Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θάνατος θά-να-τος ουσ. (αρσ.) {θανάτ-ου | -ων, -ους} 1. οριστική, μη αναστρέψιμη παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών ζωντανού οργανισμού, τερματισμός της ζωής: άδικος/αδόκητος/αιφνίδιος/ακαριαίος/ανεξήγητος/ανώδυνος/αξιοπρεπής (βλ. ευθανασία)/ηρωικός/μαρτυρικός/μυστηριώδης/ξαφνικός/πρόωρος/σωματικός/τυχαίος ~. ~ από ασφυξία (= ασφυκτικός). Ληξιαρχική πράξη ~ου. Αναγγελία/δήλωση/είδηση/επέτειος (του) ~ου της ... Η αγωνία/ο φόβος του ~ου. Παγίδα ~ου (: κυρ. για δρόμο). Βουτιά ~ου από τον πέμπτο όροφο (βλ. αυτοκτονία). Θρήνος για τον ~ο του ... (πβ. απώλεια, τέλος, χαμός). Καταδίκη σε ~ο/(λόγ.) εις ~ον. Μείωση του αριθμού των παιδικών ~ων. ~ που αποδίδεται σε/οφείλεται σε/προκλήθηκε από φυσικά αίτια. Βρήκε/είχε τραγικό ~ο. Παλεύει με τον ~ο (= χαροπαλεύει, βλ. ετοιμο~.). Αυξήθηκαν οι ~οι από ναρκωτικά. Αδιευκρίνιστες παραμένουν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε ο ~ του ... (πβ. το μοιραίο). (εμφατ.) Κάπνισμα ίσον ~! (έκφρ.) Ελευθερία ή ~!|| (ειδικότ.) Αποτρόπαιος/βασανιστικός/βίαιος ~. Οι λίστες ~ου των εκβιαστών. Έστησαν ενέδρα/καρτέρι ~ου. Καταγγέλλει τον ~ο αμάχων. Πενθούν για τον ~ο αθώων. Καμικάζι έσπειρε τον ~ο. Πβ. ανθρωποκτονία, δολοφονία, φόνος.|| Μαζικοί ~οι ψαριών από χημικά. Πβ. εξόντωση. ΑΝΤ. γέννηση (1) 2. (μτφ.) καταστροφή, τέλος: ιδεολογικός/πνευματικός/πολιτικός/ψυχικός ~ (πβ. αφανισμός, όλεθρος). Ο ~ μιας αυτοκρατορίας (πβ. παρακμή, πτώση). Ο ~ μιας θεωρίας/μιας ιδεολογίας/ενός πολιτικού συστήματος (πβ. κατάρρευση). Οικονομική ύφεση: Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος ~ου. 3. θανατική ποινή: (ως σύνθημα) ~ στους δολοφόνους! 4. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) Χάρος: Ο ~ πλανιόταν πάνω από τα ερείπια. ● ΣΥΜΠΛ.: αργός θάνατος 1. (μτφ.) εξάρτηση από ουσίες που οδηγούν τον ανθρώπινο οργανισμό στη φθορά: Η ηρωίνη/το κάπνισμα/το ποτό είναι ~ ~. 2. που δεν επέρχεται γρήγορα: ~ ~ από ραδιενεργά υλικά. [< γαλλ. mort lente] , βιολογικός θάνατος: ΙΑΤΡ. διακοπή του μεταβολισμού των κυττάρων, κυρ. των νευρικών. [< γαλλ. mort biologique] , γλωσσικός θάνατος: ΓΛΩΣΣ. διαδικασία περιορισμού χρήσης μιας γλώσσας, συνήθ. μειονοτικής, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνισή της. [< αγγλ. language death, 1972] , εγκεφαλικός θάνατος: ΙΑΤΡ. μη αναστρέψιμη βλάβη του εγκεφάλου, με απώλεια όλων των λειτουργιών που σχετίζονται με την αναπνοή και την κυκλοφορία του αίματος. [< αγγλ. brain death, 1964] , κλινικός θάνατος: ΙΑΤΡ. στάδιο πριν από τον οριστικό ή βιολογικό θάνατο, κατά το οποίο παρατηρείται παύση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας και απώλεια των αισθήσεων: Ο ~ ~ είναι αναστρέψιμος. Βλ. κώμα, φυτό. [< γαλλ. mort clinique] , λευκός θάνατος: η ηρωίνη και γενικότ. τα ναρκωτικά: διακίνηση/κύκλωμα ~ού ~ου. Έμποροι/θύμα του ~ού ~ου. Ξέφυγε από τα δίχτυα του ~ού ~ου., μαύρος θάνατος: ονομασία ενδημικής και επιδημικής νόσου του 14ου αι., της οποίας τα συμπτώματα συνδέθηκαν με εκείνα της βουβωνικής πανώλης. Πβ. πανούκλα. [< αγγλ. black death] , συμβόλαιο θανάτου: συμφωνία με επαγγελματία συνήθ. εκτελεστή για τη δολοφονία ατόμου: πληρωμένα ~α ~. Ανέλαβε/έκανε/εκτέλεσε ~ ~ κατά επιχειρηματία/για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.|| (μτφ.) Με την καταστροφή του περιβάλλοντος υπογράφουμε ~ ~ για τα παιδιά μας (= τη θανατική τους καταδίκη). [< αγγλ. contract killing, 1977] , φυσικός/φυσιολογικός θάνατος: που δεν είναι πρόωρος, δεν οφείλεται σε ατύχημα ή έγκλημα. [< γαλλ. mort naturelle] , άγγελος θανάτου βλ. άγγελος, κίνδυνος-θάνατος βλ. κίνδυνος, κούρσα θανάτου βλ. κούρσα, μπλε οθόνη (θανάτου) βλ. οθόνη, ο γύρος του θανάτου βλ. γύρος, στρατόπεδα θανάτου/εξόντωσης βλ. στρατόπεδο ● ΦΡ.: δεν είναι και για θάνατο/προς θάνατο(ν): (προφ.) για κάτι που δεν είναι τόσο τραγικό: Εντάξει, ένα λαθάκι έκανα ~ ~., μετά θάνατο(ν): αφού πεθάνει κάποιος: ~ ~ αναγνώριση/δικαίωση. Πιστεύεις στη ~ ~ ζωή; ΣΥΝ. μεταθανάτιος ΑΝΤ. εν ζωή, μέχρι/έως θανάτου: μέχρι να πεθάνει κάποιος: Βασανίστηκε/ξυλοκοπήθηκε ~ ~.|| (μτφ.) Αγώνας/μάχη ~ ~ (πβ. μέχρις εσχάτων, μέχρι τελικής πτώσεως)., ο θάνατός σου, η ζωή μου!: σε περιπτώσεις μεγάλου ανταγωνισμού, επικράτησης του ενός σε βάρος του άλλου., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, ακολούθησε (κάποιον) στον τάφο/στον θάνατο βλ. ακολουθώ, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, μεταξύ ζωής και θανάτου βλ. ζωή, παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο βλ. παλεύω, στη ζωή και στο(ν) θάνατο βλ. ζωή, φλερτάρω με τον θάνατο/τον κίνδυνο βλ. φλερτάρω [< αρχ. θάνατος]

άγγελος

άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]

