ημίξηρος , η, ο [ἡμίξηρος] η-μί-ξη-ρος επίθ. (λόγ.) 1. (για κρασί) που περιέχει αζύμωτα σάκχαρα σε περιεκτικότητα μέχρι δεκαπέντε γραμμάρια ανά λίτρο: ~ος: οίνος. Βλ. γλυκός, ημίγλυκος. ΣΥΝ. ντεμί-σεκ 2. που είναι σχεδόν ξηρός: ~η: (βιοκλιματική) ζώνη/περιοχή. ~ο: κλίμα. [< μτγν. ἡμίξηρος ‘προσβεβλημένος από ημιπληγία’]
γλυκός
γλυκός, ιά, ό γλυ-κός επίθ. {γλυκύτ-ερος, -ατος} 1. που έχει τη γεύση της ζάχαρης ή του μελιού και γενικότ. που είναι νόστιμος: ~ός: καφές (βλ. βαρύγλυκος, ANT. πικρός)/τραχανάς (βλ. ξινός). ~ιά: κρέπα (βλ. αλμυρός)/πιπεριά (βλ. καυτερός)/πίτα/σάλτσα. ~ό: κρασί (ΑΝΤ. ξηρός)/πορτοκάλι. ~ά: κουλουράκια (ΑΝΤ. άγλυκος). ~ πειρασμός (: για γλυκίσματα). Θέλω να φάω κάτι ~ό. Βλ. γλυκόξινος, ημί-, ολό-, υπό-γλυκος.2. (μτφ.) που δημιουργεί ευχάριστη αίσθηση: ~ός: ήχος/καιρός (πβ. μαλακός)/πόνος/ύπνος (= ήρεμος). ~ιά: αγκαλιά/αμαρτία/ανάμνηση (= όμορφη)/βραδιά/ζωή (πβ. ντόλτσε βίτα)/μελαγχολία (του φθινοπώρου)/μελωδία/νοσταλγία/προσμονή/φωνή (= απαλή). ~ό: αεράκι (= ελαφρύ)/άρωμα (βλ. γλυκερό)/βλέμμα (= στοργικό, τρυφερό)/καλωσόρισμα/κλίμα (= ήπιο)/φιλί/φως (ΑΝΤ. σκληρό)/χάδι/χαμόγελο (= ζεστό). ~ιές: ευχές/κουβέντες. ~ά: λόγια (= γλυκόλογα).|| ~ό: προσωπάκι ~ιά: φυσιογνωμία. Πβ. συμπαθητικός, χαριτωμένος.|| (για πρόσ.) ~ός: άνθρωπος. ~ό: παιδί/πλάσμα. Πβ. γλυκομίλητος, καλοσυνάτος, μειλίχιος, πράος.|| (ως προσφών.) ~έ μου! Aγάπη μου ~ιά! ● Υποκ.: γλυκούλης , α, -ικο/-ι: για δήλωση τρυφερότητας: Τι ~ι που είναι!, γλυκούλικος , η, ο, γλυκούτσικος , η/ια, ο ● επίρρ.: γλυκά:Γελώ/μιλώ/τραγουδώ ~. Σε φιλώ ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γλυκό νερό & (σπάν.-λόγ.) γλυκό ύδωρ {συνήθ. στον πληθ.}: το νερό ποταμών, λιμνών και πηγών που δεν είναι αλμυρό: επιφανειακά/στάσιμα/υπόγεια ~ά ~ά. Θαλασσινό και ~ ~. Υγρότοποι ~ού ~ού. Ψάρεμα στα ~ά ~ά. Ιχθυοπονία γλυκέων υδάτων. [< γαλλ. eau douce] ● ΦΡ.: του γλυκού νερού1. για οργανισμό που ζει και αναπτύσσεται σε λίμνες, ποτάμια και όχι στη θάλασσα: γαρίδες/φυτά/χελώνες/ψάρια (βλ. ιχθυοπανίδα) ~ ~.2. (μτφ.-μειωτ.) για πρόσωπο άπειρο, δειλό και γενικώς ανάξιο για την ιδιότητα που του αποδίδεται: επαναστάτης/μάγκας (πβ. ψευτόμαγκας) ~ ~., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον) βλ. μάτι, κάνω τα πικρά γλυκά βλ. πικρός, όνειρα γλυκά! βλ. όνειρο, τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι βλ. τζάμπα, το γλυκό/πικρό ψωμί βλ. ψωμί [< μεσν. γλυκός, γαλλ. doux]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.