Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ημέρα [ἡμέρα] η-μέ-ρα ουσ. (θηλ.) {ημερών} (επίσ.) & (προφ.) μέρα 1. (συνήθ. στον τ. μέρα) η περίοδος φωτός μεταξύ της ανατολής και της δύσης του ήλιου: ανοιξιάτικη/βροχερή/ζεστή/ηλιόλουστη/λαμπερή/συννεφιασμένη/φωτεινή/χειμωνιάτικη/ωραία ~. Η μικρότερη ~ του χρόνου. Το ξεκίνημα/η μέση/το τέλος της ~ας. Με το φως της ~ας (= της αυγής). Η ~ έρχεται/φεύγει. Θέλω να τελειώσω όσο είναι ακόμα ~. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ~! Μια καινούργια ~ αρχίζει/ξεκινά/ξημερώνει. Μεγάλωσε/μίκρυνε η ~ (: με την αλλαγή της ώρας). (ευχετ.) Καλή ~ (= καλημέρα)! ΑΝΤ. βράδυ (1), νύχτα (1) 2. (ως υποδιαίρεση του χρόνου) το εικοσιτετράωρο διάστημα κατά το οποίο η Γη ολοκληρώνει μία πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονά της· γενικότ. οποιοδήποτε αντίστοιχο διάστημα· ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος που χρειάζεται ένα ουράνιο σώμα για μια παρόμοια περιστροφή: ~ γέννησης (πβ. ημερομηνία). Οι ~ες της εβδομάδας. Μια ~ του καλοκαιριού.|| Κρίσιμη/περίεργη/συνηθισμένη ~. Η επόμενη (/αυριανή· ΣΥΝ. αύριο)/σημερινή (= σήμερα)/χθεσινή (/προηγούμενη· ΣΥΝ. χθες) ~. Η ωραιότερη ~ της ζωής μου! Πρώτη ~ στο σχολείο. Μια ~ μετά/πριν. Ανοιχτά κάθε μέρα (= όλη την εβδομάδα), όλη μέρα (= όλες τις ώρες της ~ας). Οι ζυγές/μονές ~ες του μήνα. Οι τριακόσιες εξηνταπέντε ~ες του χρόνου. Πέντε ~ες άδεια. Τι ~ είναι σήμερα/πέφτει της Παναγίας; Τι ~ κι αυτή! Ήταν μια άσχημη/ξεχωριστή ~ για την ομάδα. Αύριο (είναι) η μεγάλη ~! Πόσες ώρες την ~ δουλεύει; Για τρίτη κατά σειρά/συνεχή ~ ... Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν κάθε ~ (= καθημερινά). Διάβασα το βιβλίο σε μια μόνο ~. (Απο)μένουν δύο ~ες μέχρι ... Έχω ~ες να/πάνε ~ες που έχω να τον δω. Σε λίγες ~ες θα συναντηθούμε. Θέλω ακόμη δυο ~ες, για να τελειώσω. Βλ. ανθρωπο~. ΣΥΝ. εικοσιτετράωρο, ημερονύκτιο 3. (συνήθ. στον τ. ημέρα) εικοσιτετράωρη περίοδος ή καθορισμένο τμήμα της, αφιερωμένη σε συγκεκριμένη δραστηριότητα, γεγονός, γιορτή, επέτειο ή ορισμένο γεγονός: γιορτινή/ελεύθερη/εργάσιμη/ιστορική ~. ~ αργίας/δράσης/εθελοντικής αιμοδοσίας/επισκέψεων/μνήμης/πένθους/χαράς. Η ~ του γάμου/της δίκης/των εκλογών/(ΕΚΚΛΗΣ.) του Κυρίου (= Κυριακή)/του Πάσχα. Παγκόσμια ~ (της) Ειρήνης/κατά του Έιτζ/(της) Μουσικής/(του) Περιβάλλοντος/Προσφύγων. Η ~ της Γυναίκας/του Παιδιού. ~ες κινηματογράφου/πολιτισμού.|| Εφημερεύει δέκα ~ες τον μήνα. Ζητάει/παίρνει ... ευρώ την ~ (: για το χρονικό διάστημα της ~ας που εργάζεται). Το αφεντικό μου οφείλει δώδεκα ~ες (: μισθό αντίστοιχο των δώδεκα ~ών εργασίας). 4. (συνήθ. στον τ. μέρα) απροσδιόριστο χρονικό σημείο: Ήρθε η ~ που περίμενα! Κάποια ~ θα γυρίσει, δεν μπορεί! Δεν έχω χρόνο, θα τα πούμε μια άλλη ~. Την άλλη ~ (= πρόσφατα, τις προάλλες) μου έλεγες πως θα πας ταξίδι κι είσαι ακόμη εδώ; Μια ~ θα με θυμηθείς (ΣΥΝ. κάποτε). Πβ. στιγμή, ώρα.|| Μία από αυτές τις ~ες θα την επισκεφτώ (= σύντομα). 5. (ως επίρρ.) όσο φέγγει το φως του ήλιου: Δουλεύει/έφτασε/έφυγε/ξεκίνησε/ταξίδεψε ~.ημέρες/μέρες: περίοδος, εποχή, καιρός: ~ του 19... /δόξας/πολέμου. Διανύουμε δύσκολες/ευτυχισμένες/ήσυχες/μεγάλες/παράξενες ~. Έρχονται καλύτερες/μαύρες μέρες. Στις μέρες μας τα πράγματα ήταν αλλιώς. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλιακή ημέρα: ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος (περ. εικοσιτέσσερις ώρες) που μεσολαβεί μεταξύ δύο διαδοχικών διαβάσεων του Ήλιου από τον μεσημβρινό ενός τόπου, μια πλήρης τροχιά του γύρω από τη Γη από το ένα μεσημέρι ως το επόμενο: Η μέση ~ ~ είναι τέσσερα λεπτά μεγαλύτερη από την αστρική ημέρα. Βλ. ηλιακός χρόνος., πλήρης ημερών & (σπάν.) πλήρης ετών (ΠΔ): (λόγ., για πρόσ. που πέθανε) σε προχωρημένη ηλικία: Απεβίωσε/έφυγε ~ ~., πολιτική ημέρα: ΑΣΤΡΟΝ. το εικοσιτετράωρο διάστημα, με σημείο εκκίνησης τα μεσάνυχτα, κατά το οποίο η Γη εκτελεί μια πλήρη περιστροφή γύρω από την εαυτό της. [< αγγλ. civil day] , αστρική ημέρα βλ. αστρικός, γόνιμες (η)μέρες βλ. γόνιμος, Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών βλ. γλώσσα, η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης βλ. κρίση, ημέρα καριέρας βλ. καριέρα ● ΦΡ.: επί των ημερών (κάποιου) (λόγ.): κατά την περίοδο που κυβερνούσε, κατείχε υψηλό αξίωμα ή βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του: ~ ~ του ... έγιναν μεγάλες μεταρρυθμίσεις., προ ημερών (λόγ.): πριν από λίγες μέρες: Τον είδα ~ ~., στο τέλος της ημέρας: τελικά, σε τελική ανάλυση: ~ ~ είχες δίκιο. [< αγγλ. at the end of the day γαλλ. à la fin de la journée] , της ημέρας: για κάτι που συμβαίνει σήμερα ή που βρίσκεται τώρα στην πρώτη θέση, στην επικαιρότητα: οι εκδηλώσεις/το πιάτο/η προσφορά/οι ταινίες ~ ~.|| Το ανέκδοτο/η είδηση/το θέμα/το πρόσωπο/η φωτογραφία ~ ~!, άδραξε τη(ν) (η)μέρα βλ. αδράχνω, είδε το (πρώτο) φως της της ζωής/ της (η)μέρας/ /του ήλιου βλ. φως, εντός της ημέρας/των ημερών βλ. εντός, έργα και ημέρες βλ. έργο, τη(ν) σήμερον ημέρα(ν) βλ. σήμερον [< αρχ. ἡμέρα, μεσν. μέρα, γαλλ. jour, αγγλ. day, γερμ. Tag]
  • ημεραργία [ἡμεραργία] η-με-ραρ-γί-α ουσ. (θηλ.): επίσημη αργία και συνεκδ. η χρηματική αποζημίωση που χορηγείται σε όσους εργαστούν την ημέρα αυτή: δαπάνες ~ας. Οφειλόμενες ~ες. Υπερωρίες και ~ες. [< γαλλ. jour férié]