αγώνας

αγώνας [ἀγώνας] α-γώ-νας ουσ. (αρσ.) {αγών-α (λόγ.) -ος | -ες, -ων} 1. κοπιαστική προσπάθεια, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, για την επίτευξη στόχου ή την αποτροπή ενέργειας: αντιδικτατορικός/αντικαρκινικός/απεγνωσμένος/απεργιακός/διαρκής/δίκαιος/διπλωματικός/εκλογικός/ηρωικός/κοινός/μάταιος/πνευματικός/σκληρός/τίμιος/τιτάνιος/υπεράνθρωπος ~. ~ για εξάλειψη των κοινωνικών αδικιών/επιβίωση/ισότητα. ~ κατά των επιδημιών και του υποσιτισμού/των μεταλλαγμένων/των ναρκωτικών/της φτώχειας. ~ μέχρι θανάτου/τελικής πτώσεως. Προμηνύεται σκληρός ~. Διαρκής ~ η μάθηση. Ο ~ της ζωής. Καθημερινός ~ για ένα καλύτερο αύριο. (προφ.) -Τι κάνετε; -Εδώ, στον ~α! (= στη βιοπάλη). Ακολούθησε/έγινε/ξεκίνησε ένας μακρύς/μαραθώνιος/πολυετής ~. Ο ~ τώρα δικαιώνεται (συνήθ. ως σύνθημα σε συλλαλητήρια). Ο ~ δυναμώνει/εντείνεται/συνεχίζεται. Επιτροπή ~α. Όλοι στον ~α. Χαιρετίζουμε τον ~α (π.χ. των φοιτητών). Δίνει/κάνει ~α, για να κρατήσει κάποιον/να κρατηθεί στη ζωή. Έχουν αποδυθεί σε ~α αλληλοεξόντωσης. Αρχίζω/εγκαταλείπω τον/μπαίνω στον ~α. Κοινωνικοί/συνδικαλιστικοί/ταξικοί ~ες (πβ. πάλη). Ώρα για ~ες. Όλα κερδήθηκαν με ~ες. Πβ. κόντρα, σύγκρουση. 2. (ειδικότ.) μάχη, πόλεμος, συμπλοκή: αιματηρός/άνισος/απελευθερωτικός (πβ. εξέγερση, ξεσηκωμός)/ένοπλος ~. ~ για την ανεξαρτησία/ελευθερία. Εθνικοί ~ες.|| Ο Αγώνας (: η Ελληνική Επανάσταση του 1821). 3. οργανωμένη αναμέτρηση, διαγωνισμός με στόχο τη νίκη: (ΑΘΛ.) διασυλλογικός/ζωντανός (: σε απευθείας μετάδοση)/ισόπαλος/κρίσιμος/μαγνητοσκοπημένος/συναρπαστικός/(ημι)τελικός/φιλικός ~. ~ βόλεϊ/μπάσκετ/πάλης/ποδοσφαίρου (ή ποδοσφαιρικός ~, πβ. ματς, παιχνίδι, συνάντηση)/πυγμαχίας/ταχύτητας. ~-ρεβάνς/πρόκριση. Ο ~ θα διεξαχθεί αύριο/έληξε. Στιγμιότυπα από τον ~α. Διεκδικώ/κερδίζω/χάνω τον ~α. Αθλητικοί/βαλκανικοί/διεθνείς/επίσημοι/παγκόσμιοι/πανευρωπαϊκοί ~ες. ~ες αυτοκινήτου (ράλι)/ποδηλασίας (ή ποδηλατικοί ~ες).|| Θεατρικοί/μαθηματικοί/μουσικοί/ποιητικοί/ρητορικοί ~ες. Ανάληψη/ασφάλεια/βαθμολόγηση/έναρξη/πραγματοποίηση (των) ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστικός αγώνας: δίκη: Έκανε/διεξήγαγε/κέρδισε έναν μακροχρόνιο ~ό ~α. Εμπλέκομαι σε ~ό ~α., αγώνας δρόμου βλ. δρόμος, αγώνας μπαράζ βλ. μπαράζ, αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανένδοτος αγώνας βλ. ανένδοτος, γυμνικοί αγώνες βλ. γυμνικός, Ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, κίτρινο φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, Παραολυμπιακοί Αγώνες βλ. παραολυμπιακός, προκριματικός (αγώνας) βλ. προκριματικός, ροζ φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό: για πρόσωπο που έδωσε αγώνα, μένοντας πιστό στα ιδανικά του και στοχεύοντας στην ηθική τελείωσή του., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου: πολύ κρίσιμος, καθοριστικός αγώνας: Διεξάγεται ~ ~. Βλ. ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου. [< γαλλ. lute entre la vie et la mort], Αγώνες Καλής Θέλησης: διεθνείς αθλητικοί αγώνες για την κατανόηση και συμφιλίωση των λαών. [< αγγλ. Goodwill Games, 1986] , άνευ αγώνα/αγώνος (λόγ.): ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που επιτυγχάνεται χωρίς αναμέτρηση των δύο ομάδων, αλλά κατόπιν επίσημης απόφασης: νίκη/πρόκριση ~ ~. Αποκλείστηκε/πέρασε ~ ~ (: ενν. από/στον επόμενο γύρο διοργάνωσης). Πβ. στα χαρτιά., νυν υπέρ πάντων ο αγών (επίσ.) : για περιπτώσεις που χρειάζεται συσπείρωση όλων των δυνάμεων για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου. [< αρχ. ἀγών]

ακολουθώ

ακολουθώ [ἀκολουθῶ] α-κο-λου-θώ ρ. (μτβ. κ. σπάν. αμτβ.) {ακολουθ-είς κ. -άς ...| ακολούθ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ώντας} & (προφ.) ακολουθάω 1. κινούμαι πίσω από κάποιον ή πηγαίνω μαζί του, τον συνοδεύω: ~ τον ξεναγό. Το σκυλί με ~ούσε (: με είχε πάρει από πίσω). Άρχισε να προχωρεί κι ο φίλος του τον ~ησε. Ακολουθήστε (εσφαλμ. ακολουθείστε) με (= ελάτε μαζί μου)! ~ήστε το προπορευόμενο αυτοκίνητο. Βλ. παρ~.|| ~ από κοντά. Τον ~εί σε όλες του τις εκδηλώσεις. Η οικογένειά του τον ~ούσε παντού.|| Οι ενοχές/οι τύψεις τον ~ούσαν (πβ. κατα-διώκω, -τρύχει). Τα λάθη μας μάς ~ούν (: υφιστάμεθα τις συνέπειές τους). Βλ. προηγούμαι. 2. βρίσκομαι ή έρχομαι (χρονικά, τοπικά, σε σειρά) ύστερα από κάτι ή κάποιον, εμφανίζομαι ως συμπλήρωμα ή συνέπεια: ~εί πολιτική διαφήμιση. Στο διάγραμμα/κείμενο/στη σελίδα που ~εί, παρουσιάζεται ... Στο πρωτάθλημα κυριαρχεί ο ... και ~ούν οι ... Στους αιώνες/στα χρόνια που ~ησαν ... (Μετά τα εγκαίνια) θα ~ήσει δεξίωση/συζήτηση. Τις καταρρακτώδεις βροχές ~εί (= διαδέχεται) η διάβρωση του εδάφους. Τις εκρήξεις ~ησε πανικός. Μετά την οικονομική κρίση ~ησε (= επακολούθησε, επήλθε) ανάκαμψη. ~είται η ίδια διαδικασία. Η δήλωσή του ~ήθηκε (: συνοδεύτηκε) από κραυγές ενθουσιασμού. Πβ. συν~. ΣΥΝ. έπομαι 3. κινούμαι προς ορισμένη κατεύθυνση, ασχολούμαι με κάποιο επάγγελμα ή δραστηριότητα: ~ το μονοπάτι. ~ησε τα ίχνη του δραπέτη. Η πομπή ~ούσε τη διαδρομή ...|| (μτφ.) ~ησε τον δρόμο της προόδου. Οι δείκτες ~ησαν ανοδική/καλπάζουσα/φθίνουσα πορεία.|| ~ησε θεωρητικές/τεχνολογικές σπουδές. ~ησε πανεπιστημιακή καριέρα/το επάγγελμα του πατέρα του/τη νομική επιστήμη. 4. (μτφ.) σκέφτομαι ή ενεργώ σύμφωνα με κάτι, τηρώ, εφαρμόζω: ~ μια λύση/μια μέθοδο/τη μόδα/τον νόμο/τις οδηγίες (πβ. εκτελώ)/την παράδοση/την πεπατημένη/μια πολιτική/ένα πρόγραμμα/τις συστάσεις (πβ. συμμορφώνομαι, υπακούω)/μια τακτική. ~ τη γνώμη/τη γραμμή/το παράδειγμα/ένα πρότυπο (πβ. μιμούμαι)/τη συμβουλή κάποιου. ~ μια στάση/έναν τρόπο ζωής. ~εί το ένστικτό του/τη φωνή της καρδιάς/της συνείδησής του. ~ησε τα όνειρά σου! Ο κόσμος ~εί τους χαρισματικούς ηγέτες (: τους αποδέχεται ως αρχηγούς). ~ησε δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά/την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Ποιες διατροφικές συνήθειες ~είτε; ~ήθηκε εξατομικευμένη θεραπεία/η συνήθης διαδικασία. Βλ. εξ~. ● ΦΡ.: ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου: παθαίνει τα ίδια με κάποιον: Ο τόπος ~ησε ~ της υπόλοιπης περιοχής (: σε περιπτώσεις ξένης κατοχής)., ακολούθησε (κάποιον) στον τάφο/στον θάνατο: πέθανε και ο ίδιος ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα: Ένα μήνα αργότερα ~ τη γυναίκα του ~., ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια: παρατηρώ κάποιον, κάτι που μετακινείται: Τον ακολούθησε ~, ώσπου εκείνος χάθηκε στην ομίχλη. [< γερμ. jemandem mit den Augen folgen] , ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα βλ. βήμα, ακολουθώ κατά πόδας βλ. πους, ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια βλ. βήμα [< αρχ. ἀκολουθῶ, αγγλ. follow, γαλλ. suivre, γερμ. folgen]

