεκδ. συσκευές και δίαυλοι επικοινωνίας που λειτουργούν σε αυτή την περιοχή· συνήθ. γενικότ. καινοτόμο περιβάλλον που προσφέρει γρήγορη και διαρκή σύνδεση στο διαδίκτυο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού: ασύρματη/κινητή ~. Διείσδυση, διάδοση της ~ας. Συμμετοχή στην ~ και την Κοινωνία της Πληροφορίας. Βλ. έι ντι ες ελ, -ότητα. [< αμερικ. broadband, 1956]

ευρώ

ευρώ [εὐρώ] ευ-ρώ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. (λαϊκό) πληθ. -ά}: ΟΙΚΟΝ. το κοινό νόμισμα της ευρωζώνης (σύμβ. €): κέρματα/χαρτονομίσματα ~ (= ευρωκέρματα, ευρωχαρτονομίσματα). Ένα ~ υποδιαιρείται σε εκατό λεπτά (βλ. ευρωλεπτό). Πβ. ευρωνόμισμα, ευρώπουλο. Βλ. δεκά-, δί-, εικοσά-, πεντά-ευρο, εκιού, ECU. ΣΥΝ. γιούρο2 ● Υποκ.: ευρουλάκι/ευρουδάκι/ευρούλι (το) (συνήθ. στον πληθ.} ● ΣΥΜΠΛ.: ζώνη του ευρώ: ευρωζώνη., ομάδα του ευρώ: η ομάδα των υπουργών οικονομίας και οικονομικών της ευρωζώνης. Βλ. ΟΝΕ. ΣΥΝ. γιούρογκρουπ, ευρωγκρούπ, ευρωομάδα [< αγγλ. eurogroup, 1997] [< γαλλ. euro, 1995, αγγλ. ~, 1981, γερμ. Euro]

ζόμπι

ζόμπι ζό-μπι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. (σύμφωνα με δοξασίες) νεκρός που επανέρχεται στη ζωή, χωρίς ψυχή και συνείδηση. Πβ. βρικόλακας, νεκροζώντανος, φάντασμα. 2. (μτφ.-προφ.) άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από απάθεια, έχει απλανές βλέμμα και δρα μηχανικά, χωρίς προσωπική βούληση. Πβ. ρομπότ. Βλ. ζωντανός νεκρός. 3. (μτφ.-προφ.) άτομο που προκαλεί αποτροπιασμό με το παρουσιαστικό του. Πβ. κουασιμόδος, τέρας. ● ΣΥΜΠΛ.: υπολογιστές/δίκτυα ζόμπι βλ. υπολογιστής [< αγγλ. zombie]

ζωδιακός

ζωδιακός, ή, ό ζω-δι-α-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΛ. που σχετίζεται με τα ζώδια: ~ός: αστερισμός/χάρτης. ~ή: πρόβλεψη. ~ό: έτος/ημερολόγιο/σύμβολο. Πίνακας ~ών θέσεων.|| (στο αρσ. ως ουσ.) Τα δώδεκα ζώδια του ~ού (ενν. κύκλου). ● ΣΥΜΠΛ.: ζωδιακό φως: ΑΣΤΡΟΝ. αμυδρό φως γύρω από τη ζωδιακή ζώνη, το οποίο προκαλείται από τη διάχυση του ηλιακού φωτός και είναι ορατό πριν από την ανατολή και μετά τη δύση του ήλιου., ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη: ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. νοητή ζώνη της ουράνιας σφαίρας μέσα στην οποία τοποθετείται η κίνηση του Ήλιου· υποδιαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα οποία παίρνουν το όνομά τους από τους βασικούς αστερισμούς (ζώδια). [< αρχ. ζῳδιακός, γαλλ. zodiaque, αγγλ. zodiac]

ζωνάρι

ζωνάρι ζω-νά-ρι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) & (λαϊκότ.) ζουνάρι: φαρδιά ζώνη, συνήθ. από ύφασμα, που τυλίγεται γύρω από τη μέση: μεταξωτό ~. Ανδρική (παραδοσιακή) ενδυμασία με μακρύ μάλλινο ~. Βλ. λουρί, ζωστήρας. ● ΦΡ.: έχει λυμένο/λυτό το ζωνάρι του για καβγά: αναζητά αφορμή για καβγά, είναι έτοιμος να τσακωθεί, έχει εριστική διάθεση. Πβ. αρπάζομαι., το ζωνάρι της Παναγίας: το ουράνιο τόξο., σφίγγω το ζωνάρι (μου) βλ. σφίγγω [< μεσν. ζωνάρι]

ζωντοχήρος

ζωντοχήρος [ζωντοχῆρος] ζω-ντο-χή-ρος ουσ. (αρσ.) (προφ.) : άνδρας που έχει χωρίσει, με διαζύγιο, από τη σύζυγό του, η οποία βρίσκεται ακόμη εν ζωή. Πβ. διαζευγμένος, χωρισμένος.

κατοικήσιμος

κατοικήσιμος, η, ο κα-τοι-κή-σι-μος επίθ. (λόγ.): κατάλληλος για κατοίκηση: οικία χαρακτηρισμένη μη ~η. Οικόπεδα εντός ~ης περιοχής. ΑΝΤ. ακατοίκητος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κατοικήσιμη ζώνη: ΑΣΤΡΟΝ. περιοχή του Διαστήματος όπου επικρατούν συνθήκες κατάλληλες για ύπαρξη ζωής. [< γαλλ. habitable]

κόκκινος

κόκκινος, η, ο κόκ-κι-νος επίθ. 1. που έχει το χρώμα του αίματος ή κάποια απόχρωσή του: ~ος: μαρκαδόρος. ~η: αλεπού/βότκα/μπογιά/πινακίδα (πβ. στοπ)/πιπεριά/σάλτσα (: συνήθ. από ντομάτα)/σημαία (: και ως σύμβολο της κομμουνιστικής επανάστασης). ~ο: ελάφι/κραγιόν/κρασί/κρέας (: το βοδινό και το μοσχαρίσιο σε αντίθεση προς τα άσπρα κρέατα)/κοράλλι/λάχανο/μήλο/πιπέρι/σταφύλι/στιλό/τριαντάφυλλο. ~α: αβγά (= πασχαλινά)/μαλλιά/νύχια/φασόλια/φώτα/ψάρια. ~ο πυρακτωμένο μέταλλο. Αρώματα ~ων φρούτων (π.χ. βατόμουρου, φράουλας). Πβ. άλικος, βαθυ~, ερυθρός, κατα~, ξανθο~, ολο~, πορφυρός. Βλ. κεραμιδί, κερασί, πορτοκαλί, ροζ, φαιο~, φούξια.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~η (κυματιστή) υπογράμμιση. 2. (μτφ.) κομμουνιστής ή κομμουνιστικός: ~ος: δήμαρχος. ~οι: δήμοι (: στους οποίους πλειοψηφούν οι κομμουνιστές). 3. που σχετίζεται με ομάδα που φορά κόκκινα: ~ος: θρίαμβος. ~η: νίκη. ~οι: φίλαθλοι. 4. που το δέρμα του έχει κοκκινωπό χρώμα: ~η: μύτη (από το κρύο). ~α: αυτιά/μάγουλα (από ντροπή/πυρετό). Τα μάτια σου είναι ~α από το κλάμα. Έγινε ~ από τον ήλιο/το θυμό. 5. ως χρώμα που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί απαγόρευση, κίνδυνος: ~ος: κατάλογος (των απειλούμενων ζώων). ● Ουσ.: κόκκινο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: έντονο (πβ. βερμιγιόν)/βαθύ/πύρινο/σκοτεινό ~. Το ~ της φωτιάς. Αποχρώσεις του ~ου (βλ. βυσσινί, γκρενά, μπορντό).|| (συνεκδ.) Πόνταρε στο ~ της ρουλέτας. (στον πληθ.) Φοράει πάντα ~α (ενν. ρούχα). 2. {χωρ. πληθ.} ο φωτεινός σηματοδότης που απαγορεύει την κίνηση των οχημάτων ή τη διέλευση πεζών: Μην περάσεις, άναψε ~. Πβ. Σταμάτης. ΑΝΤ. πράσινο (3), κόκκινοι (οι) 1. οι παίκτες και οι οπαδοί μιας ομάδας, της οποίας το έμβλημα έχει κόκκινο χρώμα, συνεκδ. η ίδια η ομάδα. 2. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Κ) οι κομμουνιστές και ειδικότ. οι Ρώσοι. ● Υποκ.: κοκκινάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινη ζώνη: περιοχή όπου απαγορεύεται η είσοδος, η πρόσβαση, ή απαιτείται ειδική άδεια., κόκκινο πανί (μτφ.): καθετί που θυμώνει, εξοργίζει: Ο διορισμός του αποτελεί ~ ~ για τους επικριτές του., Κόκκινος Στρατός & (σπάν.) Ερυθρός Στρατός: ΙΣΤ. ο στρατός της Σοβιετικής Ένωσης που δημιουργήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση., κόκκινος συναγερμός (μτφ.): γενική κινητοποίηση, επαγρύπνηση και κατ' επέκτ. απειλή, κίνδυνος: ~ ~ για το περιβάλλον/τις τιμές (πβ. καμπανάκι). ~ ~ στο στρατιωτικό επιτελείο. Σε ισχύ ο ~ ~ μέχρι την πλήρη κατάσβεση της πυρκαγιάς. Σε κατάσταση ~ου ~ού (: σε πλήρη επιφυλακή, ετοιμότητα). Πβ. κατάσταση έκτακτης ανάγκης. [< αγγλ. red alert, 1941] , κόκκινα βέλη βλ. βέλος, κόκκινα δάνεια βλ. δάνειο, κόκκινη γραμμή βλ. γραμμή, κόκκινη κάρτα βλ. κάρτα, κόκκινη λάσπη βλ. λάσπη, κόκκινη λίστα βλ. λίστα, κόκκινο χαλί βλ. χαλί, κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο, κόκκινος πλανήτης βλ. πλανήτης, κόκκινος/ερυθρός γίγαντας βλ. γίγαντας, σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα βλ. σκοτώνω ● ΦΡ.: μου τη βγαίνει με κόκκινο (αργκό): για κάποιον που προλαβαίνει να ενεργήσει, κυρ. σε βάρος κάποιου άλλου. Πβ. βγαίνω (από) μπροστά., περνώ με κόκκινο: (για οδηγούς ή σπανιότ. πεζούς) παραβιάζω τον κόκκινο σηματοδότη: Πέρασε ~ και συγκρούστηκε με διερχόμενο αυτοκίνητο. Τον έγραψαν, γιατί πέρασε ~., πιάσε κόκκινο: προτροπή στον συνομιλητή να αγγίξει κάτι κόκκινο, για να αποφευχθεί η φιλονικία που, σύμφωνα με λαϊκή δοξασία, προμηνύεται από την ταυτόχρονη εκφώνηση της ίδιας λέξης ή φράσης από δύο ανθρώπους., στο κόκκινο/χτυπάω κόκκινο: σε οριακό σημείο, σε οριακές τιμές (πολύ υψηλές ή χαμηλές): ~ ~ η αδρεναλίνη/οι πωλήσεις της εταιρείας/ο υδράργυρος. Η τηλεθέαση χτύπησε ~ στο χθεσινό ντιμπέιτ. Η περιοχή βρίσκεται στο ~ για σεισμό., φωτιά στα κόκκινα! (προφ.): λέγεται από άνδρες κυρ. σε ωραία, νεαρή γυναίκα ντυμένη με (έντονα) κόκκινα ρούχα., γίνομαι κόκκινος/κοκκινίζω σαν (το) παντζάρι/(την) παπαρούνα/(τη) ντομάτα βλ. παντζάρι, το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο βλ. θερμόμετρο [< μτγν. κόκκινος]

κορεσμός

κορεσμός κο-ρε-σμός ουσ. (αρσ.) 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) κατάσταση κατά την οποία κάτι είναι υπερπλήρες: ~ της αγοράς (από ηλεκτρικές συσκευές)/των οδικών αξόνων. Καθεστώς ~ού για νέα ξενοδοχεία (: απαγόρευση επέκτασης τουριστικών μονάδων σε ορισμένες περιοχές). Επαγγέλματα στα οποία έχει επέλθει/παρατηρείται/υπάρχει ~ (: με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η επαγγελματική αποκατάσταση). Οι χωματερές έχουν φτάσει σε ~ό/σημείο ~ού. (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~ του δικτύου (= υπερφόρτωση). Πβ. υπερπλήρωση. Βλ. περίσσεια, υπερ~. 2. αίσθημα πληρότητας, χορτασμός: ~ της πείνας. Δείκτης ~ού. Τρώω μέχρι να νιώσω ~ό.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Σημάδια ~ού (: τελμάτωσης) στη σχέση τους. ~ από τις επιτυχίες (= μπούχτισμα)! ΣΥΝ. κόρος, πλησμονή. 3. ΧΗΜ. ύπαρξη της μέγιστης δυνατής ποσότητας ουσίας σε διάλυμα ή χημική ένωση: ~ του αέρα από/με υγρασία/υδρατμούς. Σημείο ~ού. || (ΙΑΤΡ.) ~ του οξυγόνου στο αίμα.|| (ΓΕΩΛ.) ~ του εδάφους (σε νερό). 4. ΟΠΤ. χαρακτηριστικό του χρώματος, το οποίο δηλώνει τον βαθμό καθαρότητάς του (δηλ. μη ανάμιξής του με το άσπρο) και κατ' επέκτ. την έντασή του: χρωματικός ~. Aπόχρωση, ~ και φωτεινότητα. Εικόνα με υψηλό/χαμηλό ~ό. ● ΣΥΜΠΛ.: ζώνη κορεσμού & κορεσμένη ζώνη: ΓΕΩΛ. που βρίσκεται κάτω από τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα και είναι γεμάτη νερό. ΑΝΤ. ακόρεστη ζώνη [< γαλλ.-αγγλ. saturation]