αδράχνω

αδράχνω [ἀδράχνω] α-δρά-χνω ρ. (μτβ.) {άδρα-ξα, αδρά-ξει, -χτηκα} (προφ.-λαϊκό): πιάνω απότομα, αρπάζω, γραπώνω: Την ~ξε (= βούτηξε) απ' το λαιμό/απ' τα μαλλιά. Ξάφνου μου ~ξε το χέρι και με τράβηξε κοντά του. Βλ. περι~. Κυρ. στις ● ΦΡ.: άδραξε τη(ν) (η)μέρα: (ως προτροπή) εκμεταλλεύσου το παρόν: ~ ~, ζήσε τη στιγμή σαν να είναι η τελευταία σου. [< λατ. carpe diem] , αδράχνω την ευκαιρία: αρπάζω την ευκαιρία. ΣΥΝ. δράττομαι της ευκαιρίας ΑΝΤ. χάνω το τρένο [< μεσν. δράχνω]

αστρικός

αστρικός, ή, ό [ἀστρικός] α-στρι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με τα αστέρια: ~ός: κόσμος/χάρτης. ~ή: ύλη. ~ό: Σύμπαν/φως. ~ές: εκρήξεις (: σουπερνόβα). ~ά: νέφη/πτώματα (βλ. μαύρος νάνος). Βλ. δι~, μεσο~. ● ΣΥΜΠΛ.: αστρική ημέρα: ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές μεσουρανήσεις ενός συγκεκριμένου άστρου και είναι ίσος με εικοσιτρείς ώρες, πενήντα έξι λεπτά και τέσσερα δευτερόλεπτα. Πβ. ηλιακή ημέρα, πολιτική ημέρα. [< γαλλ. jour sidéral ] , αστρικό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. η διάρκεια της πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον Ήλιο σε σχέση με δεδομένο άστρο (τριακόσιες εξηνταπέντε ημέρες, έξι ώρες, εννέα λεπτά και εννιάμισι δευτερόλεπτα). [< γαλλ. année sidérale] , αστρικό σμήνος: ΑΣΤΡΟΝ. σύμπλεγμα αστέρων που βρίσκονται σε μικρή σχετικά απόσταση μεταξύ τους λόγω των ισχυρών αμοιβαίων ελκτικών δυνάμεων: ανοιχτό/σφαιρωτό ~ ~. Νεφελώματα και ~ά ~η. [< αγγλ. star cluster] , αστρικό σύστημα: ομάδα από αστέρια που σχηματίζουν τροχιά το ένα γύρω από το άλλο. [< αγγλ. star system] , αστρικός χρόνος: ΑΣΤΡΟΝ. που βασίζεται στην περιστροφή των πλανητών σε σχέση με δεδομένα άστρα και όχι με τον Ήλιο. Βλ. ηλιακός χρόνος. [< αγγλ. sidereal time] , αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, σφαιρωτό (αστρικό) σμήνος βλ. σφαιρωτός [< μτγν. ἀστρικός, γαλλ.-αγγλ. astral]