γύρος

γύρος [γῦρος] γύ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. γραμμή που περιβάλλει ή οριοθετεί έναν χώρο· κυκλική περίπου διαδρομή ή διάνυση μιας απόστασης, συνήθ. με επιστροφή στην αφετηρία· κατ΄επέκτ. βόλτα, περιήγηση στα αξιοθέατα ενός τόπου: εξωτερικός/εσωτερικός ~ ενός σταδίου.|| Ο ~ του γηπέδου/της πίστας/της πλατείας/του τετραγώνου. Κάναμε μεγάλο ~ο, αντί να κόψουμε δρόμο. Το αεροπλάνο έκανε ~ους πάνω από τα κεφάλια μας. (σε ράλι) Αγώνας οκτώ ~ων.|| Ο ~ της πόλης/χώρας. Εικονικός ~ (μιας περιοχής). 2. φάση μιας διαδικασίας: (νέος) ~ διαπραγματεύσεων/επαφών/συνομιλιών. Αναδείχτηκε νικητής του πρώτου/δεύτερου ~ου των δημοτικών εκλογών.|| (προφ.) Κερνάω άλλον έναν/τον επόμενο ~ο (: για ποτά).|| (ΑΘΛ.) Δοκιμαστικός/επαναληπτικός/(ημι)τελικός/προκριματικός/πρώτος/δεύτερος/τρίτος ~. ~ κατάταξης/προπόνησης. Αποτελέσματα/κλήρωση/πρεμιέρα/πρόγραμμα (δεύτερου ...) ~ου ... 3. ΜΑΓΕΙΡ. μάζα κρέατος (συνήθ. χοιρινού ή κοτόπουλου) σε διαδοχικά επίπεδα περασμένη σε κάθετη σούβλα, που ψήνεται περιστρεφόμενη μπροστά από ειδική ψηστιέρα και τεμαχίζεται σε μικρά κομμάτια: σουβλάκι με ~ο. Μια πίτα ~ο απ΄ όλα. Πβ. ντονέρ. 4. περίμετρος, περιφέρεια: ~ του καπέλου (= μπορ). ~ της φούστας (βλ. ποδόγυρος, στρίφωμα). ● ΣΥΜΠΛ.: ο γύρος του θανάτου (παλαιότ.): ακροβατική επίδειξη κατά την οποία ένας ή περισσότεροι μοτοσικλετιστές κινούνται με μεγάλη ταχύτητα στα πλαϊνά εσωτερικά τοιχώματα μιας κατακόρυφης, κυλινδρικής κατασκευής με το σώμα τους παράλληλα προς το έδαφος· συνεκδ. ο σχετικός χώρος., ο γύρος του θριάμβου: πανηγυρισμός κατά τον οποίο ο νικητής αθλητής ή η νικήτρια ομάδα διατρέχει την περιφέρεια του σταδίου μπροστά από τις κερκίδες., ποδηλατικός γύρος βλ. ποδηλατικός ● ΦΡ.: κάνω το(ν) γύρο του κόσμου 1. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) διαδίδεται παντού: Η είδηση/φήμη/φωτογραφία έκανε ~ ~. 2. (στο πλαίσιο αθλητικής δραστηριότητας) ταξιδεύω ανά τον κόσμο: Έκανε ~ ~ με αερόστατο/ποδήλατο., κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών βλ. συζήτηση [< μτγν. γῦρος, γαλλ. tour 3: πβ. γαλλ. gyros, αγγλ. ~, 1971, ιταλ. ~, 1993, γερμ. Gyros]

ζήτημα

ζήτημα ζή-τη-μα ουσ. (ουδ.) {ζητήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οποιοδήποτε θέμα, πρόβλημα, ερώτημα, τίθεται υπό εξέταση, πραγμάτευση: ακανθώδες/ανοιχτό/βασικό/δευτερεύον/διεθνές/δύσκολο/εθνικό/επίκαιρο/επίμαχο/ευαίσθητο/θεμελιώδες/καίριο/καυτό/κεντρικό/κομβικό/κρίσιμο/κυρίαρχο/λεπτό/μείζον/σημαντικό/σοβαρό/φλέγον ~. Εκπαιδευτικό/κοινωνικό/μεταναστευτικό/νομικό/οικονομικό/πολιτικό/τεχνικό ~. Το ~ της ασφάλειας/του εκσυγχρονισμού. Το ~ των ναρκωτικών/του πολέμου. Ανακινώ/εγείρω/θέτω ένα ~ (: καλώ τους υπόλοιπους να πάρουν θέση). Αναδεικνύω/αντιμετωπίζω/εξετάζω/ερευνώ/μελετώ/συζητώ ένα ~. Ασχολούμαι/καταπιάνομαι με ένα ~. Με απασχολεί ένα ~. Πβ. υπόθεση.|| (αιτία αντιπαραθέσεων:) Αναφύεται/δημιουργείται/προκύπτει ~ εκ του μη όντος. Μην περιπλέκεις το ~! 2. ερώτημα σε γραπτή εξέταση: ~ πρώτο/δεύτερο/τρίτο ... Απαντήστε στα δύο από τα τρία ~ατα. Πβ. ερώτηση, παρατήρηση. ● Υποκ.: ζητηματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανατολικό (ζήτημα) βλ. ανατολικός, γλωσσικό (ζήτημα) βλ. γλωσσικός, δημογραφικό (πρόβλημα/ζήτημα) βλ. δημογραφικός ● ΦΡ.: είναι δικό μου ζήτημα/θέμα/πρόβλημα: για υπόθεση που αφορά κάποιον αποκλειστικά και κανέναν άλλο: Δεν σε αφορά τι θα κάνω, ~ ~ (= δική μου δουλειά). Αν εσύ δεν θέλεις ή δεν μπορείς να το καταλάβεις, αυτό είναι δικό σου ~., είναι ζήτημα/ζήτημα είναι αν/να...: για να δηλωθεί αμφιβολία· το πολύ να: Τι απολυτήριο, καλέ; ~ ~ αν ξέρει να διαβάζει! ~ ~ να έφαγε ένα φρούτο όλη μέρα., ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου: για κάτι από το οποίο εξαρτάται η ζωή κάποιου, (γενικότ.-μτφ.) πάρα πολύ σημαντικό: Η άμεση μεταφορά του ασθενούς στο νοσοκομείο είναι ~ ~. Η προστασία της φύσης είναι ~ ~ (= ζωτικής σημασίας). [< γαλλ. question de vie ou de mort, αγγλ. a matter of life or death] , δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, είναι θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, θέμα/ζήτημα χρόνου βλ. χρόνος, κάνω/δημιουργώ θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, το θέμα/ζήτημα είναι (να ...) βλ. θέμα, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω [< 1: αρχ. ζήτημα ‘έρευνα, πρόβλημα’]

