Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζύγωθρο ζύ-γω-θρο ουσ. (ουδ.) (επίσ.): ΤΕΧΝΟΛ. ράβδος των μηχανών εσωτερικής καύσης που παρεμβάλλεται μεταξύ του εκκεντροφόρου και των βαλβίδων. Βλ. -θρο. ΣΥΝ. κοκοράκι (3) [< μτγν. ζύγωθρον ‘μάνταλο, σύρτης’, γαλλ. culbuteur, 1907]

-θρο

-θρο (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. ειδική κατασκευή και κατ' επέκτ. τόπο: βά~/βάρα~/μέλα~/ρεί~. 2. όργανο: έλκη~/κλεί~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.