γλώσσα

γλώσσα [γλῶσσα] γλώσ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ης | -ες, -ών} 1. ΓΛΩΣΣ. φωνητικο-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων μιας κοινότητας ανθρώπων για τη διατύπωση ή ανταλλαγή σκέψεων και πληροφοριών, καθώς και για την παγίωση και μετάδοση από γενιά σε γενιά εμπειρίας και γνώσης, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες, καθορίζεται κοινωνικά και υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη: αγγλική/αρχαία/βοηθητική/δημοτική/διεθνής/εθνική/ελληνική/μεσαιωνική/τοπική ~. Διάλεκτοι/ιδιωματισμοί/λέξεις (βλ. λεξιλόγιο)/μονάδες (βλ. φώνημα, μόρφημα)/μορφολογία (βλ. γραμματική) της ~ας. Ιστορία/προέλευση/σύνταξη μιας ~ας. Ανάλυση/γνώση/διδακτική/κακοποίηση/κωδικοποίηση/περιγραφή/προστασία/τυποποίηση (βλ. νόρμα)/χρήση της ~ας. Αδελφές/άκλιτες/ανάμικτες (βλ. κρεολή, λίνγκουα φράνκα, πίτζιν)/ασθενείς/ειδικές/ισχυρές/κλασικές/κλιτές/μειονοτικές/ξένες/συγγενικές/τονικές (βλ. κινέζικα) ~ες. Εργαστήριο/τυπολογία ~ών. Επαφή των ~ών. Διδάσκω μια ~. Λεξικό της ...~ας. Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης ~ας. Μεταγραφή σε μια ~ (βλ. γκρίκλις). Μεταφράζω από μια ~ προς/σε μια άλλη. Μιλώ δύο/πολλές ~ες (βλ. δί-, πολύ-γλωσσος, γλωσσομάθεια). Βλ. λόγος, μεταγλώσσα, (συν)ομιλία, πρωτόγλωσσα.|| (με κεφαλ. Γ, το αντίστοιχο μάθημα) Η ~ της Γ' τάξης. 2. (ειδικότ.) ο προφορικός ή γραπτός λόγος, ο τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας ηλικιακής, κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας, μιας επιστήμης ή εποχής: ανεπίσημη/απλή/αρχαΐζουσα/δημώδης/δόκιμη/ειδική (βλ. ζαργκόν)/επίσημη/επιστημονική/ιδιωματική/καθημερινή/καλλιεργημένη/κοινή/λαϊκή/λόγια/ομιλούμενη/παιδική/ποιητική/πρότυπη/σύγχρονη/τεχνική ~. ~ διδασκαλίας/επικοινωνίας/εργασίας. Η ~ του διαδικτύου/της διαφήμισης/του Δικαίου/των ειδήσεων/της λογοτεχνίας/της μετάφρασης/των ΜΜΕ/των νέων (βλ. κοινωνιόλεκτος)/της πιάτσας (βλ. αργκό)/ενός ποιητή (βλ. ιδιόλεκτος, στιλ, ύφος)/των πολιτικών/της τεχνολογίας. Ανεπαρκές/ικανοποιητικό επίπεδο ~ας. Η μουσικότητα της ~ας. Γράφω/διαβάζω/εκφράζομαι/επικοινωνώ/λέω κάτι σε μια ~. ~ και γραμματεία/ιδεολογία/κοινωνία/πολιτισμός/φύλο.|| Αγοραία/ανεπιτήδευτη/αυστηρή/αφηρημένη/βρόμικη/γλαφυρή/κατανοητή/κομψή/κυνική/κυριολεκτική/μεταφορική/περίτεχνη/πικρή/πλούσια/πρόστυχη/ρέουσα/σεξιστική/στρυφνή/στρωτή/συμβολική (: αλληγορική)/σύνθετη/χυδαία (βλ. λέξη ταμπού)/ωμή ~. Χρησιμοποίησε σκληρή ~. Έχει φαρμακερή ~ (: είναι φαρμακόγλωσσος). Βλ. βρομόγλωσσα.|| (μτφ.) Τρέχει η ~ του νεράκι (: μιλά με ευχέρεια). Βλ. διατύπωση. 3. ευκίνητο μακρόστενο μυώδες όργανο στη στοματική κοιλότητα και συνεκδ. οτιδήποτε έχει το συγκεκριμένο σχήμα: η διχαλωτή ~ του φιδιού. Η τραχιά ~ της γάτας. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσια/βοδινή ~.|| Άσπρη/ροδαλή ~. Ο βλεννογόνος/οι θηλές/η κορυφή/η ρίζα/ο χαλινός της ~ας. Η ~ ως όργανο της γεύσης/της ομιλίας (βλ. αρθρωτής). Ξεράθηκε/στέγνωσε η ~ μου. Δάγκωσα/έκαψα τη ~μου. Πλαταγίζω τη ~ μου. Γλείφω με τη ~.|| Η ~ της καμπάνας/της κλειδαριάς (βλ. γλωσσίδι)/του κουδουνιού/του παπουτσιού. ~ες γης/στεριάς (βλ. λωρίδα, μύτη)/φωτιάς (βλ. φλόγα). 4. (μτφ.) μη λεκτικός τρόπος έκφρασης ή/και επικοινωνίας: η ~ της αγάπης/της αλήθειας/των αριθμών/της βίας/της εξουσίας/της ζωγραφικής/της καρδιάς/του κινηματογράφου/της λογικής/των λουλουδιών/των ματιών/της μουσικής/του χορού/του χρήματος/των χρωμάτων. Η ~ των ζώων/των μελισσών/των πουλιών.|| Η ~ του σώματος. Βλ. παρα~.|| ~ (των) σφυριγμάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες υπολογιστή. ~ HTML. Βλ. ψευδο~. 5. ΙΧΘΥΟΛ. θαλάσσιο ψάρι (οικογ. Soleidae) με ωοειδές πλατύ σώμα, λευκή εύγευστη σάρκα και μικρά, σκληρά λέπια: ~ καπνιστή. Φιλέτα ~ας. Βλ. ιππόγλωσσα. 6. ΦΙΛΟΛ. (σπανιότ.) απαρχαιωμένη ή άγνωστη λέξη ή έκφραση που χρειάζεται ερμηνεία (γλῶττα). ● Υποκ.: γλωσσίτσα (η) & γλωσσούλα (η) & γλωσσάκι (το): Βγάζει τη ~ του.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει κοφτερή ~! (: είναι ετοιμόλογος, καυστικός). ● Μεγεθ.: γλωσσάρα (η): (προφ.) Ο σκύλος τους έχει μία ~ να!|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει μια ~ ίσαμε το μπόι του! (: είναι πολύ αναιδής). ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα μηχανής: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα δυαδικών εντολών που είναι άμεσα εκτελέσιμες από τον επεξεργαστή: μετάφραση προγράμματος σε ~ ~. Βλ. κωδικοποίηση, συμβολική γλώσσα. [< αγγλ. machine language, 1971] , γλώσσα προγραμματισμού: ΠΛΗΡΟΦ. τυπικό σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: συναρτησιακές ~ες ~. ~ες ~ υψηλού/χαμηλού επιπέδου. [< αγγλ. programming language, 1959] , δεύτερη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή που μαθαίνεται και χρησιμοποιείται από μη μητρικούς ομιλητές: η Ελληνική ως ~ ~. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα., Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών: η 26η Σεπτεμβρίου που καθιερώθηκε με αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (2001), προκειμένου να αντιληφθεί ο κόσμος τη σημασία της διά βίου εκμάθησης γλωσσών και να συνειδητοποιήσει τη γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης. [< αγγλ. European Day of Languages] , ζωντανή γλώσσα 1. που έχει φυσικούς ομιλητές, που ομιλείται σε συγχρονικό επίπεδο: ~ές και νεκρές γλώσσες.|| Η ~ ~ του λαού (: η δημοτική σε αντιδιαστολή με την καθαρεύουσα). 2. έντονο, ζωηρό ύφος. [< γαλλ. langue vivante] , η γλώσσα της σιωπής (μτφ.): μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο μπορεί να δηλωθεί συγκατάβαση, συγκατάθεση, θαυμασμός, σεβασμός ή περιφρόνηση: Απάντησε με τη ~ ~ (πβ. η σιωπή μου προς απάντησή σου). [< αγγλ. the language of silence] , κανονική γλώσσα: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα παραγόμενη από μια κανονική γραμματική: ~ ~ προγραμματισμού. [< αγγλ. regular language] , μητρική/πρώτη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. ο πρώτος γλωσσικός κώδικας που κατακτά το παιδί. Βλ. δεύτερη γλώσσα. [< γαλλ. langue maternelle/première] , νεκρή γλώσσα: που δεν μιλιέται πια. Βλ. γλωσσικός θάνατος. ΑΝΤ. ζωντανή γλώσσα (1) [< γαλλ. langue morte] , ξύλινη γλώσσα: άκαμπτη, τυποποιημένη, δογματική γλώσσα, συνήθ. της πολιτικής προπαγάνδας: η ~ ~ της γραφειοκρατίας/των κομμάτων/των πολιτικών. Βλ. κλισέ. [< γαλλ. langue de bois] , πύρινη γλώσσα 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} φλόγα: ~ες ~ες έκαψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους.