Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ηλιοθεραπεία [ἡλιοθεραπεία] η-λιο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.): παρατεταμένη έκθεση του σώματος στην ηλιακή ακτινοβολία με σκοπό το μαύρισμα της επιδερμίδας: εγκαύματα από ~. Κάνω ~. Αποφύγετε την ~, κυρίως κατά τις μεσημεριανές ώρες.|| Τεχνητή ~ (= σολάριουμ). [< πβ. αγγλ. heliotherapy, γαλλ. héliothérapie, 1900]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.