ζωή

ζωή ζω-ή ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα που διακρίνει τα έμβια από τα μη έμβια όντα, όπως εκδηλώνεται στις λειτουργίες του μεταβολισμού, της ανάπτυξης, της αναπαραγωγής και κατ' επέκτ. η ύπαρξη: το φαινόμενο της ~ής. Το νερό ως πηγή ~ής.|| Η ανθρώπινη ~ είναι πολύτιμη. Δικαίωμα στη ~. Σκοπός της ~ής. Διακινδύνευσε τη ~ του, για να με σώσει. Μας φυγάδευσε με κίνδυνο της ~ής του. Έχασαν/θυσίασαν τη ~ τους για την ελευθερία. Νίκησαν, αλλά με τίμημα τη ~ χιλιάδων μαχητών. Μία σφαίρα του αφαίρεσε/πήρε τη ~ (= τον σκότωσε). Έφυγε από τη ~ (= δεν ζει πια). Δεν έχει ~ (= θα πεθάνει σύντομα). Δεν βρίσκεται πια στη ~ (= έχει πεθάνει). Διατηρείται στη ~ με τεχνητά μέσα. Χρωστάω τη ~ μου στον γιατρό μου. (απειλητ.) Τα λεφτά σου ή τη ~ σου! Ο ερχομός του έδωσε νόημα στη ~ μου. Είσαι η ~ μου!|| Προηγούμενη ~ (βλ. μετεμψύχωση).|| (μτφ.) Ο σχεδιαστής έδωσε ~ σε χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων. ΑΝΤ. θάνατος (1) 2. (συνεκδ.) τα έμβια όντα ως σύνολο: θαλάσσια ~. (Α)κυτταρική μορφή ~ής. Υπάρχει ~ σε άλλους πλανήτες; 3. η περίοδος από τη γέννηση (ή από άλλο χρονικό σημείο) ως τον θάνατο (ή ως μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής) και ειδικότ. τα γεγονότα που έχει ζήσει κάποιος, ο βίος του: διάρκεια/μέσος όρος ~ής. Σχέση ~ής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). Στα πρώτα βήματα της ~ής (= στα παιδικά χρόνια). Τι κάνεις στη ~ σου (= πώς περνάς, με τι ασχολείσαι); Δεν έκανε τίποτα (ενν. σπουδαίο ή δημιουργικό) στη ~ του. Ευκαιρίες που τυχαίνουν μία φορά στη ~. Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί στη ~ μου. Όλη μου τη ~ δουλεύω. Παρέμεινε στο εξωτερικό για το υπόλοιπο της ~ής της. Τα λόγια του θα τα θυμάμαι για/σε όλη μου τη ~.|| ~ γεμάτη αγώνες/βάσανα (πβ. σκυλο~)/προκλήσεις/χαρές. Η ~ και το έργο του ποιητή. Σημαντικοί σταθμοί στη ~ της. Ταινία θα γίνει η ~ της δημοφιλούς ηθοποιού. Γράφει βιβλίο για τη ~ του (βλ. αυτοβιογραφία). 4. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος, διαβίωση και ειδικότ. το σύνολο των δραστηριοτήτων σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο ή σε συγκεκριμένο τομέα: αληθινή/ανέμελη/άνετη (βλ. ευζωία)/γλυκιά (πβ. ντόλτσε βίτα)/δύσκολη/εύκολη/ήσυχη/λιτή/μαύρη/παραμυθένια/πραγματική/σκληρή/σκυλίσια ~. Έκανε άστατη ~. Έχει πλούσια ερωτική ~. Αρχίζω μια καινούργια ~. Ο χορός είναι η ~ μου. Αφιέρωσε τη ~ του στην επιστήμη. Η ~ στην πρωτεύουσα έχει ακριβύνει πολύ. Την έβγαλε από τη ~ του (= τα χάλασε μαζί της). Μου αναστάτωσε τη ~. Με τη γέννηση του παιδιού, η ~ μας άλλαξε. Το πλυντήριο έκανε τη ~ μας ευκολότερη. Βελτιώσεις που έφερε στη ~ των ανθρώπων η τεχνολογία. Δεν είναι ~ αυτή (: ως εκδήλωση δυσφορίας)! Βλ. παλιο~.|| Οικογενειακή/στρατιωτική/φοιτητική ~. Η κοινωνική/πνευματική ~ της χώρας. Η καλλιτεχνική/νυχτερινή/πολιτική ~ του τόπου. Η ~ στην πόλη/στην ύπαιθρο/τον προηγούμενο αιώνα. 5. η πραγματικότητα του βίου ως εμπειρία: πείρα βγαλμένη από τη ~. Τι ξέρεις από τη ~ εσύ; Για να μάθεις τη ~, πρέπει να τη ζήσεις. Τέλειωσε το γυμνάσιο και βγήκε στη ~ (= στη βιοπάλη). Σπούδασε στο σχολείο της ~ής (: κατ' αντιδιαστολή προς την εγκύκλια εκπαίδευση). Η ~ με δίδαξε να δίνω αξία στους ανθρώπους. Αυτά έχει/έτσι είναι η ~! Πάρε τη ~ στα χέρια σου (: ανάλαβε πρωτοβουλίες). Θέλει να έχει τη δική της ~ (: να είναι ανεξάρτητη). 6. (μτφ.) (για πρόσ.) ενεργητικότητα, ζωντάνια· (για περιοχές) έντονη δραστηριότητα: Άνθρωπος που ξεχειλίζει από ~. Είναι γεμάτος ~ (= ζωτικότητα) και αισιοδοξία. Δεν έχει ~ (= ψυχή) μέσα του.|| Το νησί δεν έχει καθόλου ~ τον χειμώνα. Η πόλη σφύζει από ~. Πβ. κίνηση, κυκλοφορία. ΑΝΤ. νέκρα. 7. (μτφ.) (κυρ. για μηχανές, επιχειρήσεις) διάρκεια λειτουργίας ή αντοχής: η ~ της μπαταρίας. Η εταιρεία στη σύντομη ~ της κατάφερε να κυριαρχήσει στην αγορά. (ΟΙΚΟΝ.) Η ωφέλιμη ~ των παγίων.ζωές (οι): άνθρωποι: Απειλούνται ανθρώπινες ~. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χάθηκαν εκατομμύρια ~ (= ψυχές). Φάρμακο που σώζει ~. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή & (λόγ.) η αιώνιος ζωή: ΘΕΟΛ. η μεταθανάτια. Βλ. επίγεια/ουράνια ~., καλή ζωή: υψηλό βιοτικό επίπεδο: ~ ~ και μακροζωία/υγεία., μεγάλη ζωή: πολυτελής και κοσμικός τρόπος διαβίωσης: χλιδή και ~ ~., ποιότητα ζωής: το επίπεδο διαβίωσης που καθορίζεται κυρ. από τη διατήρηση καθαρού περιβάλλοντος, από τις ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και από τις δυνατότητες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου: χαμηλή/υψηλή ~ ~. Βελτίωση/εξασθένιση/υποβάθμιση της ~ας ~ (των κατοίκων της πόλης).