κρατώ

κρατώ [κρατῶ] κρα-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κρατ-άς (σπάν.) -είς, κρατ-ά κ. -άει (σπανιότ.) -εί ... | κράτ-ησα, -ιέται κ. -είται, -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & κρατάω 1. έχω κάτι ή κάποιον στα χέρια μου, πιάνοντάς το(ν) ώστε να μην πέσει, να μην κινείται: ~ τη βαλίτσα/λουλούδια/το μωρό (αγκαλιά)/πανό/τη ρακέτα/τη σημαία (πβ. βαστώ). Μου ~άει την πόρτα, για να περάσω. Τον ~ούσε σφιχτά από το μανίκι/τη μέση/το χέρι. ~ σταθερά το τιμόνι. ~ τον σκύλο από το λουρί. ~ά στα χέρια της ένα βιβλίο/το τρόπαιο. Κράτα το όρθιο/χαμηλά/ψηλά. Κράτα μου λίγο την τσάντα. ~ιέμαι από τα κάγκελα/την κουπαστή (πβ. πιάνομαι). ~ήσου καλά. ~ηθείτε χέρι-χέρι. ΑΝΤ. αφήνω.|| (κατ' επέκτ.) Δεν με ~άει το σκοινί. Πώς θα ~ήσει τόσο βάρος το τραπέζι; Πβ. αντέχω, σηκώνω. 2. (γενικότ.) έχω στην κατοχή μου κάτι: Θα ~ήσει το διαμέρισμα για δική του χρήση. ~ησε το μερίδιό του.|| ~άει όπλο. Δεν ~ χρήματα/ψιλά (: δεν έχω πάνω μου, δεν μου βρίσκονται). 3. διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση: ~ησε την ανωνυμία του/την αξιοπρέπειά του/το δικαίωμα να .../μια σχέση (μυστική)/την ψυχραιμία του (ΑΝΤ. έχασε). ~ ουδετερότητα. Μας ~άει σε αγωνία/αναμονή/εγρήγορση/υπερένταση/φόρμα. ~ούν το κοινό καθηλωμένο. ~ τα βλέφαρα/μάτια ανοιχτά. ~ αποθηκευμένο το μήνυμα/απόρρητη την έκθεση/(καλά) κρυμμένο το γράμμα. ~ το παράθυρο κλειστό/πατημένο το πλήκτρο/το περιβάλλον καθαρό/τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Οι παίκτες ~ησαν τη διαφορά σταθερά πάνω από τους δέκα πόντους. ~ήστε το δέρμα σας ενυδατωμένο/ίσια την πλάτη/το κεφάλι ψηλά/τον οργανισμό σας υγιή. ~άει τον ρυθμό με το ντέφι. Με το ζόρι ~ιέμαι ξύπνιος/όρθιος. Κατάφερε να ~ηθεί στην εξουσία/στην επιφάνεια/στην κορυφή/στην πρώτη θέση (πβ. παραμένω). 4. φυλάω ή συγκρατώ κάτι, ώστε να μη χαθεί, καταστραφεί ή ξεχαστεί: ~ αντίγραφο/αποδείξεις/αρχεία/ντοκουμέντα/τα πρωτότυπα/φωτογραφίες. ~ (κάτι) ως εγγύηση/για ενθύμιο/ως φυλαχτό. ~ αποθέματα/δυνάμεις για ... ~ τα γραπτά μου σε συρτάρι. Μην ~άτε προσωπικά δεδομένα στον υπολογιστή σας. Τα στοιχεία ~ούνται εμπιστευτικά. ~ήστε τα εισιτήρια μέχρι την έξοδό σας από τον σταθμό.|| ~ αυτά που είπες/τα βασικά/τα θετικά/την ουσία/μια φράση από ... ~ στη μνήμη/στο μυαλό/στο νου μου τις αναμνήσεις από .../(ζωντανά) τα λόγια/τη μορφή σου (πβ. θυμάμαι). Αυτό που ~ από τις δηλώσεις/από τη φετινή χρονιά είναι ... Θα ~ήσω μόνο τα καλά. 5. φυλακίζω προσωρινά κάποιον χωρίς δικαστική απόφαση ή ένταλμα σύλληψης, του στερώ την ελευθερία του: Τον ~ησαν για ανάκριση/στην Aσφάλεια/στο αυτόφωρο/στο (αστυνομικό) τμήμα. Τους ~ούσε αιχμαλώτους/δεμένους/δέσμιους/έγκλειστους/ομήρους/φυλακισμένους. ~ούνται αδίκως/παράνομα/για τα πολιτικά τους φρονήματα/υπό περιορισμό. ~είται σε απομόνωση/σε κελί/σε στρατόπεδο/στη φυλακή. Συνελήφθη και ~είται για εμπλοκή στη ληστεία/στην υπόθεση. Εξακολουθούν να ~ούνται από τις Αρχές οι ... (: τελούν υπό κράτηση). 6. έχω κάτι υπό τον έλεγχο, τη φροντίδα, την ευθύνη, την επίβλεψή μου: ~ το μαγαζί (πβ. διευθύνω)/το νοικοκυριό/το ξενοδοχείο/το σπίτι (πβ. καθαρίζω, συντηρώ)/το ταμείο. ~ τα λογιστικά βιβλία (πβ. ενημερώνω, τηρώ). Από τότε που αρρώστησε, τα παιδιά του ~άνε τη δουλειά/το μαγαζί.|| (μτφ.) ~άμε την τύχη στα χέρια μας. Η ομάδα ~ά το εισιτήριο για τον τελικό. ~ούν τα κλειδιά της επιτυχίας. Ένας παίκτης ~ησε μόνος του όλη την ομάδα (πβ. στηρίζω). Βλ. ανδρο-, γυναικο-κρατείται. 7. δεν αφήνω κάτι να εκτεθεί, να φανερωθεί, να εκδηλωθεί: ~ησε τα δάκρυα/τον θυμό/τα νεύρα του (πβ. συγκρατώ). Έχω διαμορφώσει άποψη, αλλά την ~ για τον εαυτό μου/για μένα. Δεν μπορεί να ~ήσει τα συναισθήματά της. Το καλύτερο σας το ~ για το τέλος/έκπληξη. Μού 'ρχεται να κλάψω μα ~ιέμαι. Πώς ~ήθηκα και δεν είπα τίποτα! Δεν μπόρεσα να ~ηθώ από τα γέλια.|| Δεν μπορώ να ~ηθώ, πρέπει να πάω στην τουαλέτα. 8. τηρώ: ~ούν τις αξίες/τις αρχές/τα έθιμα/τις παραδόσεις. ~ησε την αξιοπρέπειά/το λόγο (της τιμής)/τον όρκο/την υπόσχεσή του (ΑΝΤ. αθετώ). ~ (αρνητική/θετική) στάση απέναντι σε ... Θα ~ηθεί σειρά προτεραιότητας. 9. (γενικότ.) για να δηλωθεί ενέργεια: ~ παρέα/συντροφιά σε κάποιον (πβ. κάνω). ~ τις επιφυλάξεις μου (= επιφυλάσσομαι).|| ~ ημερολόγιο (πβ. γράφω)/λογαριασμό/παρουσίες (πβ. παίρνω)/πρακτικά/σημειώσεις. ~ τα στοιχεία κάποιου (πβ. καταχωρώ, σημειώνω). Δεν ~ησα το νούμερο του αυτοκινήτου/το τηλέφωνό του. Εφαρμογή/συσκευή που ~άει τον χρόνο/την ώρα (πβ. καταγράφω). 10. κάνω κράτηση, εξασφαλίζω εκ των προτέρων θέση, εισιτήριο: ~ δωμάτιο/τραπέζι (στο όνομά μου). Πβ. αγκαζάρω, κλείνω. 11. δεσμεύω κάποιον, δεν τον αφήνω να φύγει: Την ~ησα για φαγητό. Πουλάει φτηνά, για να ~ήσει τους πελάτες. Τίποτα δεν με ~άει πια εδώ. Πώς θα τον ~ήσω κοντά μου; Η αγάπη τούς ~ησε μαζί. Μη σας ~ άλλο (πβ. καθυστερώ). Μας ~ησε μέχρι αργά. Θα τον ~ήσουν (: δεν θα τον απολύσουν) στη δουλειά. 12. παρακρατώ: ~ μέρος των χρημάτων/τους τόκους. Τι σου ~άνε από τον μισθό; ~είται προμήθεια 0,30 ευρώ ανά συναλλαγή.|| (ειδικότ.) Κράτα τα ρέστα (: μη μου τα δίνεις). 13. (για πρόσ., πράγμα ή ουσία) συγκρατώ: Κράτα με, γιατί θα του ορμήξω. Τα δέντρα ~ούν το χώμα. Ο οργανισμός του ~ά (= κατακρατεί) περισσότερα υγρά από όσα χρειάζεται (πβ. απορροφώ). 14. αντέχω: Λάστιχα που ~άνε στον δρόμο (: είναι ανθεκτικά).|| (μτφ.) ~ησε στην πολιορκία (πβ. αντιστέκομαι). Πώς ~ησε και δεν τα παράτησε! (ως προτροπή) Κράτα γερά! Παρά τις δοκιμασίες ~ήθηκε στο ύψος του. Πβ. βαστώ. 15. (προφ.) κατάγομαι: ~άει από καλή οικογένεια/σόι. ~ από τη Μάνη.|| (παλαιότ.) ~άει από αρχοντική γενιά.κρατά & κρατάει 1. διαρκεί, αντέχει στον χρόνο: Μπαταρία που δεν ~ πολύ. Όλα τα ωραία ~άνε λίγο. Η εξορία/ο πόλεμος/η σχέση ~ησε δέκα χρόνια. Καλό ήταν όσο ~ησε. Πόσο ~ησαν οι διαπραγματεύσεις; 2. διατηρείται: Το μακιγιάζ/το χτένισμα ~ (: δεν χαλάει). Δεν ~άνε τα τυριά εκτός ψυγείου (: αλλοιώνονται). ● ΦΡ.: (ο χορός) καλά κρατεί (συχνά αρνητ. συνυποδ.): για κατάσταση που έχει διάρκεια, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση: Η βεντέτα/η κρίση/o πόλεμος ~ ~. ~ ~ η προεκλογική αντιπαράθεση. (Και) τα πανηγύρια/σκάνδαλα ~ ~ούν., δεν κρατιέμαι (προφ.): για να δηλωθεί έντονη ανυπομονησία, επιθυμία, ανάγκη για κάτι: ~ ~ιόταν από τη χαρά της., κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι με τη συνεργασία επιτυγχάνεται καλύτερα ο στόχος. Πβ. το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο., κρατά(ει) τη θέση του (μτφ.) 1. ενεργεί κατά τρόπο που να μη θίγεται η αξιοπρέπειά του ή να μην εκτίθεται: Ξέρει να ~ ~. 2. επιμένει στις απόψεις του., κρατάει χαρακτήρα (μτφ.-προφ.): παραμένει σταθερός στις απόψεις του, δεν αλλάζει στάση, συμπεριφορά., κρατάω το παιδί 1. (για έγκυο) αποφασίζω να μη διακόψω την κύηση. 2. το φυλάω, προσέχω (όταν λείπουν οι γονείς του από το σπίτι): Ποιος σου ~άει ~; Βλ. μπέιμπι σίτερ., κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή: τον βοηθώ να ζήσει ή να επιβιώσει παρά τις αντιξοότητες: Την ~ούν στη ζωή με μηχανική υποστήριξη.|| (μτφ.) Η ελπίδα/το πείσμα τον ~ησε ζωντανό. (κατ' επέκτ.) ~ησε ζωντανό το όνειρο., κρατώ κάτι μυστικό/κρυφό: δεν το φανερώνω: ~ά(ει) (επτασφράγιστο) μυστικό το παρελθόν του. ~ησε κρυφό το γεγονός από τους φίλους του. ΑΝΤ. αποκαλύπτω (1), το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο) (προφ.): θυμάμαι το κακό που μου έκαναν και επιδιώκω εκδίκηση: Μια φορά του είπα ψέματα και ακόμη μου το ~ει. Πβ. μνησικακώ. ΣΥΝ. το βαστάω (σε κάποιον), (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου βλ. πόδι, (κρατά/τηρεί) αιδήμονα σιωπή(ν)/σιγή(ν) βλ. αιδήμων, από πού κρατά(ει)/βαστά(ει) η σκούφια του; βλ. σκούφια, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, δάσκαλε που δίδασκες (και νόμο/λόγο δεν εκράτεις) βλ. διδάσκω, έχω κάποιον στο χέρι (μου) βλ. χέρι, κάνω/κρατάω σεκόντο (σε κάποιον) βλ. σεκόντο, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατά/κατέχει τα σκήπτρα/τα ηνία βλ. σκήπτρο, κρατάω (κάτι) γινάτι βλ. γινάτι, κρατάω (κάτι) μέσα μου βλ. μέσα, κρατάω κόντρα βλ. κόντρα, κρατάω πισινή βλ. πισινός, κρατάω τα μπόσικα βλ. μπόσικος, κρατάω το ίσο βλ. ίσο, κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον βλ. μούτρο, κρατάω/φυλάω τσίλιες βλ. τσίλια, κρατώ (κάποιον) ενήμερο βλ. ενήμερος, κρατώ (το) φανάρι βλ. φανάρι, κρατώ αντίσταση βλ. αντίσταση, κρατώ επαφή (με κάποιον) βλ. επαφή, κρατώ κακία σε κάποιον βλ. κακία, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, κρατώ μακριά βλ. μακριά, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, κρατώ την αναπνοή μου βλ. αναπνοή, κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, κρατώ ψηλά τη σημαία βλ. σημαία, κρατώ/έχω κάποιον σε απόσταση βλ. απόσταση, κρατώ/παίρνω τα γκέμια βλ. γκέμια, κρατώ/τηρώ τις ισορροπίες βλ. ισορροπία, κρατώ/τηρώ/σώζω τα προσχήματα βλ. πρόσχημα, κρύβε λόγια βλ. λόγια, λαμβάνω/κρατώ υπό σημείωση βλ. σημείωση, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις βλ. απόσταση, πέτρα που (θέλει να) κυλά, (ποτέ) δεν χορταριάζει/λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει βλ. κυλάω, πιάνω/κρατώ τη μύτη μου βλ. μύτη, σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά βλ. λουρί, τηρεί σιγή(ν) ιχθύος βλ. ιχθύς, τηρώ/κρατώ στάση αναμονής βλ. αναμονή ● βλ. κράτει, κρατημένος, κρατούμενος, κρατών [< αρχ. κρατῶ ‘είμαι ισχυρός, επικρατώ, κρατώ σταθερά’]

