Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ημιστερεός , ή/(λόγ.) ά, ό [ἡμιστερεός] η-μι-στε-ρε-ός επίθ.: ΦΥΣ. (για φυσικό σώμα) που έχει ενδιάμεση σύσταση και ιδιότητες μεταξύ στερεού και υγρού: ~ά: μορφή. Βλ. ημίρρευστος. [< γαλλ. semi-solide]

ημίρρευστος

ημίρρευστος, η, ο [ἡμίρρευστος] η-μίρ-ρευ-στος επίθ. & ημίρευστος (λόγ.): που βρίσκεται μεταξύ ρευστής και παχύρρευστης κατάστασης: ~η: ουσία. ~ο: διάλυμα/υλικό. Υγρές ή ~ες ζωοτροφές. Η κρέμα πρέπει να είναι ~η, όχι πολύ πηχτή. Βλ. ημιστερεός, λεπτόρρευστος, πυκνόρρευστος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.