Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 11 εγγραφές  [0-11]


  • θέμα θέ-μα ουσ. (ουδ.) {θέμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οτιδήποτε τίθεται υπό εξέταση, πραγμάτευση ή προβληματισμό· αντικείμενο διαλόγου ή μελέτης, ζήτημα ή πρόβλημα: ~ ομιλίας. Συνέδριο με ~ ... Βασικό/κύριο/πρώτο ~ στην ημερήσια διάταξη. ~ για/προς συζήτηση. Ταξινόμηση κατά ~. ~ατα υγείας. Ειδικός σε ~ατα φορολογίας. Αναλύω/αναπτύσσω/ασχολούμαι με/διερευνώ/εκθέτω/εξαντλώ/ερευνώ/θίγω/καταπιάνομαι με/μελετώ/παρουσιάζω/πραγματεύομαι ένα ~. Έχω ~ με Δεν είναι/συνιστά ~ της αρμοδιότητάς μου. Το όλο ~ έχει ως εξής ... Δεν έχω άποψη για το ~. Ας επιστρέψουμε στο/ξεφύγαμε απ’ το ~ μας. Έπιασε το ~ σε όλη του την έκταση.|| Περνώ/πηδώ από το ένα ~ στο άλλο. Μην αλλάζεις ~! Έλα/μπες στο ~ (πβ. προκείμενο, ψητό). Το ~ είναι πιασάρικο/πουλάει. Ας μείνει εκεί το ~ (: ας μην το συζητήσουμε άλλο).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Προβολή ~ατος (: ομάδας συζήτησης). Πλοήγηση ανά ~.|| Αμφιλεγόμενο/ανεξάντλητο/επείγον/επίκαιρο/επίμαχο/καυτό/κρίσιμο/λεπτό/προσωπικό/φλέγον ~. ~ ουσίας/ταμπού. Εθνικά/εκκρεμή/τρέχοντα ~ατα. Ανέκυψε σημαντικό/σοβαρό ~. Ανοίγει το ~ της ... Δεν προκύπτει ~ ευθυνών. Παραμένει ανοιχτό το/δεν βρέθηκε λύση στο ~ των ... Έκλεισε/ξεκαθάρισε/ρυθμίστηκε το ~. Θάβω/καίω/κουκουλώνω/συγκαλύπτω ένα ~. Πβ. υπόθεση. 2. περιεχόμενο καλλιτεχνικού ή λογοτεχνικού έργου, μοτίβο: ενδιαφέρον/κοινότοπο/πρωτότυπο/συναρπαστικό/συνηθισμένο ~. Το ~ ενός βιβλίου/μιας ταινίας (πβ. στόρι, υπόθεση). Έκθεση φωτογραφίας με ελεύθερο ~. Συγγραφέας που αντλεί τα ~ατά του από προσωπικά βιώματα. Βλ. παράθεμα.|| Το ~ του έρωτα/του πολέμου στην τέχνη. Το ~ της Γέννησης/της Σταύρωσης στη βυζαντινή ζωγραφική. 3. ερώτημα, άσκηση ή αδίδακτο κείμενο σε εξετάσεις: αναμενόμενα/απαιτητικά/ασαφή/βατά/δύσκολα/δυσνόητα/εύκολα/ΣΟΣ ~ατα. Τα ~ατα των μαθηματικών/των πανελλαδικών. Διαρροή/εκφώνηση ~άτων. ~ εκτός ύλης. Από τα τρία ~ατα να απαντήσετε (σ)τα δύο. Το τρίτο ~ είχε/ήταν παγίδα. Πβ. ερώτηση, ζήτημα, παρατήρηση.|| Το άγνωστο ~ των Αρχαίων. 4. ΜΟΥΣ. βασική μελωδία μουσικής σύνθεσης, η οποία επαναλαμβάνεται μέχρι το τέλος της: το ~ της σονάτας. Παραλλαγές (πάνω) στο ίδιο ~. Πβ. μοτίβο. 5. ΓΛΩΣΣ. σταθερό τμήμα λέξης, αποτελούμενο από τη ρίζα και τα προσφύματα, χωρίς τη γραμματική κατάληξη: ονοματικό/παραγωγικό/ρηματικό ~. Βλ. πρόθεμα. ● Υποκ.: θεματάκι (το) ● ΦΡ.: βάζω/θέτω θέμα: προτείνω ένα αντικείμενο για συζήτηση, εξέταση: ~ ~ αξιολόγησης/ασφάλειας. ~ ~ σε συμβούλιο/σύσκεψη για .../να ... Η κυβέρνηση σκοπεύει να θέσει ~ αλλαγής του εκλογικού νόμου., βγάζω θέμα 1. (συνήθ. για δημοσιογράφο ή τηλεπαρουσιαστή) καταφέρνω, στη διάρκεια συζήτησης ή μετά από έρευνα, να αποσπάσω ενδιαφέρουσες ή αποκαλυπτικές πληροφορίες που μπορεί να αποτελέσουν είδηση: Το κανάλι/ο ρεπόρτερ έβγαλε ~ (= λαβράκι, λαγό). Δεν βγήκε ~ από τη συνέντευξη. 