Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ημιπληγία [ἡμιπληγία] η-μι-πλη-γί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. παράλυση της μιας πλευράς του σώματος ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο: αριστερή/δεξιά/σπαστική/χαλαρή ~. Διπλή ~ (: προσβολή κυρ. των άνω, αλλά και των κάτω άκρων). Βλ. μονο-, παρα-, τετρα-πληγία. [< μτγν. ἡμιπληγία, γαλλ. hémiplégie, αγγλ. hemiplegia]

μονο- & μονό- & μον-

μονο- & μονό- & μον- α' συνθετικό λέξεων με τη σημασία του 1. ενός: μονο-εδρικός/~ετής/~θέσιος. Μονό-γλωσσος. Μονό-στηλο.|| Μονο-κοτυλήδονα (βλ. δι-). Μον-οξ(ε)ίδιο. 2. (μτφ.) αποκλειστικού, μοναδικού: μονο-πωλιακός.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Μονο-διάστατος/~μερής. Μονό-πλευρος. ΑΝΤ. πολυ-.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.