|| (ειδικότ. ΘΕΟΛ., συμβολισμός του χαρίσματος που δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, πβ. γλωσσολαλιά). 2. (μτφ.) ύφος, λόγος γεμάτος ένταση και πάθος: ρήτορες με ~ ~. Χρησιμοποίησε ~ ~ (: εξαπέλυσε μύδρους) κατά ..., τυπική γλώσσα 1. (στη μαθηματική Λογική και στην Πληροφ.) σύνολο από σειρές χαρακτήρων που ανήκουν σε ένα πεπερασμένο σύστημα στοιχείων (αλφάβητο): ~ ~ αναπαράστασης. Η γλώσσα προγραμματισμού είναι μία ~ ~. Βλ. αυτόματο, τυπική γραμματική. 2. συμβατικός, επιτηδευμένος τρόπος έκφρασης: η ~ ~ των δημοσίων εγγράφων/του σχολείου. [< αγγλ. formal language] , αναλυτικές γλώσσες βλ. αναλυτικός, απομονωμένη γλώσσα βλ. απομονωμένος, απομονωτικές γλώσσες βλ. απομονωτικός, γερμανικές γλώσσες βλ. γερμανικός, γλώσσα σήμανσης βλ. σήμανση, επίσημη γλώσσα βλ. επίσημος, Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών βλ. πορτφόλιο, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες βλ. ινδοευρωπαϊκός, μητέρα γλώσσα βλ. μητέρα, νοηματική γλώσσα βλ. νοηματικός, νόσος της κυανής γλώσσας βλ. νόσος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια, πολυσυνθετική γλώσσα βλ. πολυσυνθετικός, ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες βλ. ρομανικός, συγκολλητικές γλώσσες βλ. συγκολλητικός, συμβολική γλώσσα βλ. συμβολικός, συμπεριληπτική γλώσσα βλ. συμπεριληπτικός, συνθετικές γλώσσες βλ. συνθετικός, συνθηματική γλώσσα βλ. συνθηματικός, τεχνητή γλώσσα βλ. τεχνητός, τριχωτή γλώσσα βλ. τριχωτός, φυσική γλώσσα βλ. φυσικός ● ΦΡ.: βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): προσέχω ή μετριάζω τα λόγια μου., βγάζει γλώσσα (μτφ.-προφ.): μιλά προσβλητικά, με αναίδεια, αυθαδιάζει: Τολμάει και ~ ~; Για δες το μικρό, έβγαλε ~! Πβ. αντιμιλώ., βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι): δείχνω τη γλώσσα μου σε κάποιον και κατ' επέκτ. κοροϊδεύω, περιφρονώ: Μου έβγαλε ~ ~ και χαμογέλασε αυτάρεσκα., γλώσσα-πηγή/γλώσσα-στόχος & γλώσσα αφετηρίας/γλώσσα αφίξεως: αυτή που μεταφράζεται και αυτή στην οποία καταλήγει η μετάφραση: Mεταφορά κειμένου από τη ~-πηγή στη ~-στόχο.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Διδασκαλία στη ~-στόχο. [< αγγλ. source language/target language, 1953] , δεν (το) πάει η γλώσσα μου (προφ.): διστάζω να μιλήσω από σεβασμό, ντροπή ή φόβο μήπως γίνω δυσάρεστος: ~ ~ να την κατηγορήσω. Έχω πολλά να πω, αλλά ~ ~., δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) (προφ.): μιλάει αδιάκοπα, φλυαρεί: Δεν έβαζε ~ ~, λες κι είχε φάει γλιστρίδα., δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) (μτφ.): δυσκολεύομαι να μιλήσω: Μου δέθηκε η ~ από την αγωνία. Ξαφνιάστηκε τόσο, που του δέθηκε η ~ του κόμπος και δεν είπε λέξη., έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι (μτφ.-προφ.): στέγνωσε (συνήθ. από τη δίψα)., έχει μεγάλη γλώσσα (προφ.-μτφ.) 1. & έχει μακριά/μια γλώσσα: αυθαδιάζει: ~ ~, πρόσεχε μη σε πιάσει στο στόμα της! 2. κολακεύει, για να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. ΣΥΝ. γλείφω (2), έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου (μτφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Μια στιγμή, στην ~ ~ το 'χω (: για λέξη ή έκφραση). [< γαλλ. avoir (un mot) sur le bout de la langue] , η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει (παροιμ.): τα λόγια, συνήθ. τα κακοπροαίρετα σχόλια, μπορεί να πληγώσουν ανεπανόρθωτα: Σκέψου τι θα ξεστομίσεις, ~ ~., κακές γλώσσες & κακά στόματα: (μετωνυμ.) όσοι σχολιάζουν κακοπροαίρετα τους άλλους: ~ ~ διαδίδουν/επιμένουν/υποστηρίζουν ότι ... Οι ~ ~ δεν την έχουν πιάσει στο στόμα τους. Όπως λένε οι ~ ~... Βλ. καλοθελητής.|| Τον έφαγαν οι ~ ~ (= τον γλωσσόφαγαν)! [< γαλλ. (les) mauvaises langues] , μάζεψε τη γλώσσα σου (απειλητ.): πρόσεξε τα λόγια σου, μην αυθαδιάζεις, μη βρίζεις: Για ~ ~, σε παρακαλώ! ~ ~ λιγάκι και μην προσβάλλεις τους άλλους!, μάλλιασε η γλώσσα μου/(σπάν.) το στόμα μου (προφ.) & (σπάν.-λαϊκό) γάνιασε η γλώσσα μου: ως έκφραση αγανάκτησης για τη μάταιη επανάληψη του ίδιου πράγματος: ~ ~ να το λέω/το εξηγώ, μα πού ν' ακούσουν!, με τρώει η γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): θέλω πολύ να πω κάτι που είναι αρνητικό, δυσάρεστο ή μυστικό: Μέρες τώρα ~ ~, αλλά κρατιέμαι., μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχουμε διαφορετικό τρόπο σκέψης: Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, μιλάμε ~ ~., μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχω τις ίδιες αντιλήψεις, κοινό κώδικα επικοινωνίας: Είναι νωρίς να λες ότι ~άτε την ίδια ~, αφού μόλις γνωριστήκατε., μου βγήκε η γλώσσα (μτφ.-προφ.): λαχανιάζω και κατ' επέκτ. ταλαιπωρούμαι: ~ ~ (έξω) ν' ανεβώ τις σκάλες.|| Του βγαίνει ~ ~ απ' την κούραση (= ξεθεώνεται). Πβ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι., φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! & που να φας τη γλώσσα σου!: (προφ., ως απάντηση) για αποτροπή αρνητικών προβλέψεων: ~ ~ (: πάψε, μη γρουσουζεύεις, μην κακομελετάς) όλα θα πάνε καλά! ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, αλέθει η γλώσσα του/της βλ. αλέθω, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων, η γλώσσα του/της πάει ροδάνι βλ. ροδάνι, θα σου κόψω τη γλώσσα βλ. κόβω, κατάπιε τη γλώσσα του βλ. καταπίνω, λύνεται η γλώσσα μου βλ. λύνω, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου βλ. βουτώ, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα [< αρχ. γλῶσσα, γαλλ. langue, αγγλ. language, γερμ. Sprache]

