ζωφόρος ζω-φό-ρος ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) ζωοφόρος: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. το τμήμα πάνω από το επιστύλιο και κάτω από το γείσο, το οποίο φέρει συνήθ. συνεχή ανάγλυφη παράσταση, ενίοτε με μυθολογικές ή ιστορικές απεικονίσεις έμψυχων όντων· η τριγωνική εσοχή που περιβάλλεται από το επιστύλιο και τα δύο γείσα: ανατολική ~ (σε ιωνικό ναό). H ~ του Παρθενώνα. Βλ. -φόρος. [< μτγν. ζῳφόρος]
-φόρος
-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος).2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι.3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.