Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζύγαινα ζύ-γαι-να ουσ. (θηλ.) 1. ΙΧΘΥΟΛ. ψάρι των τροπικών θαλασσών (επιστ. ονομασ. Sphyrna zygaena, Zygaena malleus) με πλατύ, επίπεδο κεφάλι, που ανήκει στα καρχαριοειδή. Πβ. σφύρνα, σφυροκέφαλος. Βλ. σκυλόψαρο. ΣΥΝ. πατερίτσα (3) 2. ΖΩΟΛ. γένος ημερόβιων πεταλούδων με μεγάλες κεραίες και μαύρα φτερά, που φέρουν κόκκινες ή άσπρες κηλίδες. [< 1: αρχ. ζύγαινα 2: γαλλ. zygène]

σκυλόψαρο

σκυλόψαρο σκυ-λό-ψα-ρο ουσ. (ουδ.) (κοινό): ΙΧΘΥΟΛ. γενική ονομασία για κάποια είδη μικρόσωμων καρχαριών (οικογ. Squalidae, Galeorhinidae, Scylliidae). Πβ. γάτος. Βλ. ζύγαινα, -ψαρο. ΣΥΝ. σκύλος (2) [< μεσν. σκυλόψαρο]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.