γόνιμος

γόνιμος, η, ο γό-νι-μος επίθ. 1. (για γη) που αποδίδει καρπούς: ~ος: τόπος. ~ο: χώμα. Πβ. εύφορος, καρποφόρος, παραγωγικός. ΑΝΤ. άγονος (2) 2. (μτφ.) δημιουργικός, αποδοτικός: ~ος: διάλογος/προβληματισμός. ~η: αντιπαράθεση/συζήτηση/συνεργασία/φαντασία. Πβ. αποτελεσματικός, τελεσφόρος. Βλ. επινοητ-, εποικοδομητ-, εφευρετ-ικός. 3. που μπορεί να γονιμοποιήσει ή να γονιμοποιηθεί: ~ο: σπέρμα.|| ~η: γυναίκα (= καρπερή). ~ο: ωάριο.|| (συνεκδ.) ~η: ηλικία (= αναπαραγωγική). ΑΝΤ. στείρος (1) ● επίρρ.: γόνιμα ● ΣΥΜΠΛ.: γόνιμες (η)μέρες: διάστημα του έμμηνου κύκλου της γυναίκας, πριν και μετά την ωορρηξία, διάρκειας δύο έως πέντε ημερών, κατά το οποίο είναι πιθανότερη η σύλληψη., πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος [< 1, 3: αρχ. γόνιμος]

εντός

εντός [ἐντός] ε-ντός πρόθ. (+ γεν.) (λόγ.) μέσα σε 1. συγκεκριμένο μέρος (πραγματικό ή νοητό): ~ γραφείου/νομού/πλαισίου/συνόρων (= στο εσωτερικό). ~ μου (= μέσα μου). Οικόπεδο ~ ορίων οικισμού/σχεδίου πόλεως. Σουτ ~ περιοχής. (ως επίρρ.) Πληροφορίες ~ (ενν. του καταστήματος). ΑΝΤ. εκτός (1) 2. ορισμένο χρονικό διάστημα: ~ δέκα λεπτών/προθεσμίας (= εμπρόθεσμα, ΑΝΤ. εκπρόθεσμα)/της εβδομάδας/του μηνός. Η ολοκλήρωση των έργων αναμένεται ~ του έτους. ● ΣΥΜΠΛ.: εκτός/εντός εναλλάξ γωνίες βλ. γωνία, εντός, εκτός και επί τα αυτά (γωνίες) βλ. γωνία ● ΦΡ.: εντός της ημέρας/των ημερών: μέσα σε αυτή τη μέρα/στις επόμενες μέρες: Το συμβούλιο θα αποφασίσει ~ ~. Τα αποτελέσματα αναμένονται ~ ~. Βλ. προσεχώς., εκτός/εντός παιδιάς βλ. παιδιά, εκτός/εντός των τειχών βλ. τείχος, εντός γάμου βλ. γάμος, εντός έδρας βλ. έδρα, εντός ολίγου βλ. ολίγος, εντός χρόνου βλ. χρόνος [< αρχ. ἐντός]

