Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ηγούμενος, ηγουμένη [ἡγούμενος] η-γού-με-νος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {-ου (λόγ.) -ένου} & (σπάν.-λαϊκό) γούμενος, (η)γουμένισσα: ΕΚΚΛΗΣ. ο/η επικεφαλής ανδρικής/γυναικείας Μονής, αντίστοιχα. Βλ. ηγούμενος, προ~. ΣΥΝ. καθηγούμενος, καθηγουμένη [< μεσν. ηγούμενος, ηγουμένη]
  • ηγουμενοσυμβούλιο [ἡγουμενοσυμβούλιο] η-γου-με-νο-συμ-βού-λι-ο ουσ. (ουδ.): ΕΚΚΛΗΣ. τριμελής επιτροπή διοίκησης μοναστηριού και διαχείρισης της μοναστηριακής περιουσίας με επικεφαλής τον ηγούμενο/την ηγουμένη. Πβ. γεροντία.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.