|| Η ~ ~ των ασθενών. [< αγγλ. quality of life, 1943] , υποστήριξη της ζωής: οτιδήποτε συμβάλλει στη διατήρησή της: (ΙΑΤΡ.) βασική (βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη)/εξειδικευμένη/μηχανική ~ ~. (ΟΙΚΟΛ.) Συστήματα ~ης ~ του πλανήτη (βλ. βιοποικιλότητα, βιόσφαιρα). [< αγγλ. life-support, 1959] , άγρια ζωή βλ. άγριος, ασφάλεια ζωής βλ. ασφάλεια, βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης βλ. βιοτικός, διπλή ζωή βλ. διπλός, έντονη ζωή βλ. έντονος, επιστήμες της ζωής βλ. επιστήμη, η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος βλ. δημόσιος, ημιπερίοδος ζωής βλ. ημιπερίοδος2, ημίσεια ζωή βλ. ήμισυς, ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος βλ. ιδιωτικός, καθιστική ζωή βλ. καθιστικός, κόστος ζωής βλ. κόστος, κύκλος ζωής βλ. κύκλος, σημεία ζωής βλ. σημείο, στάση ζωής βλ. στάση, το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης βλ. προσδόκιμος ● ΦΡ.: βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του: αυτοκτονεί: Αποφάσισε/προσπάθησε να βάλει τέλος ~., έδωσε τη ζωή του: για κάποιον που πέθανε για ένα ιδανικό ή κατ' επέκτ. αφιερώθηκε σε αυτό: Τιμάμε τους πολεμιστές που έδωσαν ~ τους για την πατρίδα.|| Έδωσε ~ της (= θυσιάστηκε) για τη σωτηρία της ανθρωπότητας., έδωσε/χάρισε ζωή σε ... 1. έγινε δωρητής οργάνων: ~ ~ σε συνανθρώπους μας, προσφέροντας τα όργανά του για μεταμόσχευση.|| (παλαιότ. για κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο) Ο βασιλιάς του χάρισε τη ~ (: του έδωσε χάρη). 2. (μτφ.) αναζωογόνησε: Έδωσε ~ (= πνοή) στη ναυτιλία/στην πόλη., εν ζωή (λόγ.): για κάποιον που είναι ακόμη ζωντανός, στη ζωή: Ο σημαντικότερος ~ ~ συγγραφέας. Δωρεά ~ ~. ΑΝΤ. μετά θάνατο(ν), έχω φάει τη ζωή με το κουτάλι (προφ.): έχω μεγάλη πείρα της ζωής., ζωή μου!: ως προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο., ζωή σε (λόγου) σας (προφ.): ως έκφραση συλλυπητηρίων σε συγγενείς ή/και οικείους νεκρού: Θεός σχωρέσ' τον, ~ ~ μας., ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα (προφ.): ευτυχισμένη, ανέμελη, γεμάτη απολαύσεις και καλοπέραση, χωρίς προβλήματα και βάσανα: Περνούν ~ ~., κάνω/ζω τη ζωή μου: ζω όπως επιθυμώ, συνήθ. ανέμελα, χωρίς υποχρεώσεις: Θέλει να ταξιδέψει, να κάνει ~ της. Χαλάρωσε και ζήσε ~ σου! [< γαλλ. vivre ma vie] , μεταξύ ζωής και θανάτου: για ετοιμοθάνατο και γενικότ. για κάθε οριακή κατάσταση: Βρίσκεται ~ ~.|| Μάχη (μεταξύ) ~ ~., μια ζωή (για δήλωση δυσφορίας): από παλιά, πάντα, συνεχώς: ~ ~ τα ίδια λάθη!, μια ζωή την έχουμε (προφ.): η ζωή είναι σύντομη και για αυτό πρέπει να την απολαμβάνουμε., μια ολόκληρη ζωή (προφ.): για πάντα· (επιτατ.) για δήλωση ενός συγκεκριμένου, μικρού ή μεγάλου, χρονικού διαστήματος: φίλοι ~ ~. Αυτοκίνητο/έπιπλα/σπίτι για ~ ~/μια ζωή. Είναι νέος κι έχει ~ ~ (= το μέλλον) μπροστά του.|| Απαιτείται/δεν του φτάνει ~ ~ για να ... Τίναξε στον αέρα ό,τι έχτιζε ~ ~., ξανάφτιαξε τη ζωή του/της: ξαναπαντρεύτηκε. [< γαλλ. refaire sa vie] , ποτέ στη ζωή μου (εμφατ.): ποτέ: Δεν θα το ξεχάσω ~ ~ (: μέχρι να πεθάνω). Ποτέ, μα ~ ~ (= ως τώρα) δεν επιδίωξα να ..., στη ζωή και στο(ν) θάνατο: για πάντα, σε καλές και κακές περιστάσεις: Ορκίστηκαν να είναι μαζί ~ ~., στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου (προφ.): ως όρκος προς επικύρωση των λεγομένων: ~ ~ μου, δεν το έκανα εγώ! Πβ. μα την πίστη μου!, σε ό,τι έχω ιερό., του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο (προφ.): του δημιουργώ συνεχώς προβλήματα, δεν τον αφήνω να ηρεμήσει, κυρ. ψυχολογικά ή συναισθηματικά: Μου κάνει ~ ~ (= με ζορίζει, ταλαιπωρεί). ΣΥΝ. μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο, φιλί (της) ζωής: τεχνητή αναπνοή με εκπνοή στο στόμα και κατ' επέκτ. διάσωση την τελευταία στιγμή: Ο ναυαγοσώστης τού έδωσε το ~ της ~.|| (συχνότ. μτφ.) ~ ~ στην οικονομία. Οι βροχές έδωσαν το ~ ~ στα σιτηρά. Πβ. ενίσχυση, τόνωση. [< αγγλ. kiss of life, 1961] , αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα βλ. αλλάζω, βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, δίνω (μια) ανάσα (ζωής) βλ. ανάσα, είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου) βλ. νήμα, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, εφ' όρου ζωής βλ. όρος, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, η ιστορία της ζωής μου βλ. ιστορία, κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή βλ. κρατώ, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο θάνατός σου, η ζωή μου! βλ. θάνατος, στοίχισε τη ζωή (σε κάποιον) βλ. στοιχίζει, το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής βλ. άλας, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω ● βλ. ζωούλα [< αρχ. ζωή, γαλλ. vie, αγγλ. life, γερμ. Leben]