έργο

έργο [ἔργο] έρ-γο ουσ. (ουδ.) 1. δραστηριότητα ή σύνολο ενεργειών, η εκτέλεση των οποίων οδηγεί σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα με προκαθορισμένο ή όχι στόχο: ακαδημαϊκό/διδακτικό/εκπαιδευτικό/επιστημονικό/ερευνητικό/θεάρεστο/ιεραποστολικό/κοινωνικό/κυβερνητικό/νομοθετικό/συμβουλευτικό/τιτάνιο/φιλανθρωπικό ~. ~α ανάπλασης (της παραλίας)/αναστήλωσης/συντήρησης/υποδομής. Αναπτυξιακά/αντιπλημμυρικά/αρδευτικά/κατασκευαστικά/οδικά/ολυμπιακά ~α. (σε προειδοποιητική πινακίδα) Προσοχή ~α! (: τεχνικά ~α). Ανάδοχος/ανάθεση/αξιολόγηση/απολογισμός/δημοπράτηση/διαχείριση/επικεφαλής/μίσθωση/πρόοδος/προϋπολογισμός/στόχος/συντελεστές/συντονιστής/υλοποίηση/χρηματοδότηση (ενός) ~ου.|| Αντίθεση/συμφωνία ~ων-λόγων. Καλά ~α (= καλές πράξεις).|| Αναλαμβάνω/εγκαινιάζω/εκπονώ/εκτελώ/επιτελώ/παράγω/πραγματοποιώ (ένα) ~. Το ~ (δεν) ολοκληρώθηκε. Είναι ~ μιας (ολόκληρης) ζωής. Το ~ της ζωής του (: το πιο σημαντικό). Ο βίος και το ~ κάποιου (: το σύνολο των ~ων του). Πβ. κατασκεύασμα.|| Είναι ~ της αστυνομίας/κυβέρνησης. Πβ. αποστολή, αρμοδιότητα, καθήκον, υποχρέωση, χρέος. Βλ. πάρεργο, υπο~. 2. (ειδικότ.) κάθε καλλιτεχνικό, πνευματικό δημιούργημα: ζωγραφικό/θεατρικό/κινηματογραφικό/κλασικό/λογοτεχνικό/μεταφραστικό/μοντέρνο/μουσικό/πρωτότυπο/συνολικό/τηλεοπτικό ~. Δημοσιευμένο ερευνητικό-επιστημονικό ~. ~ γλυπτικής (: άγαλμα, γλυπτό)/χαρακτικής. Πρόκειται για ένα μνημειώδες ~ χιλίων σελίδων (πβ. βιβλίο). Αν και πέθανε πρόωρα, άφησε πίσω της αξιόλογο/λαμπρό/σπουδαίο συγγραφικό ~. Ο πίνακας είναι ~ του 18ου αι./του ζωγράφου ... (ειδικότ. για παράσταση ή ταινία, φιλμ) Πρόβες για το ~. Η μουσική-σκηνοθετική επιμέλεια ενός ~ου. Ανεβάζω/βιντεοσκοπώ/γυρίζω/προβάλλω/πρωταγωνιστώ σε/σκηνοθετώ ένα ~. Τι ~ έχει/παίζει (η τηλεόραση/το σινεμά); 3. ΦΥΣ. ποσότητα ενέργειας που παράγεται από την κίνηση του σημείου εφαρμογής μιας δύναμης και η οποία υπολογίζεται από το γινόμενο της δύναμης αυτής και της μετατόπισης του σημείου: μονάδα μέτρησης ~ου (= τζάουλ). ● Υποκ.: εργάκι (το): συνήθ. στη σημ. 2. ● Μεγεθ.: εργάρα (η): συνήθ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια έργα: κοινωφελή έργα που εκτελούνται από το Δημόσιο ή για λογαριασμό του: εκτέλεση/κατασκευή ~ων ~ων (π.χ. γέφυρες). ~ ~ στην περιφέρεια. [< γαλλ. travaux publics] , απένταξη έργου βλ. απένταξη, βιβλίο/έργο αναφοράς βλ. αναφορά, εγγειοβελτιωτικά έργα βλ. εγγειοβελτιωτικός, έργα βιτρίνας βλ. βιτρίνα, έργο τέχνης βλ. τέχνη, καταναγκαστικά έργα βλ. καταναγκαστικός, προένταξη έργου βλ. προένταξη, προϊόντα/έργα της διάνοιας βλ. διάνοια, σύμβαση (ανάθεσης/μίσθωσης) έργου βλ. σύμβαση ● ΦΡ.: (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί (μτφ.-προφ.): για δυσάρεστη συνήθ. κατάσταση που έχει ξαναζήσει ή γνωρίζει καλά κάποιος, για επανάληψη κακής προηγούμενης συμπεριφοράς κάποιου: Επειδή ~ ~ , κράτα την ψυχραιμία σου., επί το έργον (λόγ.): κατά την εκτέλεση έργου: νοσηλευτές/πυροσβέστες ~ ~. Τους έπιασαν/συνελήφθησαν ~ ~ (πβ. επ' αυτοφώρω).|| (προφ. ως προτροπή) Εμπρός λοιπόν ~ ~! , έργα και ημέρες (συνήθ. ειρων.): για αναφορά σε περιπετειώδη ζωή ή αξιοσημείωτες πράξεις και γεγονότα: ~ ~ της κυβέρνησης/του συλλόγου., αμ' έπος αμ' έργον βλ. έπος, ευχής έργο βλ. ευχή, λόγω και έργω βλ. λόγος, Μέγας είσαι/ει Κύριε (και θαυμαστά τα έργα σου)! βλ. Κύριος [< αρχ. ἔργον, γαλλ. œuvre, ouvrage, travail, αγγλ. work]