λευκός

λευκός, ή, ό λευ-κός επίθ. 1. που έχει το χρώμα του χιονιού ή του γάλακτος ως αποτέλεσμα της αντανάκλασης όλων των ακτίνων φωτός: ~ός: αφρός/πίνακας. ~ή: κιμωλία/κλωστή/σελίδα (: που δεν έχει γραμμές ή είναι άγραφη)/ταινία. ~ό: νυφικό/περιστέρι (: σύμβολο της ειρήνης)/πουκάμισο/τριαντάφυλλο/φόντο/χαρτί. ~ά: άνθη/δόντια. ~ά: μαλλιά (: με ~ές τρίχες· βλ. κατά-, πάλ-λευκος)/πανιά. Πρόσωπο ~ό σαν (το) χιόνι.|| ~ό: τοπίο. ~ά: Χριστούγεννα. Πβ. χιονισμένος.|| (για ορισμένα ζώα) ~ός: καρχαρίας. ~ή: φάλαινα. ΣΥΝ. άσπρος (1) ΑΝΤ. μαύρος (1) 2. του οποίου το χρώμα πλησιάζει το λευκό, συνήθ. σε αντιδιαστολή με άλλα ομοειδή που είναι πιο σκούρα: ~ή: σοκολάτα. ~ό: τσάι (βλ. πράσινο)/ψωμί (βλ. ολικής αλέσεως). ΑΝΤ. μαύρος.|| ~ή: σάλτσα. ~ό: κρασί (: με κιτρινωπό χρώμα)/κρέας (π.χ. κοτόπουλο)/λάχανο. ~ά: σταφύλια. Φρούτα με ~ή σάρκα (= λευκόσαρκα). Βλ. κόκκινος.|| ~ό: τυρί (π.χ. φέτα, βλ. κίτρινο).|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: κηλίδες (στο δέρμα/στα δόντια).|| ~ή: φυλή (βλ. κίτρινη, κόκκινη, μαύρη). ~ό: δέρμα. Βλ. έγχρωμος, ερυθρόδερμος. 3. (μτφ.) που δεν έχει τίποτα το επιλήψιμο: ~ό: παρελθόν (πβ. αγνό, αθώο, ακηλίδωτο, άσπιλο)/(ΝΟΜ.) ποινικό μητρώο (: χωρίς νομικά παραπτώματα, πβ. καθαρό, ΑΝΤ. βεβαρημένο). ● Ουσ.: λευκά (τα) 1. σύνολο από λευκά εσώρουχα ή άλλα λευκά είδη: Πλένουμε χωριστά τα χρωματιστά από τα ~. Πβ. ασπρόρουχα. 2. τα άσπρα πιόνια στο σκάκι: Παίζουν τα ~. 3. ΤΥΠΟΓΡ. τα λεπτότερα και λιγότερο έντονα στοιχεία γραμματοσειράς. Βλ. ημίμαυρος, μπολντ., λευκό (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: αποχρώσεις του ~ού. Το ~ του πάγου.|| (στον πληθ., μτφ.) Όλη η χώρα στα ~ά (: λόγω του χιονιού). ΣΥΝ. άσπρο (1) ΑΝΤ. μαύρο (1) 2. λευκή ψήφος, λευκό ψηφοδέλτιο: Έδωσε/έριξε/ψήφισε ~., Λευκοί (οι) {σπανιότ. στον εν.}: το σύνολο των ανθρώπων που έχουν λευκή επιδερμίδα και των οποίων τα μάτια δεν είναι σχιστά. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκά αιμοσφαίρια: λευκοκύτταρα. Βλ. ερυθρός., λευκά είδη: σεντόνια, κουβέρτες, τραπεζομάντιλα, πετσέτες, κουρτίνες, μαξιλαροθήκες λευκού χρώματος: ~ ~ κουζίνας/προικός. ~ ~ για ξενοδοχεία/παιδιά. Πβ. ασπρόρουχα. [< αγγλ. white goods, 1900] , λευκή ζώνη 1. θαλάσσια περιοχή στην οποία επιτρέπεται η αλιεία. 2. (στον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό της Κύπρου) έκταση γης στην οποία απαγορεύεται η οικοδομική δραστηριότητα. 3. ΑΘΛ. (& συχνότ. άσπρη ζώνη) η πρώτη ζώνη που αποκτούν οι αθλούμενοι στις πολεμικές τέχνες και προσδιορίζει το χαμηλότερο επίπεδο τεχνικής και εμπειρίας τους στο άθλημα. Βλ. μαύρη ζώνη., Λευκός Πύργος: ΙΣΤ. κυκλικός οχυρωματικός πύργος του 15ου αι. που χρησιμοποιήθηκε επί τουρκοκρατίας ως φυλακή θανατοποινιτών και αποτελεί σήμερα ιστορικό μνημείο, σύμβολο της Θεσσαλονίκης., ο Λευκός Οίκος: η επίσημη κατοικία και το γραφείο του προέδρου των ΗΠΑ· συνεκδ. η εκτελεστική εξουσία της κυβέρνησης των ΗΠΑ και οι φορείς της: συνάντηση στον ~ό ~ο.|| Αξιωματούχος/εκπρόσωπος του ~ού ~ου. [< αμερικ. White House] , αθώα/λευκή περιστερά βλ. περιστερά, άσπρη/λευκή γραμμή βλ. γραμμή, λευκά ποτά βλ. ποτό, λευκές νύχτες βλ. νύχτα, λευκές συσκευές βλ. συσκευή, λευκή απεργία βλ. απεργία, Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο βλ. βίβλος, λευκή επιταγή βλ. επιταγή, λευκή ισοπαλία βλ. ισοπαλία, λευκή κάρτα βλ. κάρτα, λευκή κόλλα βλ. κόλλα, λευκή λίστα βλ. λίστα, λευκή νύχτα βλ. νύχτα, λευκή ουσία βλ. ουσία, λευκή σημαία βλ. σημαία, λευκή ψήφος βλ. ψήφος, λευκό κελί βλ. κελί, λευκό κολάρο βλ. κολάρο, λευκό συμβόλαιο βλ. συμβόλαιο, λευκό φως βλ. φως, λευκό ψέμα βλ. ψέμα, λευκός θάνατος βλ. θάνατος, λευκός θόρυβος βλ. θόρυβος, λευκός ιππότης βλ. ιππότης, λευκός καπνός βλ. καπνός, λευκός νάνος βλ. νάνος, λευκός/εικονικός γάμος βλ. γάμος, πολική αρκούδα βλ. αρκούδα ● ΦΡ.: εν λευκώ (λόγ.): με απεριόριστη ελευθερία (κινήσεων), χωρίς επιφυλάξεις: ~ ~ ανάθεση (μιας υπόθεσης). Έδωσε/ζήτησε ~ ~ έγκριση/εξουσιοδότηση. Διαχειρίζεται ~ ~ την περιουσία της οικογένειας. Υπέγραψε ~ ~., εμπόριο λευκής σαρκός βλ. σαρξ, ντύνομαι στα λευκά βλ. ντύνω, σε λευκό κλοιό βλ. κλοιός [< αρχ. λευκός, γαλλ. blanc, αγγλ. white]

λουρί

λουρί λου-ρί ουσ. (ουδ.) {λουριού}: μακρόστενη ταινία από εύκαμπτο υλικό, για ποικίλες χρήσεις: τσάντα με αποσπώμενο/ρυθμιζόμενο ~ ώμου. Βαλίτσα με ~ μεταφοράς. Σακίδιο με ~ιά πλάτης. Πβ. αορτήρας, ιμάντας. Βλ. ζώνη.|| Κρατώ/τραβώ τον σκύλο απ' το ~. Βλ. καπίστρι, περιαυχένιο. ΣΥΝ. λώρος ● Υποκ.: λουράκι (το): ρολόι με αδιάβροχο/δερμάτινο/μεταλλικό (πβ. μπρασελέ)/πλαστικό/υφασμάτινο ~. Πέδιλα με ~. Θήκη κινητού/φωτογραφικής μηχανής με ~ ασφαλείας/καρπού (/χεριού)/λαιμού. ● ΦΡ.: και το λουρί της μάνας 1. (προφ.) και πάει λέγοντας, και ούτω καθεξής, και λοιπά: εισαγωγές, εξαγωγές, αντιπροσωπείες και ~ ~. 2. ("το λουρί της μάνας"· παλαιότ.) ομαδικό παιδικό παιχνίδι., σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά & (σπάν.) το λουρί (μτφ.-προφ.): περιορίζω κάποιον που έχει ξεπεράσει τα όρια με τη συμπεριφορά του· επιβάλλω περιορισμούς σε κάτι: Σφίξ'/τράβηξέ του ~ ~, γιατί έχει πάρει πολύ αέρα! Πβ. πατώ πόδι, υψώνω/ορθώνω το ανάστημά μου.|| Η κρίση σφίγγει ~ στη χορήγηση δανείων., χαλαρώνω τα λουριά & (σπάν.) λασκάρω τα λουριά (μτφ.-προφ.): μειώνω τους περιορισμούς, γίνομαι λιγότερο αυστηρός. Πβ. αφήνω λάσκα. [< μεσν. λουρίν]

λυκόφως

λυκόφως λυ-κό-φως ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. λυκαυγές 1. ΑΣΤΡΟΝ. το αμυδρό φως λίγο μετά τη δύση του Ηλίου· συνεκδ. η συγκεκριμένη χρονική φάση. Πβ. αμφιλύκη, δειλινό, ηλιοβασίλεμα, σκιόφως, σύθαμπο, σούρουπο. 2. (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) τέλος, παρακμή: στο ~ (= στο γέρμα, στη δύση, στο ναδίρ) της ζωής/καριέρας του. ● ΣΥΜΠΛ.: ζώνη του λυκόφωτος (μτφ.): ακαθόριστη, αμφίβολη, ενδιάμεση κατάσταση: η ~ ~ μεταξύ ζωής και θανάτου/πραγματικού και φανταστικού. Πβ. μεταίχμιο. [< αγγλ. twilight zone, 1920] [< 1: μτγν. λυκόφως]

μαυρο- & μαυρό- & μαυρ-

μαυρο- & μαυρό- & μαυρ-: α' συνθετικό, κυρ. ουσιαστικών και επιθέτων, που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει μαύρο ή βαθύ σκούρο χρώμα: (συνήθ. ως χαρακτηριστικό κατηγορίας) μαυρο-γένης/~μάλλης/~μάτης. Mαυρο-ντυμένη (βλ. λευκο-ντυμένη)/~φορούσα.|| Μαυρο-πίπερο (βλ. κοκκινο-). Μαυρό-χωμα (βλ. ασπρό-). Μαυρο-πίνακας (βλ. ασπρο-).|| Mαυρο-πούλι. Μαυρό-παπια.|| (γενικότ.) Μαυρο-ζούμι.|| Μαυρό-ασπρος.|| Μαυρ-ιδερός.

