ηλιοβασίλεμα [ἡλιοβασίλεμα] η-λιο-βα-σί-λε-μα ουσ. (ουδ.) {ηλιοβασιλέμ-ατος | -ατα}: η δύση του ήλιου και η αντίστοιχη χρονική περίοδος: μαγευτικό/ονειρεμένο/ρομαντικό ~. Τα χρώματα/η ώρα του ~ατος. Υπέροχα ~ατα. Απόλαυσε το ~ από την κορυφή του λόφου.|| Κατά το ~. Πβ. βασίλεμα, γέρμα, λιόγερμα. Βλ. λυκόφως, σούρουπο. ΑΝΤ. ανατολή (1), χάραμα (1) [< μεσν. ηλιοβασίλευμα(ν)]
λυκόφως
λυκόφως λυ-κό-φως ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. λυκαυγές 1. ΑΣΤΡΟΝ. το αμυδρό φως λίγο μετά τη δύση του Ηλίου· συνεκδ. η συγκεκριμένη χρονική φάση. Πβ. αμφιλύκη, δειλινό, ηλιοβασίλεμα, σκιόφως, σύθαμπο, σούρουπο.2. (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) τέλος, παρακμή: στο ~ (= στο γέρμα, στη δύση, στο ναδίρ) της ζωής/καριέρας του. ● ΣΥΜΠΛ.: ζώνη του λυκόφωτος (μτφ.): ακαθόριστη, αμφίβολη, ενδιάμεση κατάσταση: η ~ ~ μεταξύ ζωής και θανάτου/πραγματικού και φανταστικού. Πβ. μεταίχμιο. [< αγγλ. twilight zone, 1920] [< 1: μτγν. λυκόφως]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.