ηλιακός

ηλιακός, ή, ό [ἡλιακός] η-λι-α-κός επίθ. 1. ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με τον Ήλιο: ~ός: δίσκος/πυρήνας. ~ή: ακτινοβολία/ατμόσφαιρα (βλ. φωτό-, χρωμό-σφαιρα)/δραστηριότητα/θερμότητα/καταιγίδα/μάζα/περιστροφή/τροχιά/Φυσική. ~ό: κάτοπτρο/τηλεσκόπιο/φως. ~ές: ακτίνες. Βλ. εξω~.|| (ΘΡΗΣΚ.) ~ή: θεότητα/λατρεία. ~ό: σύμβολο. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που αξιοποιεί την ενέργεια του ήλιου: ~ός: (ενεργειακός) σταθμός. ~ή: γεννήτρια/μονάδα. Βλ. φωτοβολταϊκός.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ός: φούρνος. ~ή: θέρμανση/μπαταρία/τεχνολογία. ~ό: αυτοκίνητο (βλ. ηλεκτρικό αυτοκίνητο)/σπίτι. 3. που αναφέρεται στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου ή προκαλείται από αυτή: ~ή: έκθεση.|| ~ό: ερύθημα. ~ά: εγκαύματα. Βλ. αντ~. ● επίρρ.: ηλιακά ● ΣΥΜΠΛ.: ηλιακές εκλάμψεις/εκρήξεις: ΑΣΤΡΟΝ. ισχυρές εκρήξεις στο στέμμα και τη χρωμόσφαιρα του Ήλιου, οι οποίες εμφανίζονται κυρ. γύρω από ηλιακές κηλίδες και προκαλούν την απελευθέρωση μαγνητικής ενέργειας. [< αγγλ. solar flares, 1938, solar eruptions, 1937] , ηλιακή ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη σύντηξη πυρήνων υδρογόνου στον Ήλιο. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας., ηλιακή κυψέλη & ηλιακό κύτταρο/στοιχείο: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. φωτοβολταϊκό στοιχείο. [< αγγλ. solar cell, 1955] , ηλιακή σταθερά: ΜΕΤΕΩΡ. η ποσότητα της ηλιακής ενέργειας στο εξωτερικό όριο της ατμόσφαιρας, όταν η Γη βρίσκεται στη μέση απόστασή της από τον Ήλιο, την οποία δέχεται επιφάνεια ενός τετραγωνικού εκατοστού, όπου πέφτουν κάθετα οι ακτίνες του Ήλιου. [< γαλλ. constante solaire] , ηλιακό πάρκο: ΟΙΚΟΛ. μεγάλη έκταση με εγκαταστάσεις, ηλιακές κυψέλες-φωτοβολταϊκά κύτταρα, για την παραγωγή ρεύματος από την ηλιακή ενέργεια. [< αγγλ. solar park] , ηλιακό στέμμα & ηλιακή κορόνα: ΑΣΤΡΟΝ. λευκή άλως, πολύ θερμή και αραιή, η οποία αποτελεί την εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου. [< γαλλ. couronne solaire] , ηλιακό σύστημα ΑΣΤΡΟΝ. 1. (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Η, Σ) που αποτελείται από τον Ήλιο, τους οκτώ πλανήτες που περιστρέφονται σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από αυτόν, τους δορυφόρους τους, καθώς και από αστεροειδείς, κομήτες και μετεωρίτες: το ~/πλανητικό μας ~. Βλ. γαλαξίας. 2. κάθε παρόμοιο αστρικό σύστημα, που περιφέρεται γύρω από έναν ή περισσότερους ήλιους. [< γαλλ. système solaire] , ηλιακό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικιστικό συγκρότημα κατοικιών που χρησιμοποιούν παθητικά και ενεργητικά ηλιακά συστήματα., ηλιακός θερμοσίφωνας & (προφ.) ηλιακός: ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα θέρμανσης νερού, το οποίο αποτελείται από επίπεδο ηλιακό συλλέκτη, συνδεδεμένο με δεξαμενή αποθήκευσης νερού: ~ ~ ανοιχτού/κλειστού κυκλώματος. Τοποθέτηση ~ού ~α στην ταράτσα. Πβ. ηλιακός θερμοσυσσωρευτής. Βλ. ηλεκτρικός θερμοσίφωνας., ηλιακός κύκλος : ΑΣΤΡΟΝ. η περιοδικά εμφανιζόμενη ηλιακή δραστηριότητα, η οποία διαρκεί περ. έντεκα χρόνια., ηλιακός χρόνος: ΑΣΤΡΟΝ. τοπική ώρα που βασίζεται στην ηλιακή ημέρα: αληθής/μέσος ~ ~. Βλ. αστρικός χρόνος. [< αγγλ. solar time] , έκλειψη Ηλίου βλ. έκλειψη, ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, ηλιακές κηλίδες βλ. κηλίδα, ηλιακές προεξοχές βλ. προεξοχή, ηλιακή ημέρα βλ. ημέρα, ηλιακό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, ηλιακό ιστίο βλ. ιστίο, ηλιακό ρολόι βλ. ρολόι, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, ηλιακός άνεμος βλ. άνεμος, ηλιακός κλιματισμός βλ. κλιματισμός, ηλιακός συλλέκτης βλ. συλλέκτης, παθητικά ηλιακά συστήματα βλ. παθητικός [< μτγν. ἡλιακός, αγγλ. solar, γαλλ. solaire]

καριέρα

καριέρα κα-ριέ-ρα ουσ. (θηλ.): σταδιοδρομία ή ειδικότ. επαγγελματική εξέλιξη, καταξίωση: ακαδημαϊκή/διεθνής/δισκογραφική/επιστημονική/επιτυχημένη/κινηματογραφική/λαμπρή/μουσική/πολιτική ~. Έκανε ~ στο εξωτερικό. Επιλογή/ευκαιρίες/σύμβουλος ~ας. Διπλωμάτης/πολιτικός ~ας. Στο ξεκίνημα/στο τέλος της ~ας του. Θέλει/φιλοδοξεί να κάνει ~ στο θέατρο/στον στρατό. Συνδυάζει άψογα ~ και οικογένεια/προσωπική ζωή. (για τραγουδιστή:) Ακολούθησε σόλο ~. Έκανε στροφή στην ~ της (: άλλαξε ~). Σκέφτεται μόνο την ~ του (βλ. καριερίστας). ● ΣΥΜΠΛ.: ημέρα καριέρας/σταδιοδρομίας: εκδήλωση κατά την οποία γίνεται ενημέρωση σε συγκεκριμένο χώρο σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας. [< αγγλ. career day] [< ιταλ. carriera, γαλλ. carrière]