μαύρος

μαύρος, η, ο [μαῦρος] μαύ-ρος επίθ. 1. που έχει το χρώμα με την ελάχιστη φωτεινότητα ή τη μέγιστη σκοτεινότητα, η επιφάνεια του οποίου απορροφά, αλλά δεν αντανακλά καμία ορατή ακτινοβολία: ~ος: πίνακας (= μαυροπίνακας). ~η: απόχρωση/κουκκίδα/σημαία. ~ο: άλογο/βελούδο/κοράκι/στιλό/φόντο/φόρεμα. ~ο δερμάτινο/πέτσινο μπουφάν. ~ες: γόβες. ~α: εσώρουχα. Βάζω ~ο μολύβι στα μάτια. Μελάνι ~ου χρώματος.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) ~α γράμματα σε λευκό φόντο. Εκτύπωση με (έντονα) ~α (= μπολντ) στοιχεία. Βλ. ημίμαυρος.|| (εμφατ.) ~, κατάμαυρος. ~ σαν κάρβουνο/πίσσα (πβ. κατράμι). Πβ. ασπρό-, ολό-μαυρος. ΑΝΤ. άσπρος (1), λευκός (1) 2. που έχει πολύ σκούρο χρώμα, σχεδόν μαύρο: ~ος: ουρανός (πβ. συννεφιασμένος). ~η: πεύκη. ~α: γυαλιά.|| ~ος: καφές (: χωρίς γάλα). ~η: ζάχαρη (βλ. άσπρη)/μπίρα (βλ. ξανθιά)/σοκολάτα (ή υγείας)/σταφίδα (βλ. ξανθή). ~ο: κρασί (: σκούρο κόκκινο, βλ. μαυροδάφνη)/πιπέρι/ρύζι (βλ. λευκό)/ψωμί (πβ. ολικής αλέσεως). ~ες: ελιές (βλ. πράσινες). ~α: σταφύλια (βλ. λευκά).|| ~α: δόντια/μαλλιά/στίγματα (πβ. μελανά). ~οι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Έγινε ~ από τον ήλιο (πβ. μαυρίζω). Το μάτι του είναι ~ο από τη(ν) μπουνιά που έφαγε.|| Μες στη ~η νύχτα (: χωρίς φεγγάρι ή αστέρια, πολύ σκοτεινή).|| ~α: νύχια/χέρια (: βρόμικα, λερωμένα. ΑΝΤ. καθαρά). Έγινα ~ από τον καπνό.|| (για πρόσ.) ~η: φυλή (: με σκουρόχρωμη επιδερμίδα, νέγρικη. Βλ. κίτρινη, λευκή). 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για να δηλωθεί κάτι αρνητικό, δυσάρεστο, θλιβερό: ~ος: μήνας. ~η: ζωή (πβ. άθλιος, βασανισμένος, δυστυχισμένος). ~ες: ειδήσεις/σκέψεις (πβ. απαισιόδοξος). ~α: μηνύματα. ~η ψυχή (: κακιά, μοχθηρή). ~ο (= δυσοίωνο) το μέλλον της οικονομίας. ~α σύννεφα στον τουρισμό. ~ες γιορτές/~ο Σαββατοκύριακο θα περάσουμε! Είναι σε ~α χάλια/έχει τα ~α του τα χάλια (: σε πολύ άσχημη κατάσταση)!|| (συνδεδεμένος με καταστροφικό, τραγικό γεγονός) ~ος: Σεπτέμβρης. ~η: επέτειος/μέρα (πβ. αποφράδα)/σελίδα της ιστορίας.|| (εμφατ.) ~η: απελπισία/πείνα/φτώχεια. Η ~η (= πικρή) αλήθεια είναι ότι ...|| ~η: μαγεία. 4. (προφ.) που δεν δηλώνεται στην εφορία και αποφέρει παράνομα κέρδη: ~η: οικονομία. Πβ. λαθραίος. ● Ουσ.: μαύρα (τα) 1. μαύρα ρούχα, συχνά ως ένδειξη πένθους: ντύνομαι στα/φοράω ~. Έβγαλε τα ~ (: σταμάτησε να πενθεί). Βλ. λευκά. 2. τα μαύρα πιόνια στο σκάκι: Παίζουν τα ~. Βλ. λευκά., μαύρο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: Προτιμώ το μοβ από το ~.|| Το ~ σου πάει πολύ! ΑΝΤ. άσπρο (1) 2. (& σπάν. μαύρη ψήφος) (αργκό) αρνητική ψήφος· γενικότ. καταψήφιση, αποδοκιμασία ενός προσώπου ή μιας κατάστασης: Οι ψηφοφόροι θα ρίξουν ~ στο κόμμα. Θα φάει ~ δαγκωτό στις εκλογές. ΣΥΝ. φούμο (2) 3. & μαύρη (η): (αργκό) χασίς. Πβ. φούντα, χόρτο. ● Υποκ.: μαυρούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρη (αγορά) 1. παράνομη αγοραπωλησία σε δύσκολες κυρ. περιόδους (όπως πολεμικές) όπου υπάρχει έλλειψη εμπορευμάτων, κυρ. τροφίμων, τα οποία πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές. 2. παράνομη αγοραπωλησία προϊόντων που δεν είναι νόμιμα, δεν βρίσκονται εύκολα στο εμπόριο ή πωλούνται σε χαμηλότερη από την κανονική τιμή, συνήθ. επειδή είναι κλεμμένα. [< αγγλ. black market, 1931, γαλλ. marché noir, 1945] , μαύρη γη (μτφ.) 1. καμένη έκταση. 2. (λογοτ., συχνά σε δημοτικά τραγούδια) ο Άδης., μαύρη ζώνη: ΑΘΛ. που αποκτούν οι αθλούμενοι στις πολεμικές τέχνες και προσδιορίζει το ανώτερο επίπεδο τεχνικής και εμπειρίας τους στο άθλημα. Βλ. λευκή ζώνη., μαύρη μουσική: ΜΟΥΣ. το σύνολο των μουσικών ειδών αφροαμερικανικής προέλευσης. Βλ. αρ εν μπι, μπλουζ, ραπ, σόουλ, τζαζ, χιπ χοπ., μαύρο μυθιστόρημα ΛΟΓΟΤ. 1. αυτό που συνδυάζει συνήθ. την αστυνομική πλοκή με την αρνητική, σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας. Βλ. φιλμ νουάρ. 2. το γοτθικό, με βασικά χαρακτηριστικά τα υπερφυσικά και τρομακτικά στοιχεία. [< γαλλ. roman noir] , αρνητική/μαύρη διαφήμιση βλ. διαφήμιση, άσπρο-μαύρο & μαύρο-άσπρο βλ. άσπρος, η μαύρη ήπειρος βλ. ήπειρος, μαύρα σκοτάδια βλ. σκοτάδι, μαύρα ταμεία βλ. ταμείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, μαύρες συσκευές βλ. συσκευή, Μαύρη Βίβλος βλ. βίβλος, μαύρη εργασία βλ. εργασία, μαύρη κωμωδία βλ. κωμωδία, μαύρη λίστα βλ. λίστα, μαύρη προπαγάνδα βλ. προπαγάνδα, μαύρη τρύπα βλ. τρύπα, μαύρη χήρα βλ. χήρα, μαύρο θέατρο βλ. θέατρο, μαύρο κουτί βλ. κουτί, μαύρο πρόβατο βλ. πρόβατο, μαύρο τσάι βλ. τσάι, μαύρο/μπλακ χιούμορ βλ. χιούμορ, μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα, μαύρος θάνατος βλ. θάνατος, μαύρος καβαλάρης βλ. καβαλάρης, μαύρος νάνος βλ. νάνος, μαύρος πάγος βλ. πάγος, μαύρος χρυσός βλ. χρυσός ● ΦΡ.: μαύρος και άραχνος (μτφ.-εμφατ.): για καθετί δύσκολο, δυσάρεστο, δυσοίωνο: Τα βλέπει/τα βρήκε/είναι όλα ~α και ~α., τα βάφω μαύρα (μτφ.-προφ.): στενοχωριέμαι υπερβολικά, απογοητεύομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό, απελπίζομαι: Τα έβαψε ~ μετά τον χωρισμό.|| (ειρων.) Σιγά μην τα βάψω ~ που δεν ήρθε! ΣΥΝ. είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά, με παίρνει από κάτω/αποκάτω, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά βλ. σκύλος, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια βλ. αλήθεια, είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά βλ. πανί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) βλ. Μάης, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα βλ. μαυρίλα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, μαύρη η ώρα βλ. ώρα, μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει βλ. τρώω, με (τα πιο) ζοφερά/μελανά χρώματα βλ. χρώμα, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι βλ. χιόνι, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα βλ. βλέπω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< μτγν. μαῦρος, γαλλ. noir, αγγλ. black]

μικτός

μικτός, ή, ό μι-κτός επίθ. & μεικτός 1. που αποτελείται από περισσότερα του ενός διαφορετικά στοιχεία: ~ός: αγώνας/πληθυσμός. ~ή: ασφάλεια αυτοκινήτου (: ασφαλιστική κάλυψη και για ίδιες ζημίες σε περίπτωση ατυχήματος)/ατομική (: κολύμβηση με συνδυασμό διαφορετικών στιλ)/γλώσσα (: με στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας)/επιτροπή/εταιρεία (: που συστήνεται από ένα πρόσωπο δημοσίου δικαίου και μία ιδιωτική επιχείρηση)/καύση (ξυλείας και προϊόντων λιγνίτη)/κουζίνα (: με γκάζι και ηλεκτρισμό)/ονομασία/τεχνική (στη ζωγραφική και τις καλές τέχνες). ~ό: δέρμα (αλλού λιπαρό, αλλού κανονικό ή ξηρό)/δικαστήριο (με τακτικούς δικαστές και λαϊκούς ενόρκους)/εκλογικό σύστημα (: εκλογή άλλων βουλευτών σε μικρές περιοχές με σταυρό προτίμησης και άλλων σε μεγάλες περιφέρειες με λίστα). ~ές: αποδοχές. ~ά: ασφάλιστρα. ~ό σώμα αξιολογητών. Βλ. αμιγής, σύμμικτος. 2. που προορίζεται για άτομα και των δύο φύλων: ~ός: χορός. ~ή: χορωδία. ~ό: σχολείο (για μαθητές και μαθήτριες). ● επίρρ.: μικτά ● ΣΥΜΠΛ.: μικτή ζώνη: (κυρ. στην αθλητική δημοσιογραφία) οριοθετημένη περιοχή σε αθλητικούς χώρους, όπου οι ρεπόρτερς παίρνουν δηλώσεις από πρωταγωνιστές αθλητές ή/και προπονητές., μικτό/ακαθάριστο βάρος: ΟΙΚΟΝ. το βάρος ενός εμπορεύματος μαζί με τη συσκευασία του. Βλ. απόβαρο. ΑΝΤ. καθαρό βάρος, μικτός αριθμός: ΜΑΘ. πραγματικός αριθμός που αποτελείται από ακέραιο και κλάσμα., μικτή οικονομία βλ. οικονομία, μικτό δάσος βλ. δάσος, μικτό/ακαθάριστο κέρδος βλ. κέρδος, μικτός γάμος βλ. γάμος, μικτός/ακαθάριστος μισθός βλ. μισθός [< αρχ. μικτός, γαλλ. mixte, αγγλ. mixed]

νεκροζώντανος

νεκροζώντανος, η, ο νε-κρο-ζώ-ντα-νος επίθ.: ζωντανός νεκρός, μισοπεθαμένος· (ως ουσ.) βρικόλακας. Πβ. ζόμπι.