κίνδυνος

κίνδυνος κίν-δυ-νος ουσ. (αρσ.) {κινδύν-ου | -ων, -ους} 1. καθετί που μπορεί να διαταράξει, να απειλήσει τη ζωή, την υγεία, την ασφάλεια, την περιουσία, την ακεραιότητα προσώπου ή να προκαλέσει φθορές, καταστροφές και η αντίστοιχη κατάσταση: θανάσιμος/κοινωνικός/περιβαλλοντικός/υπαρκτός ~. Βιομηχανικοί/θαλάσσιοι/φυσικοί ~οι. Ελλοχεύει/καραδοκεί/παραμονεύει/πέρασε ο ~. Λήψη μέτρων για την αποτροπή/την αποφυγή/την πρόληψη του ~ου. Σε περίπτωση ~ου. ~οι από το κάπνισμα/τη ραδιενέργεια/τη ρύπανση. Προστασία από τους ~ους. Αψηφά/διέφυγε/ξεπέρασε τον ~ο. Νόσημα που αποτελεί ~ο για τη δημόσια υγεία. Σταθμίζω τους ~ους. Επεσήμαναν τους ~ους από τη χρήση ναρκωτικών.|| Η ζωή (κάποιου)/το πλοίο/η χώρα βρίσκεται σε ~ο. Μπήκε σε ~ο (= κινδύνεψε). Βάζουν/θέτουν σε ~ο το περιβάλλον. Νοσηλεύεται εκτός ~ου. (σε επιγραφές, ως προειδοποίηση) Προσοχή, ~! Πβ. απειλή. 2. πιθανότητα να συμβεί κάτι δυσάρεστο ή κακό: ~ απόρριψης/αποτυχίας/ατυχημάτων/εμπλοκής/εξαφάνισης/ηλεκτροπληξίας/θανάτου/μόλυνσης/μπλακ άουτ/πολέμου/πυρκαγιάς/τραυματισμού/φυσικών καταστροφών. (Άμεσος/πιθανός) ~ για αποκλεισμό. Δεν υπάρχει ~ να μεταδοθεί η ασθένεια. Ορατός είναι ο ~ να ... Η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών μειώνει τον ~ο καρδιαγγειακών παθήσεων.|| (προφ.) Δεν υπάρχει τέτοιος ~!|| (ως έκφρ. ευγενείας προτού ειπωθεί κάτι δυσάρεστο) Με ~ο να φανώ/χαρακτηριστώ αγενής ... 3. ΟΙΚΟΝ. (ειδικότ.) το ενδεχόμενο απωλειών σε επενδύσεις και γενικότ. χρηματοοικονομικές συναλλαγές: επιτοκιακός/λειτουργικός/συναλλαγματικός/τραπεζικός ~. ~ θέσης/μετοχών και χαρτοφυλακίων. Αποτίμηση/δείκτης/διασπορά/έλεγχος/εξισορρόπηση/μείωση ~ου. Απόδοση χωρίς ~ο. (Μη) ασφαλιστικοί/εμπορικοί ~οι. ~οι από μεταβολές των τιμών της αγοράς. Κατανομή/ταξινόμηση ~ων. 4. διακινδύνευση, ρίσκο: με προσωπικό ~ο. Αγωνίστηκε με ~ο της ζωής του. Πβ. διακύβευση. ● ΣΥΜΠΛ.: αξιολόγηση κινδύνου & εκτίμηση κινδύνου: ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση, ώστε να προσδιοριστούν οι επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου ή/και στο περιβάλλον, από μια δράση ή από την παρουσία και χρήση ουσίας: ~ ~ και στρατηγικές προφύλαξης. ~ ~ σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις., δημόσιος κίνδυνος: καθετί που αποτελεί απειλή για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο: Ένας μεθυσμένος οδηγός είναι ~ ~., επαγγελματικοί κίνδυνοι: που προκύπτουν από την άσκηση ενός επαγγέλματος. Βλ. επαγγελματική ασθένεια, εργατικό ατύχημα., ηθικός κίνδυνος: ΝΟΜ. το ενδεχόμενο οικονομικής ζημίας που αντιμετωπίζει ασφαλιστική εταιρεία και το οποίο προέρχεται από την αβεβαιότητα για την εντιμότητα του ασφαλιζομένου: φυσικός και ~ ~. [< αγγλ. moral hazard] , κίνδυνος-θάνατος: για θανατηφόρο κίνδυνο: ~ ~ το αλκοόλ/το οδικό δίκτυο. ~ ~ για τους οδηγούς/τους πεζούς.|| (σε επιγραφή) Προσοχή! ~ ~ ! (: προειδοποίηση για τον κίνδυνο ηλεκτροπληξίας)., παράγοντας κινδύνου: στοιχείο που οδηγεί σε δύσκολη κατάσταση, κυρ.για θέματα υγείας: ισχυρός/σημαντικός/σοβαρός ~ ~. Βασικοί/κύριοι ~ες ~. Ένας απρόσμενος/νέος ~ ~ για άνοια. [< αγγλ. risk factor, 1949] , σήμα κινδύνου 1. που εκπέμπεται ως έκκληση βοήθειας: Το αεροσκάφος έστειλε ~ ~ στον πύργο ελέγχου. Ακουστικά/ηχητικά/οπτικά/φωτιστικά ~ατα ~. Πβ. ΣΟΣ. 2. (μτφ.) κάθε είδους προειδοποίηση για επικείμενη απειλή: ~ ~ για το νερό/για το περιβάλλον εκπέμπουν οι οικολογικές οργανώσεις. ~ ~ λόγω αύξησης της ανεργίας. [< αγγλ. distress signal] , υψηλού/χαμηλού κινδύνου 1. ο βαθμός απειλής (μικρός ή μεγάλος) για κάποιον ή κάτι: ασθενείς/ζώνη/κατηγορία/περιοχές ~ ~. Υψηλού ~ κύηση (= επαπειλούμενη). 2. που μπορεί να βλάψει περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά: παράγοντες υψηλού ~ για την υγεία (π.χ. γενετική προδιάθεση, κάπνισμα, παχυσαρκία). Χαμηλού ~ επεμβάσεις. 3. μεγάλου/μικρού ρίσκου: επενδύσεις/μετοχές ~ ~. Αγορά υψηλού ~. [< αγγλ. high/low risk] , ανάληψη κινδύνου/ρίσκου βλ. ανάληψη, ανάλυση κινδύνου/κινδύνων βλ. ανάλυση, αποστροφή κινδύνου βλ. αποστροφή1, διαχείριση κινδύνου/κινδύνων βλ. διαχείριση, έξοδος κινδύνου βλ. έξοδος, επιχειρηματικός κίνδυνος βλ. επιχειρηματικός, κίνδυνος ρευστότητας βλ. ρευστότητα, ομάδες υψηλού κινδύνου βλ. ομάδα, πιστωτικός κίνδυνος βλ. πιστωτικός, φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης βλ. φως ● ΦΡ.: κατά παντός κινδύνου (λόγ.): ΝΟΜ. έναντι όλων των πιθανών ζημιών που μπορεί να προκληθούν από διάφορες αιτίες: ασφάλεια/ασφάλιση/κάλυψη/συμβόλαιο ~ ~., κάτι εγκυμονεί/κρύβει κινδύνους: εμπεριέχει, ενέχει κινδύνους: Ενημέρωση του κοινού για τους κινδύνους που εγκυμονούν τα γενετικά μεταλλαγμένα προϊόντα. Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ~ ~. Βλ. επιφυλάσσω., φέρει τον κίνδυνο: ΝΟΜ. έχει την ευθύνη, υφίσταται τη ζημία σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης: Ο εργολάβος ~ ~ του έργου. Ο ανάδοχος ~ ~ για κάθε είδους φθορά ή απώλεια., διατρέχω κίνδυνο/τον κίνδυνο να ... βλ. διατρέχω, εκθέτω σε κίνδυνο βλ. εκθέτω, κρούω τον κώδωνα (του κινδύνου) βλ. κώδων, φλερτάρει με τον θάνατο/τον κίνδυνο βλ. φλερτάρω [< αρχ. κίνδυνος, αγγλ. danger, risk, γαλλ. danger, risque]

κούρσα

κούρσα κούρ-σα ουσ. (θηλ.) 1. αγώνας δρομέων, αυτοκινήτων, σκαφών, ποδηλάτων, αλόγων και η αντίστοιχη κάλυψη της διαδρομής: αργή/γρήγορη/δοκιμαστική/προκριματική/τελική ~. ~ ανδρών/γυναικών. ~ αντοχής/ταχύτητας (πβ. σπριντ). Ακύρωση/εκκίνηση/επικεφαλής/νικητής της ~ας. Αγωνίζομαι/παίρνω μέρος/συμμετέχω/τερματίζω/τρέχω/χάνω σε ~. Οδηγώ την ~ (: προηγούμαι, προπορεύομαι). Κέρδισε την ~ των 100/400/800/1500 μέτρων. Βλ. γκραν πρι.|| Τρελή ~ (= ταχύτατη).|| (προφ.) Οι ~ες (= οι ιπποδρομίες). 2. (μτφ.) έντονος ανταγωνισμός, συνήθ. για την πρωτιά, τη νίκη: διεθνής/ξέφρενη ~. Η ~ των εκλογών/των εξοπλισμών/της τεχνολογίας/των υποψηφιοτήτων. Στην ~ της αρχηγίας/της προεδρίας. Πβ. αντιπαλότητα, πόλεμος. 3. (προφ.) μετακίνηση με ταξί· συνεκδ. το κόστος της ή ο πελάτης: διπλή/νυχτερινή/σύντομη ~. Η ~ από το αεροδρόμιο έχει πρόσθετη επιβάρυνση. Πβ. διαδρομή.|| Πλήρωσα την ~. Πήρε ~ τον ... 4. μεγάλο και ακριβό συνήθ. αυτοκίνητο: ~ πολυτελείας. Πβ. λιμουζίνα. ● Υποκ.: κουρσάκι (το): στη σημ. 4. ● Μεγεθ.: κουρσάρα (η): στη σημ. 4. ● ΣΥΜΠΛ.: άλογο κούρσας: αυτό που τρέχει σε ιπποδρομίες· μτφ. πρόσωπο που ασχολείται με τον πρωταθλητισμό. [< αγγλ. racehorse] , κούρσα θανάτου: γρήγορη πορεία, συχνά καταδίωξη, που καταλήγει σε θάνατο., κούρσα διαδοχής βλ. διαδοχή [< πβ. μεσν. κούρσα 'πορεία καραβιού', γαλλ. course]