κρίση

κρίση κρί-ση ουσ. (θηλ.) 1. δύσκολη κατάσταση ή φάση στην εξελικτική πορεία γεγονότων, πραγμάτων, ιδεών, ανατροπή της ισορροπίας ή της ομαλής πορείας· (ειδικότ. για πρόσ.) πνευματικός, συναισθηματικός, ηθικός κλονισμός: δημογραφική/διπλωματική/δομική/εσωτερική/κοινωνική/κυβερνητική/οξεία/πολιτειακή/πολιτική/πολυδιάστατη/συνεχιζόμενη/υγειονομική/χρηματιστηριακή ~. ~ ανεργίας/αξιοπιστίας/αξιών/εμπιστοσύνης/εξουσίας/θεσμών/υποσιτισμού/χρέους. Διεθνής ~ (πβ. ένταση, σύρραξη). Εκτόνωση/επιδείνωση/τερματισμός/υπέρβαση της ~ης. ~ στην αγορά/στις ανθρώπινες σχέσεις/στο κόμμα. Η ~ (απο)κλιμακώνεται/βαθαίνει/εκδηλώνεται/εντείνεται/ξεσπά/οξύνεται. (λόγ.) Ελλοχεύει/λανθάνει/σοβεί/υφέρπει ~. Αμβλύνω/αντιμετωπίζω/ξεπερνώ την ~. Προτάσεις για (δι)έξοδο από την ~ (βλ. ανάκαμψη). Η χώρα βρίσκεται σε/βυθίζεται σε/διέρχεται ~/διανύει περίοδο ~ης. Μηνύματα ελπίδας εν μέσω ~ης. Η οικονομική ~ (πβ. κάμψη, μαρασμός, ύφεση) πλήττει τα πιο αδύναμα στρώματα.|| Υπαρξιακή ~. Η ~ της εφηβείας/της μέσης ηλικίας. ~ προσανατολισμού/συνείδησης/ταυτότητας (βλ. δίλημμα). 2. ΙΑΤΡ. αιφνίδια και παροξυσμική επιδείνωση ή εμφάνιση των συμπτωμάτων μιας νόσου: αλλεργική/επιληπτική/ηπατική/θυρεοειδική/καρδιακή ~. ~ άσθματος/ισχιαλγίας/ρευματισμών/υπέρτασης/υπογλυκαιμίας. ~ βήχα/σκωληκοειδίτιδας/σπασμών. Γενικευμένες ~εις. Βλ. υποτροπή.|| (ειδικότ., για βίαιη εκδήλωση συναισθήματος ή διάθεσης) Νευρική ~. ~ άγχους/γέλιου/ζήλιας/θυμού/κατάθλιψης/μελαγχολίας. Πβ. έξαρση, επεισόδιο, παροξυσμός.|| (ειρων.) ~ ειλικρίνειας/ευφυΐας. Βλ. έκλαμψη. 3. άποψη που έχει σχηματίσει ή/και διατυπώσει κάποιος· ειδικότ. κριτική ή γνωμοδότηση, ετυμηγορία: αβασάνιστη/ανεξέλεγκτη/αντιφατική/αξιολογική/απόλυτη/ατεκμηρίωτη/αυθαίρετη/βιαστική/γενικευτική/δίκαιη/εσφαλμένη/ορθή/προσωπική/τεκμηριωμένη/υποκειμενική/ώριμη ~. Η ~ του ειδικού. Έχει διαμορφώσει σαφή ~. Θα καθορίσει κατά την ~ του τις ... Η επιλογή επαφίεται στην ~ του ... Πβ. αντίληψη, γνώμη. Βλ. σύγκριση.|| (ΓΡΑΜΜ.) Προτάσεις ~εως (: με τις οποίες εκφέρεται γνώμη· βλ. προτάσεις επιθυμίας).|| Δυσμενής ~. Αρνητικές/θετικές ~εις. ~εις και επικρίσεις. Πβ. σχόλιο.|| Η ~ του δικαστηρίου/της επιτροπής/του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Πβ. απόφανση. Βλ. (επ)ανάκριση. 4. νοητική, κριτική ικανότητα: Δραστηριότητες που ασκούν/καλλιεργούν/οξύνουν την ~. ΑΝΤ. ακρισία. 5. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. διαδικασία εκλογής, επιλογής, αξιολόγησης: ~εις διορισμού/εξέλιξης μελών ΔΕΠ. ~ για μονιμοποίηση. Επιτροπές/συμβούλια ~ης. Άρχισαν/ολοκληρώθηκαν οι (τακτικές) ετήσιες ~εις των αξιωματικών. 6. ΘΕΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Κ) η Δευτέρα Παρουσία: η μέλλουσα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακή κρίση: έλλειψη σε πηγές ενέργειας (κυρ. πετρέλαιο) και οι επιπτώσεις της στην οικονομία, το εμπόριο, τις διεθνείς σχέσεις: Η ~ ~ οδήγησε σε κύμα ανατιμήσεων. [< αγγλ. energy crisis, 1953] , η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης: ΘΕΟΛ. η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, οπότε θα κριθούν όλοι, νεκροί και ζωντανοί· κατ' επέκτ. κάθε στιγμή ελέγχου και δοκιμασίας, απόδοσης ευθυνών: ~ ~ έρχεται/πλησιάζει., διαχείριση κρίσεων βλ. διαχείριση, ερώτηση κρίσεως βλ. ερώτηση, εστιακές κρίσεις (επιληψίας) βλ. εστιακός, κατηγορική πρόταση/κρίση βλ. κατηγορικός, κρίση πανικού βλ. πανικός, νομισματική κρίση βλ. νομισματικός, πετρελαϊκή κρίση βλ. πετρελαϊκός [< 2, 3, 4: αρχ. κρίσις, γαλλ. crise, αγγλ. crisis]

σήμερον

σήμερον σή-με-ρον επίρρ. (λόγ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: τη(ν) σήμερον ημέρα(ν) (προφ.): σήμερα, στην εποχή μας, στις μέρες μας: Δεν συμβαίνουν θαύματα ~ ~. [< αρχ. σήμερον]

φως

φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.