νεκρός

νεκρός, ή/(λόγ.) ά, ό νε-κρός επίθ. 1. που έχει πεθάνει, δεν βρίσκεται πια στη ζωή: ~ από ανακοπή/σφαίρα (: σκοτωμένος)/το ψύχος. Ανασύρθηκε/έπεσε ~. Πβ. πεθαμένος. Βλ. ημιθανής.|| ~ά: ζώα. Ψάρια που ξεβράστηκαν ~ά. Πβ. ψόφιος.|| ~ό: σώμα (= άψυχο· βλ. πτώμα, σορός). ~οί: ιστοί. ~ά: κύτταρα (βλ. πίλινγκ).|| ~ά: δέντρα (: καμένα)/φύλλα (: μαρα-, ξερα-μένα).|| ~ό: αστέρι (βλ. λευκός νάνος, μαύρος νάνος). ΑΝΤ. ζωντανός (1) Βλ. πολύνεκρος. 2. (μτφ.) που έχει πάψει πλέον να υφίσταται, να ισχύει ή να λειτουργεί, που δεν χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και έντονη δραστηριότητα, που παραμένει αναξιοποίητος, αχρησιμοποίητος: ~ές: ελπίδες. ~ά: όνειρα. ΣΥΝ. χαμένος.|| Το τηλέφωνο είναι ~ό.|| ~ή: πόλη (= νεκρόπολη).|| ~ή: περίοδος (τουριστικά). ~ό: κεφάλαιο (: που δεν αποφέρει κέρδη).|| ~ές: ώρες (ΑΝΤ. ώρες αιχμής).|| (ΙΑΤΡ.) Ανατομικός/κυψελιδικός ~ χώρος (του αναπνευστικού συστήματος) (: ο όγκος του αέρα που δεν συμμετέχει στην ανταλλαγή των αερίων). ● Ουσ.: νεκρός, νεκρή (ο/η): οι ~οί του πολέμου. Τρισάγιο στη μνήμη των ~ών. Εκατόμβη ~ών. Ασέβεια/προσφορές (βλ. κτέρισμα)/σεβασμός/ύβρη προς τους ~ούς. Φόρος τιμής στους ~ούς. Δυστύχημα με δεκάδες ~ούς (και τραυματίες). Θάβουν/θρηνούν τους ~ούς τους. Πβ. αποβιώσας, αποθανών, εκλιπών, μακαρίτης, συγχωρεμένος, τεθνεώς.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ανάσταση ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: νεκρή γωνία 1. περιοχή που δεν είναι ορατή από τον οδηγό μέσω των καθρεφτών του οχήματος. 2. (γενικότ.) ζώνη μέσα στην οποία είναι αδύνατη η παρατήρηση: ~ ~ ραντάρ., νεκρή ζώνη & (σπάν.) νεκρή περιοχή 1. ΣΤΡΑΤ. ουδέτερη ζώνη. ΣΥΝ. πράσινη ζώνη (2) 2. (μτφ.) στην οποία δεν υπάρχουν ενδείξεις για ύπαρξη ζωής. [< 1: αγγλ. dead zone, 1902 2: ~, 1971] , νεκρή ταχύτητα & (προφ.) νεκρά (η): (σε όχημα) θέση του μοχλού ταχυτήτων στην οποία δεν μεταδίδεται κίνηση στον κεντρικό άξονα., νεκρό βάρος 1. ΝΑΥΤ. το βάρος του πλοίου που προκύπτει από το άθροισμα του ωφέλιμου φορτίου και των αναλώσιμων (καύσιμα, λιπαντικά, εφόδια) και αντιστοιχεί στη μεταφορική του ικανότητα. Βλ. απόβαρο. 2. ΟΙΚΟΝ. το κόστος μιας κυβερνητικής πολιτικής η οποία δεν επέφερε αντισταθμιστικό κέρδος, δηλ. δεν πέτυχε τον στόχο της. 3. ΟΙΚΟΝ. χρέος που εκδίδεται για κάλυψη τρεχουσών αναγκών και δεν καλύπτεται από κάποιο περιουσιακό στοιχείο του δανειζομένου., νεκρό πλήκτρο: ΠΛΗΡΟΦ. το οποίο δεν εμφανίζει αμέσως στην οθόνη του υπολογιστή κάποιο σημάδι, παρά μόνο αφού πατηθεί μετά από αυτό το επιθυμητό γράμμα (π.χ. το πλήκτρο του τόνου). [< αγγλ. dead key] , νεκρό σημείο 1. (μτφ.) αδιέξοδο, στασιμότητα: Σε ~ ~ βρίσκονται/έχουν περιέλθει οι διαπραγματεύσεις. 2. & (προφ.) νεκρό (το): νεκρή ταχύτητα. 3. ΟΙΚΟΝ. τιμή που δεν επιφέρει κέρδος ή ζημία ούτε στον αγοραστή ούτε στον πωλητή ενός δικαιώματος. 4. ΜΗΧΑΝΟΛ. το πιο απομακρυσμένο ή το πιο κοντινό, ως προς τον στροφαλοφόρο άξονα, σημείο της διαδρομής του εμβόλου μιας μηχανής: άνω/κάτω ~ ~. [< γαλλ. point mort] , άταφος νεκρός βλ. άταφος, κενό/νεκρό γράμμα βλ. γράμμα, νεκρή γλώσσα βλ. γλώσσα, νεκρή θάλασσα βλ. θάλασσα, νεκρή φύση βλ. φύση, περιύβριση νεκρού βλ. περιύβριση, προσκλητήριο νεκρών/πεσόντων βλ. προσκλητήριο ● ΦΡ.: ούτε νεκρός δεν ...! (προφ.): για έντονα αρνητική στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι: ~ ~ γυρίζω πίσω (= ποτέ)! ~ ~ό δεν θέλω να τον ξαναδώ!, έχει πεθάνει/πέθανε/είναι πεθαμένος για μένα βλ. πεθαίνω, ζωντανός νεκρός βλ. ζωντανός, και νεκρούς ανασταίνει βλ. ανασταίνω, κλινικά νεκρός βλ. κλινικός, ο νεκρός/ο αποθανών δεδικαίωται βλ. δεδικαίωται [< αρχ. νεκρός, γαλλ. mort, αγγλ. dead]

νωχελικός

νωχελικός, ή, ό νω-χε-λι-κός επίθ. (λόγ.) & (αρχαιοπρ.) νωχελής, ής, ές: ράθυμος, νωθρός: ~ή: ατμόσφαιρα/διάθεση. ~ό: βλέμμα (= αποχαυνωμένο, νυσταλέο). ~ές: κινήσεις/μελωδίες.|| (για πρόσ.) ~ό: άτομο (= οκνηρός, τεμπέλης). ● επίρρ.: νωχελικά [< αρχ. νωχελής]

οικονομικός

οικονομικός, ή, ό [οἰκονομικός] οι-κο-νο-μι-κός επίθ. ΟΙΚΟΝ. 1. που αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: ~ός: απολογισμός/οργανισμός (πβ. τράπεζα)/πόλεμος/προϋπολογισμός/Τύπος/φορέας. ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/ανεξαρτησία/βοήθεια/διάρθρωση/διαφάνεια/διαχείριση/διπλωματία/δυσπραγία/εισφορά/ενημέρωση/εξαθλίωση/εξέλιξη/εξυγίανση/επιστήμη (= οικονομικά)/θεωρία/κρίση/μεταρρύθμιση/πρόοδος/σταθερότητα/συγκυρία/συμφωνία/σύνοδος/ύφεση. ~ό: άνοιγμα/ίδρυμα/κέρδος/κλίμα/κόστος/κραχ/μοντέλο/σκάνδαλο/φόρουμ. ~οί: δείκτες/πόροι. ~ές: δυσκολίες/κυρώσεις/παροχές/συναλλαγές/υπηρεσίες. ~ά: αποτελέσματα/εργαλεία/κίνητρα/συμφέροντα. Εξαμηνιαία/ετήσια ~ή έκθεση του Ομίλου ... ~ή ενίσχυση/στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Βρίσκεται σε ~ό αδιέξοδο λόγω χρεών. Περικοπές για ~ούς λόγους. Δημόσια ~ή Υπηρεσία (ακρ. ΔΟΥ). ~ό Επιμελητήριο Ελλάδας (ακρ. ΟΕΕ).|| ~ό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ακρ. ΟΠΑ). ~ά μαθηματικά και στατιστική. Πτυχιούχος ΑΕΙ ~ής κατεύθυνσης. (ως ουσ.) Οι φοιτητές του ~ού.|| (για πρόσ.) ~ός: αναλυτής/διαχειριστής/διευθυντής/ελεγκτής/έφορος. ~ό: επιτελείο (κυβέρνησης)/στέλεχος. Βλ. μακρο~, μικρο~, τεχνο~, χρηματο~. 2. που κοστίζει λίγο, ανέξοδος· που εξοικονομεί ενέργεια: ~ό: γεύμα/εισιτήριο/εστιατόριο/μαγαζί/ξενοδοχείο. ~ές: διακοπές. ~ή λειτουργία εγκατάστασης/συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας. ~ό πακέτο καρτοκινητής τηλεφωνίας. Προσφορά συμφέρουσα από ~ή άποψη. Η ~ότερη λύση/πρόταση της αγοράς για συνεχή πρόσβαση στο ίντερνετ.|| ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας. ~ή: συσκευή. ~ό: αυτοκίνητο (: σε κατανάλωση βενζίνης). ΣΥΝ. φτηνός (1) ΑΝΤ. ακριβός (1), αντιοικονομικός, δαπανηρός ● Ουσ.: οικονομικό (το): καθετί που σχετίζεται με χρήματα, το χρηματικό: Έχει τεράστια περιουσία και συνεπώς έχει λύσει το ~ του. Μίλησε στον εργοδότη του για το ~ (: τον μισθό). Δεν την ενδιαφέρει το ~ της υπόθεσης. Το ~ (ενν. πρόβλημα) της χώρας. ● επίρρ.: οικονομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστική οικονομική ζώνη (ακρ. ΑΟΖ): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. ζώνη θαλάσσιας δικαιοδοσίας και δικαιωμάτων (κυρ. εκμετάλλευση των φυσικών πόρων) των παράκτιων κρατών με εύρος μέχρι 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές, που περιλαμβάνει τα ύδατα, τον βυθό και το υπέδαφος της περιοχής της, και αρχίζει μετά το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Βλ. υφαλοκρηπίδα. [< αγγλ. exclusive economic zone, 1975] , οικονομικά αγαθά: τα μέσα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών που είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και βρίσκονται σε ανεπάρκεια σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: Τα ~ ~ διακρίνονται στα υλικά και τα άυλα αγαθά ή υπηρεσίες. Βλ. διαρκή, ελεύθερα, καταναλωτικά, κεφαλαιουχικά αγαθά., οικονομικά μεγέθη 1. οποιαδήποτε μεταβλητή υπολογίζεται με αριθμητικούς ή ποσοτικούς όρους: εταιρικά/συνοπτικά ~ ~. Βελτιωμένα/μειωμένα εμφανίζονται τα ~ ~ του ομίλου στο εξάμηνο ... Τα ~ ~ της ζώνης του ευρώ. ~ ~ σε επίπεδο χώρας (π.χ. ΑΕΠ, επιτόκια, βλ. μακροοικονομία). 2. {κυρ. στον εν.} οικονομική συσκευασία. [< 2: αγγλ. economy size, 1950] , οικονομικές επιστήμες: όσες μελετούν την παραγωγή, κατανομή, κατανάλωση και διαχείριση αγαθών και υπηρεσιών: Βραβείο Νόμπελ ~ών ~ών. Βλ. μακρο-, μικρο-οικονομία. ΣΥΝ. οικονομικά (2), οικονομολογία [< γαλλ. sciences économiques] , οικονομικές καταστάσεις: πίνακες αναλυτικής παρουσίασης κατά κατηγορία των δεδομένων που περιγράφουν την οικονομική πορεία μιας εταιρείας σε ορισμένη χρονική περίοδο, οι οποίοι δημοσιεύονται συγκεντρωτικά για τη διεξοδική ενημέρωση των επενδυτών: ενδιάμεσες/ενοποιημένες/εξαμηνιαίες/ετήσιες/περιοδικές/συνοπτικές/τριμηνιαίες ~ ~. Βλ. επαναδημοσίευση, ισολογισμός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες., οικονομική γεωγραφία: ΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά και αναλύει τα τεχνικά, κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά στοιχεία του γεωγραφικού χώρου, καθώς και τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπινου παράγοντα· το αντίστοιχο διδασκόμενο μάθημα. Βλ. ανθρωπογεωγραφία. [< αγγλ. economic geography] , οικονομική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συμμετοχής σε οικονομικές συναλλαγές, χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες., οικονομική θέση 1. & τουριστική θέση: χώρος σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (αεροπλάνα, πλοία, τρένα), όπου οι επιβάτες εξασφαλίζουν θέση με φθηνότερο εισιτήριο: εισιτήριο/κάθισμα/καμπίνα ~ής ~ης. ΑΝΤ. διακεκριμένη θέση 2. οικονομική κατάσταση: Βρίσκεται σε δύσκολη ~ ~. Σε δεινή ~ ~ περιήλθε ο Όμιλος ... [< 1: αγγλ. economy class, γαλλ. classe économique] , οικονομική μονάδα: κάθε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστούν δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας: Δύο αντιπροσωπευτικές ~ές ~ες είναι το νοικοκυριό και η επιχείρηση. [< αγγλ. economic unit] , οικονομική πολιτική: σύνολο μέτρων και αποφάσεων που λαμβάνονται σε κυβερνητικό συνήθ. επίπεδο για τον καθορισμό συγκεκριμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας και την επίτευξη οικονομικών στόχων: εθνική/εξωτερική/εσωτερική/κοινοτική/περιοριστική ~ ~. Αλλαγή/χάραξη ~ής ~ής. Σφιχτή ~ ~ για μείωση του ελλείμματος.|| ~ ~ της εταιρείας., οικονομική συσκευασία: συσκευασία προϊόντος που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος ή ποσότητα από τη συμβατική, αλλά φτηνότερη αναλογικά. Βλ. οικογενειακό μέγεθος., Οικονομικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες που ρυθμίζουν τις οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες: διοικητικό ~ ~. Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού ~ού ~ου., οικονομικό έγκλημα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. κάθε παράνομη οικονομική δραστηριότητα (όπως φοροδιαφυγή, υπεξαίρεση χρημάτων): διεθνές/ηλεκτρονικό/οργανωμένο ~ ~. Βλ. ΣΔΟΕ., οικονομικό σύστημα (το): κάθε σύνολο κανόνων στα πλαίσια μιας κοινωνίας που ρυθμίζουν την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση αγαθών: διεθνές/ευρωπαϊκό/φιλελεύθερο ~ ~. Το ~ ~ του καπιταλισμού., οικονομικοί μετανάστες/πρόσφυγες: πρόσωπα που εγκαταλείπουν τη χώρα τους σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερου βιοτικού επίπεδου: νόμιμοι/παράνομοι ~ ~.|| Εσωτερικοί ~ ~. Βλ. ευπαθείς (κοινωνικά) ομάδες. [< αγγλ. economic migrants/refugees] , οικονομικός κύκλος: περιοδική, επαναλαμβανόμενη διακύμανση ύφεσης-ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας: Ανοδική/πτωτική φάση ~ού ~ου. Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οί ~οι. [< αγγλ. business/economic cycle] , οικονομικός παράγοντας 1. οτιδήποτε επηρεάζει μια κατάσταση από οικονομικής πλευράς: Ο τουρισμός αποτελεί ζωτικό/σημαντικό ~ό ~α ανάπτυξης του νησιού. 2. πρόσωπο που έχει ισχυρή θέση και ασκεί επιρροή στον επιχειρηματικό κόσμο: κορυφαίος/σημαίνων/τοπικός ~ ~. ~οί ~ες και διαχειριστές μεγάλων κεφαλαίων., οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός: η επίδραση της κεντρικής εξουσίας ενός κράτους ή συνόλου κρατών στη λήψη αποφάσεων καθοριστικής σημασίας στον οικονομικό τομέα., Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος βλ. ευρωπαϊκός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες βλ. στοιχείο, οικονομική ανάπτυξη βλ. ανάπτυξη, οικονομική βία βλ. βία, Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) βλ. ένωση, οικονομική μεγέθυνση βλ. μεγέθυνση, οικονομικό αντικείμενο βλ. αντικείμενο, οικονομικό έτος βλ. έτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο [< αρχ. οἰκονομικός, γαλλ. économique, αγγλ. economic]