κώμα

κώμα [κῶμα] κώ-μα ουσ. (ουδ.) {κώμ-ατος}: ΙΑΤΡ. βαριά διαταραχή της συνείδησης κατά την οποία καταργείται η αντιληπτικότητα του εαυτού και του περιβάλλοντος: διαβητικό/επιληπτικό/ηπατικό/υστερικό ~. Μη αναστρέψιμο ~. ~ από εγκεφαλικό/κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Βρίσκεται/βυθίστηκε/είναι/έπεσε σε (βαθύ) ~. Βγήκε/ξύπνησε/συνήλθε από το ~. Τέθηκε/τελεί/υποβλήθηκε σε τεχνητό ~ (: για να μην πονάει· πβ. σε καταστολή). Πβ. βυθιότητα, κλινικός θάνατος, λήθαργος, νάρκη. Βλ. νεκροφάνεια, φυτό.|| (μτφ.) Οικονομία σε ~/σε κατάσταση ~ατος (= σε αδράνεια, στασιμότητα). [< αρχ. κῶμα, αγγλ.-γαλλ. coma, γερμ. Koma]

μάχη

μάχη μά-χη ουσ. (θηλ.) {μαχ-ών} 1. πολεμική σύρραξη, στρατιωτική αντιπαράθεση: αιματηρή/αμφίρροπη/άνιση/εμφύλια/εναέρια/επική/θρησκευτική/ιστορική/καταστροφική/πολύνεκρη/σκληρή/σφοδρή/τιτάνια/φονική ~. Πέφτει/ρίχνεται στη ~. Έλαβε/πήρε μέρος στη ~. Αναπαράσταση/έκβαση/νικητές (της)/σκηνές/σχέδιο/τακτικές ~ης. Μονάδες/οχήματα/πτέρυγα/Σμηναρχία ~ης. Σε διάταξη ~ης. Ο εορτασμός/η επέτειος της ~ης. Το χρονικό των ~ών.|| (ΙΣΤ.) Η ~ του Μαραθώνα/των Θερμοπυλών/της Κρήτης. 2. (μτφ.) έντονη αντίθεση ή αντιπαράθεση μεταξύ αντίπαλων πλευρών ή στοιχείων: δικαστική/διπλωματική/(προ)εκλογική/μάταιη/ομηρική/πολιτική ~. ~ παρασκηνίου. Η ~ των εντυπώσεων (: ποιος από τους αντιπάλους θα εντυπωσιάσει περισσότερο). ~ για την εξουσία/τον τίτλο. ~ μέχρις εσχάτων. ~ μεταξύ του καλού και του κακού. Μαίνεται/φουντώνει η ~ μεταξύ των υποψηφίων. Προβλέπεται ~ στήθος με στήθος. Βγήκε αλώβητος από τη ~. Κερδήθηκε η ~.|| (ΑΘΛ.) Η συγκλονιστική/συναρπαστική ~ των αιωνίων.|| Ξέσπασε ~ (= καβγάς) μεταξύ των οπαδών. Πβ. συμπλοκή. 3. (μτφ.) αγώνας, μεγάλη προσπάθεια: ~ επιβίωσης. ~ για την επίλυση (των προβλημάτων)/τον πολιτισμό. ~ κατά της ακρίβειας/της ανεργίας/της διαφθοράς/του καπνίσματος/της κερδοσκοπίας/των ναρκωτικών. ~ για τη μείωση του ελλείμματος. ~ με τον καρκίνο/τις φλόγες/τον χρόνο. Δίνει ~ για τη ζωή. Πβ. πάλη. ● ΣΥΜΠΛ.: άρμα μάχης βλ. άρμα, μητέρα (όλων) των μαχών βλ. μητέρα, πεδίο μάχης βλ. πεδίο, πόλεμος/μάχη χαρακωμάτων βλ. χαράκωμα2 ● ΦΡ.: έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο: πέθανε ύστερα από βαριά αρρώστια ή ατύχημα: ~ ~ μετά από πολύμηνη ασθένεια/υποκύπτοντας στα τραύματά του., σε θέση μάχης (μτφ.): σε κατάσταση ετοιμότητας για επικείμενη σύγκρουση και γενικότ. αντιπαράθεση: ~ ~ για το ασφαλιστικό/τη διεκδίκηση των αιτημάτων τους., εκτός μάχης βλ. εκτός, έρως ανίκατε μάχαν βλ. έρως, μάχη εκ παρατάξεως βλ. παράταξη [< αρχ. μάχη]

οθόνη

οθόνη [ὀθόνη] ο-θό-νη ουσ. (θηλ.) {οθονών} 1. ΤΕΧΝΟΛ. επιφάνεια ηλεκτρονικής συσκευής πάνω στην οποία προβάλλονται εικόνες ή/και δεδομένα· μόνιτορ: αναλογική/(κυρ. παλαιότ.) ασπρόμαυρη/διάφανη/έγχρωμη/επαγγελματική/επίπεδη/εύκαμπτη/θολωτή/κυρτή/μεγάλη/μεσαία/μικρή/πανοραμική/φθορίζουσα/φωτεινή/ψηφιακή ~. ~ αριθμομηχανής/θυροτηλεφώνου/κάμερας/μικροσκοπίου/ραντάρ/φωτογραφικής μηχανής. ~ ... ιντσών (: καθεμία από τις διαγωνίους της είναι ... ίντσες). Ασύρματο ακουστικό κινητού (τηλεφώνου) με ~. ~ ρυθμίσεων τζι-πι-ες. Ζυγαριά με ~. Τηλεόραση ευρείας ~ης. ~ες ελέγχου/μηδενικής κατανάλωσης/οροφής.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ γραφικών. ~ υψηλής/χαμηλής ανάλυσης. Κάρτα (: βοηθητική πλακέτα που καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας και την ποιότητα της εικόνας)/περιστροφή (: από οριζόντια σε κατακόρυφη θέση)/φόντο (πβ. ταπετσαρία) ~ης. Βραχίονας/προστατευτικό φίλτρο ~ης. (ειδικότ.) Αναγνώστης και (εικονικό) πληκτρολόγιο ~ης (: βασικά εργαλεία τυφλού, χρήστη Η/Υ). 2. ΤΕΧΝΟΛ. άσπρη συνήθ. επιφάνεια απεικόνισης ή αναπαραγωγής φωτογραφιών ή κινηματογραφικών εικόνων· συνεκδ. κινηματογράφος ή τηλεόραση: Χωρίς τα γυαλιά μου δεν βλέπω τίποτα στην ~.|| Ο σκηνοθέτης επιστρέφει στην ~ με ένα σίριαλ/μια ταινία σχετικά με ... Η συνέχεια επί της ~ης/στις ~ες σας. Βλ. γιγαντο~, προτζέκτορας, σελιλόιντ. 3. ΝΑΥΤ. ύφασμα κατασκευής ιστίων. Πβ. μουσαμάς. 4. ΤΥΠΟΓΡ. πλαίσιο που χρησιμοποιείται στην μεταξοτυπία. ● Υποκ.: οθονίτσα, οθονούλα (η). ● ΣΥΜΠΛ.: η μεγάλη οθόνη (μτφ.): ο κινηματογράφος: μεταφορά δημοφιλούς βιβλίου στη ~ ~. Πβ. πανί. [< γαλλ. le grand écran] , η μικρή οθόνη (μτφ.): η τηλεόραση. [< γαλλ. le petit écran] , μπλε οθόνη (θανάτου): ΠΛΗΡΟΦ. μήνυμα σφάλματος που εμφανίζεται από τα λειτουργικά συστήματα (ιδ. τα Windows) στην οθόνη ενός υπολογιστή, όταν συμβεί κάποιο ανεπανόρθωτο λάθος, με σκοπό τη διακοπή λειτουργίας του και την αποτροπή βλάβης. [< αγγλ. blue screen of death, 1993] , οθόνη αφής & επαφής: ΤΕΧΝΟΛ. που επιτρέπει την καταχώρηση δεδομένων και την ενεργοποίηση λειτουργιών σε ηλεκτρονικές συσκευές και μηχανήματα με την αφή ή με γραφίδα· ειδικότ. περιφερειακή συσκευή εισόδου σε υπολογιστή, με τη βοήθεια της οποίας ο χρήστης μπορεί εύκολα να μεταβιβάσει την επιλογή του: χωρητική ~ ~. [< αγγλ. touch screen, 1974] , οθόνη υγρών κρυστάλλων: ΤΕΧΝΟΛ. είδος λεπτής και επίπεδης οθόνης χαμηλής ισχύος που αποτελείται από πλέγμα κρυστάλλων των οποίων η ανακλαστικότητα ποικίλλει ανάλογα με την τάση που ασκείται σε αυτό: φωτιζόμενη ~ ~. ~ ~ σε αριθμομηχανή/κινητό τηλέφωνο/φορητό υπολογιστή/ψηφιακό ρολόι. Πληκτρολόγιο/τηλεχειριστήριο με ~ ~. Βλ. υπέρλεπτος. [< αγγλ. Liquid Crystal Display (Screen) (LCD), 1968] , προφύλαξη οθόνης: ΠΛΗΡΟΦ. πρόγραμμα, συνήθ. αυτόματο, το οποίο ύστερα από διάστημα αδράνειας μαυρίζει την επιφάνεια οθόνης του υπολογιστή ή εμφανίζει σε αυτήν διαρκώς εναλλασσόμενη εικόνα, ώστε να εμποδίσει την καταστροφή του φωσφόρου της: Ρύθμιση του χρονικού διαστήματος, προτού ξεκινήσει η ~ ~. [< αγγλ. screen saver, 1981] , στιγμιότυπο οθόνης: ΠΛΗΡΟΦ. εικόνα που καταγράφει ό,τι εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή σε μια συγκεκριμένη στιγμή: αποθήκευση ~ου ~ης σε κινητό τηλέφωνο. [< αγγλ. screenshot/screen capture] , επιφάνεια οθόνης βλ. επιφάνεια, οθόνη πλάσματος βλ. πλάσμα, πανοραμική οθόνη βλ. πανοραμικός [< 1,2: αγγλ. screen, γαλλ. écran 3: αρχ. ὀθόνη ‘πανί ή λινό ύφασμα, ιστίο’]

