Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζωοδόχος , ος, ο ζω-ο-δό-χος επίθ. (λόγ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: Ζωοδόχος Πηγή ΕΚΚΛΗΣ. 1. προσωνυμία της Θεοτόκου· συνεκδ. ονομασία ναών και μονών αφιερωμένων σε Αυτή(ν). 2. (στην εκκλησιαστική ζωγραφική) απεικόνιση της Παναγίας με τον Ιησού βρέφος να βρίσκονται πάνω σε πηγή ή αγίασμα. Βλ. -δόχος. [< μτγν. ζωοδόχος]

-δόχος

-δόχος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει τον αποδέκτη: εντολο~/κληρο~/ξενο~/παραγγελιο~.|| (αγωγός, δοχείο:) Καπνο~/τεφρο~/ψηφο~.|| (ΙΑΤΡ., κοιλότητα στην οποία συγκεντρώνεται υγρό:) Ουρο~/χολη~ (κύστη).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.