οικότοπος

οικότοπος [οἰκότοπος] οι-κό-το-πος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -όπου}: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. οι φυσικές συνθήκες και το περιβάλλον στο οποίο ζει και αναπτύσσεται ένας φυτικός ή ζωικός οργανισμός: θαλάσσιος/παράκτιος/σπάνιος ~. Υποβάθμιση ~ου. ~ προτεραιότητας. ~ με χλωρίδα και πανίδα. ~ για μεταναστευτικά, αλλά και ενδημικά είδη πουλιών. Ποικιλότητα ~όπων. Πβ. βιότοπος. Βλ. οικοθέση, -τοπος. ΣΥΝ. ενδιαίτημα (2) [< μεσν. οικότοπος 'κτισμένο οικόπεδο', αγγλ.-γαλλ. habitat]

ουδέτερος

ουδέτερος, η, ο [οὐδέτερος] ου-δέ-τε-ρος επίθ. 1. που δεν υποστηρίζει καμία από τις αντίπαλες πλευρές σε μια διαφωνία ή διαμάχη ή γενικότ. που δεν παίρνει θέση, αμέτοχος· ειδικότ. για χώρα που επιλέγει να μην πάρει μέρος σε πολεμική σύγκρουση ή στρατιωτική παρέμβαση: (για πρόσ.) ~ος: παρατηρητής. Παρέμεινε ~ σε όλη τη διάρκεια της αντιπαράθεσης/συζήτησης.|| (ως ουσ.) Οι υπέρ, οι κατά και οι ~οι. Πβ. αδέσμευτος.|| ~ος: χώρος. ~η: άποψη/εφημερίδα/πληροφόρηση. Αγώνας σε ~η έδρα/~ο γήπεδο. Συνάντηση σε ~ο έδαφος. Τήρηση ~ης πολιτικής στάσης (πβ. ακομμάτιστος, αχρωμάτιστος). 2. χωρίς ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που να τον κάνει να ξεχωρίζει ή να διαφέρει από άλλους· που δεν φέρει κανένα από τα γνωρίσματα ζεύγους αντίθετων εννοιών: ~ος: ήχος. ~η: αξιολόγηση/γεύση/έκφραση/έννοια/επιλογή/λέξη. ~ο: αποτέλεσμα/άρωμα/ύφος. ~ες: αποχρώσεις/συνθήκες. ~α: χρώματα (π.χ. άσπρο, μαύρο, γκρι). Πβ. απρόσωπος, άχρωμος.|| (ΧΗΜ., που δεν παρουσιάζει οξύτητα ή αλκαλικότητα) ~ο: διάλυμα (: που δεν υδρολύονται τα ιόντα του)/πεχά. ~ες: ενώσεις.|| (ΦΥΣ., που δεν φέρει θετικό ή αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο) ~α: άτομα/μόρια.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ο: ισοζύγιο άνθρακα (: επίτευξη μηδενικής εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα).|| (ΜΑΘ.) Το μηδέν είναι το ~ο στοιχείο της πρόσθεσης.ουδέτερο (το): ΓΡΑΜΜ. όνομα ουδετέρου γένους: ~α σε -ι/-μα/-ο. Οι καταλήξεις των ~έρων., ουδέτερος (ο) (προφ.): ΗΛΕΚΤΡ. ενν. αγωγός: γείωση του ~ου. Βλ. ουδετέρωση. ● επίρρ.: ουδέτερα ● ΣΥΜΠΛ.: ουδέτερη διάθεση: ΓΡΑΜΜ. στην οποία ανήκουν ρήματα που δηλώνουν κατάσταση (π.χ. ηρεμώ, κάθομαι, κοιμάμαι). Βλ. ενεργητική, μέση, παθητική διάθεση., ουδέτερη ζώνη ΣΤΡΑΤ. 1. περιοχή στην οποία δεν πραγματοποιούνται εχθροπραξίες κατόπιν συμφωνίας ανακωχής. Πβ. νεκρή ζώνη. 2. περιοχή στα σύνορα η οποία δεν ανήκει σε κανένα από τα όμορα κράτη., ουδέτερο (γένος): ΓΡΑΜΜ. το γένος των ονομάτων με άρθρο "το". Βλ. αρσενικό (γένος), θηλυκό (γένος). [< αρχ. οὐδέτερος, γαλλ. neutre, αγγλ. neutral]

παράδειγμα

παράδειγμα πα-ρά-δειγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. κάθε πληροφορία (αντικείμενο, γεγονός, κατάσταση) που αναφέρει κάποιος, προκειμένου να καταστήσει σαφή και κατανοητή τη σημασία λέξης ή το περιεχόμενο έννοιας, επειδή (θεωρεί ότι) συγκεντρώνει τα τυπικά της γνωρίσματα και, συνεπώς, την αντιπροσωπεύει: απλό/άστοχο/ατυχές/διαφωτιστικό/διδακτικό/ενδεικτικό/θεωρητικό/ιστορικό/καλό/κλασικό/πετυχημένο/τυπικό/χαρακτηριστικό/χειροπιαστό/χρήσιμο ~. Ιστορικό/κοινωνικό ~. Παράθεση/παρουσίαση ~άτων. Πλήθος ~άτων από την καθημερινή ζωή. Μάθηση μέσω ~άτων. Στο ~ που ακολουθεί, ... Δώσε μου ένα ~ για να καταλάβω. Για να σου φέρω ένα ~, ... (Αν)έφερε για/σαν/ως ~ το φαινόμενο της ... Πάρε ~ την ... Βλ. αντι~. 2. πρότυπο: (για πρόσ.) Αποτελεί (λαμπρό) ~ ειλικρίνειας/τιμιότητας. Έχει τους γονείς του ως ~.|| Πολιτικό σύστημα που συνιστά ~ δημοκρατίας/σωστής διακυβέρνησης. Οικολογικό ~. Πβ. υπόδειγμα.|| Αρνητικό/επικίνδυνο/θετικό ~. Ακολούθησε το ~ του φίλου του και ασχολήθηκε με ...|| ~ συμπλήρωσης (μιας αίτησης). Πβ. δείγμα, περίπτωση. 3. ΓΛΩΣΣ. το σύνολο των γλωσσικών στοιχείων που μπορούν να υποκαταστήσουν το ένα το άλλο σε συγκεκριμένο περιβάλλον: το κλιτικό/μορφολογικό ~ του ονόματος/του ρήματος. Βλ. σύνταγμα. 4. ΦΙΛΟΣ. το θεωρητικό πλαίσιο, δηλ. το πλαίσιο αρχών, εννοιών και μεθόδων, εντός του οποίου, κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου της επιστήμης, αναπτύσσονται οι θεωρίες της. ● Υποκ.: παραδειγματάκι (το): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή παραδείγματος: ριζική αλλαγή στον τρόπο σκέψης, αντιμετώπισης κατάστασης ή λειτουργίας συστήματος: ~ ~ στην οικονομία. [< αγγλ. paradigm shift, 1962, όρ. του Thomas Kuhn] , ζωντανό παράδειγμα & ζωντανή απόδειξη: για πρόσωπο που αποδεικνύει έμπρακτα όσα υποστηρίζει· για κάτι που αποδεικνύεται στην πράξη, πραγματοποιείται και δεν μένει σε θεωρητικό επίπεδο: Είναι ~ ~ εργατικότητας. Αποτελεί ζωντανό ~ του τι μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος. || Περιοχή που αποτελεί ~ ~ αρμονικής συμβίωσης διαφορετικών πολιτισμών., φωτεινό παράδειγμα βλ. φωτεινός ● ΦΡ.: για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν (/χάρη) (συντομ. π.χ.) & (λόγ.) επί παραδείγματι: για να δοθεί ένα παράδειγμα: τροφές πλούσιες σε βιταμίνες, (όπως) ~ ~ φρούτα και λαχανικά. Εάν, ~ ~ (= φερ' ειπείν), συμβεί να ... Πβ. πιχί. ΣΥΝ. λόγου χάρη/χάριν [< γαλλ. par exemple] , δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα: αποτελώ (θετικό/αρνητικό) πρότυπο: Ο δάσκαλος δίνει το καλό ~ στους μαθητές του. Πρόσεχε πώς μιλάς, δίνεις το κακό ~!, παράδειγμα προς/για αποφυγή/μίμηση: για συμπεριφορά ή κατάσταση που θεωρείται ότι πρέπει να αποφεύγεται ή να ακολουθείται ως υπόδειγμα: Κάποιος/κάτι είναι ~ ~. [< 1,2: αρχ. παράδειγμα, γαλλ. exemple 3: γαλλ. paradigme, 1943, αγγλ. paradigm 4: γερμ. Paradigma]

παράκτιος

παράκτιος, α, ο πα-ρά-κτι-ος επίθ.: που βρίσκεται ή γίνεται δίπλα ή κοντά στην ακτή: ~ος: οικισμός/τουρισμός. ~α: αλιεία/διάβρωση/κωπηλασία/πεδιάδα. ~ο: περιβάλλον. ~ες: αποθέσεις (βλ. άμμος, κροκάλα)/θίνες. ~α: οικοσυστήματα/ύδατα. ΑΝΤ. μεσόγειος ● ΣΥΜΠΛ.: παράκτια ζώνη: ΓΕΩΛ. η παραθαλάσσια ζώνη ηπειρωτικής περιοχής που αρχίζει από την κατώτερη στάθμη του ύδατος και εκτείνεται προς την ξηρά, μέχρι εκεί που φτάνει το κύμα. [< γαλλ. zοne côtière/littorale] , παράκτια πετοσφαίριση (επίσ.): ΑΘΛ. μπιτς βόλεϊ., θαλάσσιο/παραλιακό μέτωπο βλ. μέτωπο [< αρχ. παράκτιος]

