Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • θάλπω θάλ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μόνο στον ενεστ. κ. παρατ.} (αρχαιοπρ.): (κυριολ. κ. μτφ.) ζεσταίνω. Βλ. περι~, υπο~. [< αρχ. θάλπω]
  • θαλπωρή θαλ-πω-ρή ουσ. (θηλ.) (λόγ.) ΣΥΝ. ζεστασιά, θάλπος 1. (μτφ.) ατμόσφαιρα τρυφερότητας και στοργής: γλυκιά/μητρική/οικογενειακή/σπιτική ~. Στέρηση/στιγμές ~ής. Πβ. εγκαρδιότητα. 2. ήπια ζέστη: η ~ του τζακιού/της φωτιάς. Αίσθηση ~ής. Πβ. θερμότητα. ΑΝΤ. παγωνιά, ψύχρα. [< αρχ. θαλπωρή]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.