παλεύω

παλεύω πα-λεύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πάλ-εψα, παλ-έψει, παλεύ-οντας} 1. (+ με/εναντίον) συμπλέκομαι με κάποιον, για να τον ρίξω κάτω και να τον ακινητοποιήσω στο έδαφος και γενικότ. για να τον εξουδετερώσω: ~ψε με τον αντίπαλο/τον ληστή. ~ψε για τη ζωή του (= για να μείνει ζωντανός). 2. (+ με/εναντίον) (μτφ.) αγωνίζομαι ενάντια σε κάποιον ή κάτι, αντιστέκομαι σθεναρά: ~ψε με την αρρώστια και τώρα είναι καλά. ~ με τον εαυτό μου/τον φόβο μου. 3. (μτφ.) κοπιάζω, μοχθώ για κάτι: ~ σκληρά. ~ για τη νίκη. Άδικα το ~εις (= παιδεύεις). ~ με αυταπάρνηση/νύχια και με δόντια/όλες μου τις δυνάμεις/πείσμα. Πβ. πολεμώ. ● ΦΡ.: δεν παλεύεται (νεαν. αργκό): δεν υποφέρεται: Ο αδερφός σου/η ζέστη ~ ~ με τίποτα! ΣΥΝ. δεν αντέχεται, δεν την παλεύω (κάστανο) (νεαν. αργκό): δεν αντέχω, δεν τα καταφέρνω: Τρίτη μέρα χωρίς συγκοινωνία και ~ ~!, παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο: είναι ετοιμοθάνατος, χαροπαλεύει., πώς την παλεύεις; & την παλεύεις; (νεαν. αργκό): πώς τα πας, πώς τα καταφέρνεις; ~ ~ με τη δίαιτα/τον διευθυντή σου;, το παλεύω (προφ.): προσπαθώ για κάτι, δεν έχω παραιτηθεί: -Πώς πας, βρήκες δουλειά; -~ ~ ακόμη., κυνηγάει ανεμόμυλους βλ. ανεμόμυλος [< μεσν. παλεύω]

στρατόπεδο

στρατόπεδο στρα-τό-πε-δο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έδου} 1. ΣΤΡΑΤ. χώρος με εγκαταστάσεις για μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στρατιωτικών μονάδων· συνεκδ. το σύνολο των στρατιωτών που διαμένουν εκεί: ανενεργό/εγκαταλελειμμένο/πρώην ~. ~α εκπαίδευσης/νεοσυλλέκτων. Διοικητής ~έδου. Βλ. καταυλισμός.|| Ολόκληρο το ~ παρακολούθησε την εκδήλωση. 2. (κυρ. σε καιρό πολέμου ή σε αυταρχικά καθεστώτα) φρουρούμενη περιοχή συγκέντρωσης και παραμονής πλήθους ανθρώπων υπό συνθήκες περιορισμού· κατ' επέκτ. ελεγχόμενος χώρος ακούσιας συνήθ. εγκατάστασης ατόμων που αποτελούν ιδιαίτερη ομάδα: ~ αιχμαλώτων/εξορίστων.|| ~α μεταναστών/προσφύγων. 3. (μτφ.) κύκλος ανθρώπων που πρεσβεύουν κοινές ιδέες και έρχονται σε αντιπαράθεση με άλλους: το ~ των προοδευτικών/συντηρητικών. Το κυβερνητικό ~. Ανήκουν/βρίσκονται στο ίδιο ~/σε αντίπαλα/διαφορετικά ~α. Χωρίστηκαν σε δύο ~α. ΣΥΝ. παράταξη.|| (κατ' επέκτ.) Η νίκη επανέφερε τα χαμόγελα στο ~ της ομάδας. Η αστοχία άλλαξε ~ στο δεύτερο ημίχρονο. ● ΣΥΜΠΛ.: στρατόπεδα θανάτου/εξόντωσης: ΙΣΤ. τα ναζιστικά και σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. [< γαλλ. camps d'extermination, γερμ. Vernichtungslager] , στρατόπεδα συγκέντρωσης: ΙΣΤ. στα οποία μεγάλος αριθμός ανεπιθύμητων εθνικών, θρησκευτικών, κοινωνικών ή πολιτικών ομάδων κρατήθηκαν υπό απάνθρωπες συνθήκες, εκτελώντας καταναγκαστικά έργα ή με στόχο την εξολόθρευσή τους· κυρ. όσα οργανώθηκαν από τους Ναζί στη Γερμανία και αλλού: επιζώντες των ~έδων ~. Βλ. αντισημιτισμός, θάλαμος αερίων, κρεματόριο, ολοκαύτωμα. [< γαλλ. camps de concentration, 1906, γερμ. Konzentrationslager] [< αρχ. στρατόπεδον ‘στρατώνας, στρατός’, γαλλ. camp]

φλερτάρω

φλερτάρω φλερ-τά-ρω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {φλέρταρ-α κ. φλερτάρ-ισα, -οντας} (προφ.) ΣΥΝ. ερωτοτροπώ 1. εκδηλώνω σε κάποιον το ερωτικό μου ενδιαφέρον: ~ει ανοιχτά/απροκάλυπτα/ασύστολα/έντονα/επίμονα/συνεχώς. Του/της αρέσει να ~ει. Πβ. γαμπρίζω, γκομενίζω, ζαχαρώνω, κάνω τα γλυκά μάτια, πολιορκώ, σιροπιάζω, τσιλιμπουρδίζω, χαριεντίζομαι. ΣΥΝ. κορτάρω 2. (+ με) (μτφ.) δείχνω ενδιαφέρον για κάτι: ~ει με την ιδέα (= ενδιαφέρεται, σκέφτεται) να .../με την πολιτική.|| Ο υδράργυρος ~ει με (= πλησιάζει) τους σαράντα βαθμούς. ● ΦΡ.: φλερτάρει με τον θάνατο/τον κίνδυνο: προβαίνει σε θανατηφόρες ή επικίνδυνες για τον εαυτό του ενέργειες. Πβ. το ζην επικινδύνως. [< γαλλ. flirter]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.