πυρ

πυρ [πῦρ] ουσ. (ουδ.) {πυρ-ός | -ά, -ών} (λόγ.): φωτιά: ασφαλιστήριο/ασφάλιστρα/συμβόλαιο ~ός.|| Ο οικισμός παραδόθηκε στο ~ (= κάηκε).|| (ΓΕΩΓΡ.) Η Γη του Πυρός. (ΘΕΟΛ.) Το ~ της κολάσεως. (ΦΙΛΟΣ., κατά τον Ηράκλειτο) Το ~ ως ύψιστη αρχή των πάντων. (ΑΡΧ.) Στον βωμό έκαιγε το ιερό ~.πυρά (τα) 1. βολές, πυροβολισμοί: αντιαεροπορικά ~. ~ όλμων/πολυβόλων. Ανταλλαγή/ρίψη/χρήση ~ών. Ασκήσεις με εικονικά/πραγματικά ~. Δέχτηκαν εχθρικά/ομαδικά/πυκνά ~. Έριξαν προειδοποιητικά ~. Σκοτώθηκε από τα ~ ληστή. 2. (μτφ.) κατηγορίες, λεκτική επίθεση: προεκλογικά/συντονισμένα ~. ~ συνδικαλιστών κατά του νομοσχεδίου. Έστρεψε τα ~ του εναντίον των αντιπάλων του. Ανταπέδωσε τα/απάντησε στα ~ (που δέχτηκε). Πβ. μύδροι. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιο πυρ: ΘΕΟΛ. η Κόλαση ή η αιώνια τιμωρία των αμαρτωλών., άσβεστο πυρ: ΑΡΧ. φωτιά που διατηρείται συνεχώς αναμμένη για θρησκευτικούς λόγους: η ιερή εστία με το ~ ~., γραμμή (του) πυρός: πρώτη γραμμή: Πολέμησε/στάλθηκε στη ~ ~.|| (μτφ.) Ανήκει στη ~ ~ της ομάδας (= στην επίθεση). Βρίσκεται στη ~ ~ της εταιρείας. ΣΥΝ. γραμμή του μετώπου, δύναμη πυρός 1. ΣΤΡΑΤ. συνολική ικανότητα εκτόξευσης πυρών εναντίον του εχθρού. 2. (μτφ.) ισχυρό όπλο, ατού: η ~ ~ για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Πβ. βαρύ πυροβολικό., ζώνη του πυρός & ζώνη πυρός: (κυριολ. κ. μτφ.) πεδίο βολής ή γενικότ. πεδίο μάχης: Βρέθηκε στη ~ ~. [< αγγλ. fire-zone, 1916, πβ. free-fire zone, 1965] , υγρό πυρ & (σπάν.) ελληνικό πυρ: ΙΣΤ. εύφλεκτο μείγμα μυστικής σύνθεσης (πιθανόν συνδυασμός κυρ. θείου, νίτρου, νάφθας και ρητίνης) που αναφλεγόταν αυτόματα μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό και χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς ως ναυτικό όπλο., άσφαιρα (πυρά) βλ. άσφαιρος, ασφάλεια πυρός βλ. ασφάλεια, διασταυρούμενα πυρά βλ. διασταυρούμενος, καταιγιστικά πυρά βλ. καταιγιστικός, κατάπαυση (του) πυρός βλ. κατάπαυση, πυρ/πυρά ομαδόν βλ. ομαδόν, φίλια πυρά βλ. φίλιος ● ΦΡ.: ανοίγω πυρ & αρχίζω πυρ: αρχίζω να πυροβολώ εναντίον κάποιου: Άνοιξαν ~ κατά των εχθρών.|| (μτφ.) Άνοιξε ~ εναντίον των συκοφαντών (= εξαπέλυσε μομφές). [< γαλλ. ouvrir le feu] , διά πυρός και σιδήρου (λόγ.) 1. (μτφ.) μέσα από πολλές δοκιμασίες, βάσανα, ταλαιπωρίες: Περάσαμε ~ ~, ώσπου να τα καταφέρουμε. 2. με φωτιές και σφαγές· (κυρ. κατ' επέκτ.) με την άσκηση πίεσης ή βίας, με εξαναγκασμό: Επέβαλε τη βούλησή του ~ ~. [< γερμ. mit Feuer und Schwert] , εν μέσω (δύο) πυρών (λόγ.) & μεταξύ (δύο) πυρών & ανάμεσα σε δύο πυρά: για κάποιον/κάτι που δέχεται ταυτόχρονα επίθεση ή μτφ. έντονες αντιδράσεις από δύο αντίπαλες πλευρές: Βρίσκονται ~ ~. [< γαλλ. entre deux feux ] , παύσατε πυρ! 1. ΣΤΡΑΤ. παράγγελμα να σταματήσουν οι βολές. 2. (μτφ.) προτροπή για διακοπή διένεξης ή διαμάχης. Βλ. ανακωχή, εκεχειρία, κατάπαυση (του) πυρός. [< γαλλ. c essez le feu ] , πυρ και μανία (μτφ.): για να δηλωθεί έντονος θυμός, μεγάλη οργή: Είναι ~ ~ (= έξαλλος, έξω φρενών) κατά της διαιτησίας/με την επιπολαιότητά τους/με τους υπαλλήλους του. Έγινε (= εξοργίστηκε)/τον έκαναν ~ ~ (= τον εξόργισαν). Πβ. μπουρλότο., πυρ κατά βούληση & (λόγ.) κατά βούλησιν 1. ελευθερία στη ρίψη βολών. 2. (μτφ.) ανεμπόδιστη εκτόξευση κατηγοριών: ~ ~ εναντίον ... [< γαλλ. feu à volonté] , πυρ!: ΣΤΡΑΤ. ως παράγγελμα για την έναρξη πυροβολισμών. [< γαλλ. feu!] , στο πυρ το εξώτερο(ν) & (σπάν.-λόγ.) εις το πυρ το εξώτερον 1. (μτφ.) ως αναθεματισμός, αποκήρυξη, καταδίκη, κατάκριση: Τον έριξαν/έστειλαν ~ ~. 2. ΘΕΟΛ. & εις το πυρ το αιώνιον: στην Κόλαση., (λαμβάνω/παίρνω) το βάπτισμα του πυρός βλ. βάπτισμα, γαία πυρί μ(ε)ιχθήτω βλ. γαία, διασταύρωσαν τα ξίφη τους βλ. διασταυρώνω, παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς βλ. παρανάλωμα, πυρ, γυνή και θάλασσα βλ. γυνή, σε ανταλλαγή πυροβολισμών/πυρών βλ. ανταλλαγή, στη/εις την γέεννα του πυρός/της φωτιάς βλ. γέεννα [< αρχ. πῦρ, γαλλ. feu, αγγλ. fire]

συνορεύει

συνορεύει συ-νο-ρεύ-ει ρ. (αμτβ.) {συνορεύ-οντας}: έχει κοινά σύνορα: Ακίνητα/κτήματα/οικόπεδα/περιοχές/χωράφια που ~ουν (μεταξύ τους). Ο νομός ~ ανατολικά με ...|| ~ουμε με τον Δήμο ... ● ΣΥΜΠΛ.: συνορεύουσα ζώνη: ΝΟΜ. η παρακείμενη στην αιγιαλίτιδα ζώνη που χωρίζει τα χωρικά από τα διεθνή ύδατα. [< μεσν. συνορεύει]

σφίγγω

σφίγγω σφίγ-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έσφι-ξα, σφί-ξει, -χτηκα, -χτεί, -γμένος, σφίγγ-οντας} 1. κρατώ, πιάνω ή αγκαλιάζω με δύναμη: ~ξε τα παιδιά στην αγκαλιά της. Μου ~ξε τον λαιμό και κόντεψε να με πνίξει. 2. τραβώ ή στρίβω κάτι, για να δεθεί ή να βιδώσει καλά αντίστοιχα: ~ τη θηλιά/τον κόμπο/τα κορδόνια. ~ξε γερά το σχοινί της βάρκας. ΑΝΤ. λύνω.|| ~ τη βίδα/τη βρύση/το παξιμάδι (ΑΝΤ. ξεβιδώνω). ΑΝΤ. λασκάρω (1), ξεσφίγγω, χαλαρώνω (2) 3. γίνομαι σφριγηλός: Με τη γυμναστική/το μασάζ έχω ~ξει. Με αυτές τις ασκήσεις ~ει το σώμα. Πβ. συ~.σφίγγει 1. γίνεται πηχτός, πυκνός, στερεός: ~ το τσιμέντο. Ανακατεύουμε τη σάλτσα, μέχρι να ~ξει. 2. (συνήθ. για ρούχα) πιέζει, στενεύει: Τον ~ η ζώνη/το παντελόνι του. Με ~ουν τα παπούτσια. 3. (μτφ.) (για δυσάρεστη ή ανεπιθύμητη κατάσταση) εντείνεται, επιτείνεται: ~ ο κλοιός (της ύφεσης). ~ουν οι έλεγχοι/τα πράγματα. ● Παθ.: σφίγγομαι 1. πιέζομαι: Το μωρό ~εται, για να ενεργηθεί.|| (μτφ.) ~εται η καρδιά μου (= ραγίζει, στενοχωριέμαι) με το κατάντημά του. 2. (μτφ.) συγκρατούμαι: ~χτηκα, για να μη μιλήσω. ● ΦΡ.: και πού να σφίξουν/να πιάσουν οι ζέστες! (ειρων.): σε περιπτώσεις που η συμπεριφορά κάποιου φαίνεται γελοία, παράλογη, αλλοπρόσαλλη: Τι ρούχα είναι αυτά που φοράει! ~ ~!, σφίγγω τη γροθιά & τις γροθιές: κλείνω την παλάμη με δύναμη: Οι αντίπαλοι έσφιξαν τις γροθιές, έτοιμοι να παλέψουν.|| (σε ένδειξη αποφασιστικότητας, διαμαρτυρίας, ενθουσιασμού) Έσφιγγε τις γροθιές του θυμωμένος., σφίγγω το ζωνάρι (μου) (προφ.): ελαττώνω τα έξοδά μου, κάνω οικονομία· κατ' επεκτ. περιορίζομαι ή ζορίζομαι: Θα σφίξουμε τα ζωνάρια μας και θα τον βγάλουμε τον μήνα. Ανεβαίνει η τιμή του πετρελαίου και σφίγγουν τα ζωνάρια., σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη: προσπαθώ να κρύψω έντονα αρνητικά συναισθήματα., σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια: κάνω χειραψία με κάποιον, κυρ. ως χειρονομία φιλίας ή σύναψης συμφωνίας: Μου έσφιξε θερμά το χέρι.|| Οι αντιμαχόμενες πλευρές/οι αντίπαλοι έσφιξαν τα χέρια. Πβ. δίνω τα χέρια., κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, σφίγγουν οι κώλοι βλ. κώλος, σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα βλ. ζέστη, σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά βλ. λουρί [< αρχ. σφίγγω]

ύδωρ

ύδωρ [ὕδωρ] ύ-δωρ ουσ. (ουδ.) {ύδ-ατος | -ατα, -άτων} (λόγ.): νερό: απεσταγμένο/ενέσιμο/θαλάσσιο/πόσιμο ~. Βαθέα/επιφανειακά (: λίμνες, ποτάμια, χείμαρροι, ταμιευτήρες)/παράκτια/υπόγεια ~ατα. Ρύπανση των ~άτων. ● ΣΥΜΠΛ.: αγιασμός/καθαγιασμός των υδάτων: ΕΚΚΛΗΣ. τελετουργική πράξη εξαγνισμού των υδάτων κατά την εορτή των Θεοφανείων., βαρύ ύδωρ & βαρύ νερό: ΧΗΜ. οξείδιο του δευτερίου (σύμβ. D2O), το οποίο επιβραδύνει τον ρυθμό ανάπτυξης των ζωικών οργανισμών· χρησιμοποιείται ως επιβραδυντής στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. [< γαλλ. l' eau lourde] , βασιλικό ύδωρ: ΧΗΜ. κίτρινο διαβρωτικό μείγμα υδροχλωρικού και νιτρικού οξέος το οποίο έχει την ιδιότητα να διαλύει τα ευγενή μέταλλα, κυρ. τον χρυσό και τον λευκόχρυσο. [< λατ. aqua regia] , διεθνή ύδατα: ΝΟΜ. η θαλάσσια έκταση που βρίσκεται έξω από τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης και κατά συνέπεια δεν ανήκει σε συγκεκριμένο κράτος. ΣΥΝ. ανοιχτή θάλασσα (2), εσωτερικά ύδατα: ΝΟΜ. το σύνολο των στάσιμων (λίμνες, ταμιευτήρες) και ρεόντων (ποτάμια, χείμαρροι) επιφανειακών υδάτων και όλα τα υπόγεια ύδατα που βρίσκονται προς την πλευρά της ξηράς: ινστιτούτο ~ών ~άτων. Αλιεία στα ~ ~. [< αγγλ. inland waters] , ζων ύδωρ: ΘΡΗΣΚ. το νερό ως πηγή δύναμης και μέσο εξαγνισμού, η ζωοποιός θεία χάρη. Βλ. αθάνατο νερό., γλυκό νερό βλ. γλυκός, λιμνάζοντα νερά/ύδατα βλ. λιμνάζων, όμβρια ύδατα βλ. όμβριος, οξυγονούχο ύδωρ βλ. οξυγονούχος, χωρικά ύδατα βλ. χωρικός2 ● ΦΡ.: γη και ύδωρ βλ. γη, περί ανέμων και υδάτων βλ. άνεμος, ταράζω τα νερά βλ. νερό [< αρχ. ὕδωρ, γαλλ. eau]

χτύπημα

χτύπημα χτύ-πη-μα ουσ. (ουδ.) {χτυπήμ-ατος | -ατα} & (σπάν.-λόγ.) κτύπημα 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χτυπώ, κρούση· συνεκδ. ο ήχος, ο κρότος που προκαλείται: ρυθμικό ~ των χεριών (= παλαμάκια, χειροκρότημα). Νευρικό ~ του ποδιού στο έδαφος. ~ των πλήκτρων (του Η/Υ) (= πληκτρολόγηση). Φιλικό ~ στην πλάτη. (ΑΘΛ.) Εύστοχο ~ πέναλτι. ~ της μπάλας με τη ρακέτα/στο παρκέ (πβ. πρόσκρουση).|| Το ~ του κουδουνιού (= κουδούνισμα)/ρολογιού (βλ. ξυπνητήρι). Το χαρμόσυνο ~ της καμπάνας. Ακούστηκε ένα δυνατό/σιγανό ~ στην πόρτα. Το (γρήγορο) ~ της καρδιάς (πβ. παλμός, χτυποκάρδι). Πβ. χτύπος. 2. βίαιη πράξη που συνήθ. επιφέρει σωματική βλάβη· συνεκδ. τραύμα, πληγή: δολοφονικό/τρομοκρατικό ~. Τα ~ατα του εχθρού (πβ. επίθεση, έφοδος). ~ατα από αέρος (= βομβαρδισμοί, πυρά). (ΑΘΛ.) Αντικανονικό ~ (πβ. φάουλ). Βλ. κονταρο~.|| Του κατάφερε ~ατα (βλ. γροθιά, κλοτσιά, μπουνιά). Πβ. πλήγμα.|| ~ατα με μαχαίρι (= μαχαιριές). Τα γόνατά του είναι γεμάτα ~ατα (: γρατζουνιές, μελανιές). Το θύμα φέρει πολλαπλά/σοβαρά ~ατα (πβ. κακώσεις). 3. (μτφ.) πλήγμα, συμφορά· ηθική ζημιά, δυστυχία: νέο ισχυρότατο ~ του εγκέλαδου/σεισμού. Η εταιρεία δέχτηκε δυνατό/μεγάλο οικονομικό ~. Πισώπλατα ~ατα (= μαχαιρώματα). Συνεχίζει να χαμογελά παρά τα απανωτά ~ατα της μοίρας. 4. (μτφ.-προφ.) αποτελεσματική αντιμετώπιση, εξάλειψη, καταπολέμηση: τελειωτικό/τελικό ~. Πβ. χαριστική βολή. Νέο καίριο ~ κατά των εμπόρων ναρκωτικών πέτυχε η Αστυνομία. Πβ. εξουδετέρωση, πάταξη.|| Το ~ (= μείωση) των τιμών. 5. δυνατό και γρήγορο ανακάτεμα: ~ των αβγών/του φραπέ. Πβ. ανάδευση, ανακίνηση, κούνημα. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερο χτύπημα: ΑΘΛ. ελεύθερο λάκτισμα., χαριστική βολή βλ. χαριστικός ● ΦΡ.: χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση (μτφ.): για επίθεση σε βάρος κάποιου με ύπουλο και ανέντιμο τρόπο: Δέχτηκε ~ατα ~. [< 1: αρχ. κτύπημα 'κρότος, θόρυβος' 2,3: μεσν.]

ψυχή

ψυχή ψυ-χή ουσ. (θηλ.) 1. η άυλη, πνευματική ουσία του ανθρώπου, που θεωρείται ότι είναι αθάνατη· γενικότ. η άυλη και άφθαρτη ουσία κάθε όντος: ειρήνη της ~ής. Η ~ δίνει ζωή στο σώμα.|| Κάθαρση/λύτρωση/σωτηρία της ~ής. (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο σωτήρας των ~ών (: ο Θεός). Προσεύχομαι για την ~ κάποιου. Δέηση για την ~ του ... Παρέδωσε την ~ του στον Κύριο (= πέθανε· βλ. πνεύμα). (ως ευχή για πεθαμένο:) Ο Θεός να/ας αναπαύσει την ~ του.|| (σε όρκο:) Στην ~ της μάνας/του πατέρα μου!|| (ΦΙΛΟΣ.) Καθολική/παγκόσμια ~ (πβ. ψυχή του κόσμου).|| (ΜΥΘ.) Η Ψυχή και ο Έρωτας.|| Η ~ των ζώων. 2. (ειδικότ.) η ηθική και συναισθηματική φύση του ανθρώπου, σε αντίθεση με τη βιολογική και διανοητική του υπόσταση: αβυσσαλέα/αγγελική/αγνή/αδάμαστη/αδούλωτη/ελεύθερη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/μαύρη/παιδική/περήφανη (βλ. φρόνημα)/σκληρή/σκοτεινή ~. Οι αρετές/η γαλήνη/η δύναμη/η ηρεμία/η καλλιέργεια/η κατάσταση/το μεγαλείο/ο πόνος/η υγεία της ~ής. Το τραγούδι άγγιξε την ~ μου (: με συγκίνησε βαθύτατα). Έχει καλή/κακή ~ (= καρδιά· πβ. καλό-/κακό-ψυχος). Η αμαρτία βαραίνει την ~ (βλ. συνείδηση). Κάποιος/κάτι γεμίζει την ~ μας με θλίψη/χαρά. Πόνεσε η ~ μου που την είδα να κλαίει (: στενοχωρήθηκα πολύ). Το ευχαριστήθηκε/χάρηκε η ~ μου! Το αληθινό ταλέντο βγαίνει/πηγάζει από την ~. Με τα μάτια της ~ής.|| H λαϊκή ~. 3. άνθρωπος, ζωή· ειδικότ. εμψυχωτής: αδικοχαμένες/μοναχικές/νεανικές/πληγωμένες ~ές. Πόλη δύο εκατομμυρίων ~ών (= κατοίκων). Χάθηκαν τόσες αθώες ~ές! Τι να κάνει άραγε αυτή η ~;|| Δεν υπήρχε ~ τριγύρω. Σε αυτό το μέρος τον χειμώνα δεν πατάει ~.|| (μτφ.) Είναι η ~ του αγώνα. Το εμπορικό κέντρο είναι η ~ της πόλης. 4. {χωρ. πληθ.} παλικαριά, θάρρος: το μεγαλείο της ελληνικής ~ής. Δείξαμε ~ και νικήσαμε. Θέλει ~ (= κότσια) ν' αψηφάς τον κίνδυνο. Είναι ομάδα με ~. Είχαν ~ και πάλεψαν μέχρι τέλους εναντίον των κατακτητών (: ήταν ψυχωμένοι, ανδρείοι· βλ. δειλός, άνανδρος). Πβ. αγωνιστικ-, μαχητικ-ότητα, σθένος. 5. ΤΕΧΝΟΛ. το κεντρικό ή βασικό τμήμα αντικειμένου ή κατασκευής, συνήθ. δοκού, σιδηροτροχιάς: αγωγοί/συρματόσχοινα με χαλύβδινη ~. ● Υποκ.: ψυχάκι (το) (οικ.): πρόσωπο αγαπημένο, κοντινό ή για το οποίο τρέφουμε αισθήματα συμπάθειας, εκτίμησης., ψυχούλα (η): καλοσυνάτος άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και ανιδιοτέλεια. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχή του κόσμου & κοσμική ψυχή: ΦΙΛΟΣ. (κατά τους πρώτους φιλοσόφους) η ζωοποιός δύναμη του κόσμου., αδελφή ψυχή βλ. αδελφός, η αθανασία της ψυχής βλ. αθανασία, η ψυχή της παρέας βλ. παρέα, κατάθεση ψυχής βλ. κατάθεση ● ΦΡ.: βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) (προφ.): δημιουργώ, κάνω κάτι με όλες μου τις δυνάμεις, με όρεξη και διάθεση: ~ει ~ σ' αυτό που κάνει., βγαίνει η ψυχή (κάποιου) (προφ.): πεθαίνει: Κόντεψε να βγει ~ του., για την ψυχή της μάνας μου (συνήθ. ειρων.): για να τονιστεί ότι κάτι γίνεται αφιλοκερδώς και ανυστερόβουλα: Το κάνουν για το κέρδος, δεν στήνουν ολόκληρες επιχειρήσεις ~ ~ τους. Πβ. δωρεάν, τζάμπα. ΑΝΤ. με το αζημίωτο., δίνω (και) την ψυχή μου (για κάποιον/κάτι): κάνω τα πάντα., δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι αρέσει πολύ σε κάποιον: Δώσ' του γλυκά/κουτσομπολιό ~ ~!, ένα σώμα, μια ψυχή: για να δηλωθεί απόλυτη ενότητα, σύμπνοια: Είμαστε/έχουμε γίνει ~ ~!, και οι ... έχουν ψυχή (προφ.-χιουμορ.): ακόμα και όσοι υποτιμούνται έχουν συναισθήματα και δικαιώματα., με όλη μου την ψυχή/την καρδιά (προφ.): με κάθε ειλικρίνεια, ολόψυχα: Σ' ευχαριστώ ~ ~! Σου εύχομαι/σε παρακαλώ ~ ~ να ... Θέλω κάτι ~ ~. Τον αγαπούσα ~ ~. ΣΥΝ. από καρδιάς, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με την ψυχή μου (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλαυση, ευχαρίστηση σε πολύ μεγάλο βαθμό: Γλέντησα/χόρεψα ~ ~. Πανηγύρισε ~ ~ του., μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! (προφ.): (για κάτι δυσάρεστο) ό,τι πρόκειται να συμβεί, ας συμβεί μια ώρα νωρίτερα., πιάνεται/πιάστηκε η ψυχή μου (προφ.): στενοχωριέμαι, υποφέρω, αγωνιώ: Πιάνεται ~ ~ που σε βλέπω να κουράζεσαι. ~στηκε ~ όταν είδα ..., ταξίδι ψυχής 1. που έχει ως στόχο την ικανοποίηση ψυχικών αναγκών: ~ ~ στις ρίζες του (= στον τόπο καταγωγής του). 2. (μτφ.) εσωτερική αναζήτηση, ταξίδι με τον νου σε διαφορετικούς τόπους ή καταστάσεις: Η Τέχνη αποτελεί ~ ~., τι ψυχή έχει (κάτι); (οικ.): δεν έχει καμιά αξία ή σημασία: Δεν ήπια και πολύ, ~ ~ ένα ποτηράκι;, τι ψυχή θα παραδώσεις;: (σε κάποιον που διαπράττει κάτι κακό ή και χιουμορ.) δεν φοβάσαι την ώρα της Κρίσεως;, τρέμει η ψυχή μου (μτφ.-προφ.): ανησυχώ πολύ, φοβάμαι υπερβολικά: ~ ~ μην πάθει κανένα κακό. ΣΥΝ. βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου, ψυχή ζώσα (λόγ.-εμφατ.): κανένας: Δεν κυκλοφορεί/δεν υπάρχει ~ ~., ψυχή τε και σώματι (λόγ.) & ψυχή και σώμα: ολόψυχα, ολοκληρωτικά: Του αφοσιώθηκε ~ ~. Αγωνίστηκε/συμμετέχει ~ ~. Τάχθηκε ~ ~ υπέρ του ..., ψυχή/ψυχούλα μου!: ως προσφώνηση με την οποία εκφράζεται αγάπη, τρυφερότητα, οικειότητα: ~ ~, μου λείπεις! ΣΥΝ. καρδιά/καρδούλα μου, άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)! βλ. άβυσσος, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εν βρασμώ ψυχής βλ. βρασμός, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! βλ. θεός, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με πόνο ψυχής βλ. πόνος, με την ψυχή στο στόμα βλ. στόμα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, μου 'φυγε η ψυχή βλ. φεύγω, ο Θεός και η ψυχή του! βλ. θεός, παρέδωσε το πνεύμα βλ. πνεύμα, παρηγοριά στον άρρωστο (μέχρι/ώσπου να βγει η ψυχή του) βλ. παρηγοριά, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι βλ. χούι, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου βλ. βαριέμαι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ ● βλ. ψυχάρα [< αρχ. ψυχή, 5 γερμ. Seele]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.