2. {συνήθ. στον πληθ.} συντάσσω ερωτήματα εξετάσεων: Ο δάσκαλος/η εξεταστική επιτροπή/ο καθηγητής ~ει ~ατα., δεν είναι δικό σου θέμα (προφ.): δεν σε αφορά, δεν σου πέφτει λόγος: Σε παρακαλώ μην ανακατεύεσαι, ~ ~., δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα: δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι, ούτε καν συζητιέται· δεν πρόκειται για κάτι σημαντικό: Δεν τίθεται/υφίσταται ~ απομάκρυνσής του από το κόμμα/αύξησης των τιμών. Δεν γεννάται ~ για αλλαγή της συμφωνίας. Δεν είναι ούτε ~ αριθμών ούτε ~ πρακτικών.|| Από τη δική μου την πλευρά δεν υπάρχει ~ (: όλα είναι εντάξει). Για ένα και δύο ευρώ δεν είναι τώρα ~ (: δεν υπάρχει πρόβλημα)!, δεν έχω θέμα (νεαν. αργκό): δεν με πειράζει., είναι θέμα/ζήτημα (+ γεν.): έχει σχέση με ή εξαρτάται από: ~ ~ αξιοπιστίας/αρχής/γοήτρου/ηθικής/προτεραιότητας/συνήθειας/τιμής/χρημάτων. Είναι καθαρά ~ γούστου., επί του θέματος (λόγ.): σχετικά με την υπόθεση που μας απασχολεί: σχόλια ~ ~. Διαμορφώνω άποψη/τοποθετούμαι ~ ~. Έχετε να δηλώσετε/να κάνετε κάποιο σχόλιο/να πείτε κάτι ~ ~; Πβ. επί του προκειμένου., κάνω/δημιουργώ θέμα/ζήτημα (προφ.): δίνω σε κάτι περισσότερη σημασία από ό,τι χρειάζεται ή προκαλώ πρόβλημα, κάνω φασαρία για κάτι: Από το τίποτα δημιούργησε ολόκληρο ~! Αν δεν πληρώσει, δημιουργείται ~. Μικρό το κακό, μην το κάνεις ~!, το θέμα της ημέρας/των ημερών/της εβδομάδας/του μήνα: αυτό που θεωρείται ως το σημαντικότερο, σύμφωνα με την κοινή γνώμη και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης: Το ~ της ημέρας είναι τα νέα μέτρα., το θέμα/ζήτημα είναι (να ...): για να δοθεί έμφαση σε κάτι σημαντικό: Το ~ ~ να περιορίσουμε τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Το ~ δεν είναι ποιος φταίει και ποιος όχι, αλλά ..., είναι δικό μου ζήτημα/θέμα/πρόβλημα βλ. ζήτημα, εκτός θέματος βλ. εκτός, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, θέμα/ζήτημα χρόνου βλ. χρόνος, μη υπάρχοντος άλλου θέματος ... βλ. υπάρχω, το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω [< μτγν. θέμα, γαλλ. thème, γερμ. Thema, αγγλ. theme 4: ιταλ. tema]
  • θεματικός1 , ή, ό θε-μα-τι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε αντικείμενο μελέτης, συζήτησης ή οργανώνεται κατά θέματα: ~ός: άξονας/πυρήνας (προγράμματος). ~ή: ανάλυση/ενότητα/κατεύθυνση/κατηγορία/περίοδος ή πρόταση (: που περιέχει το θέμα της παραγράφου)/ύλη. ~ό: πεδίο/πλαίσιο.|| ~ός: διαχωρισμός/κατάλογος/κύκλος/πίνακας. ~ή: κατάταξη/ομάδα. ~ό: ευρετήριο/λεξικό/σεμινάριο. ~ές: βραδιές/δράσεις/συναντήσεις. ~ διαγωνισμός ζωγραφικής/οδηγός νομοθετημάτων. ~οί τομείς έρευνας/κατάρτισης. Πβ. θεματογραφ-, θεματολογ-ικός.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ή πύλη (ηλεκτρονικής) βιβλιοθήκης/ελεύθερου λογισμικού. Βλ. δια~. ● Ουσ.: θεματική (η) (απαιτ. λεξιλόγ.): σύνολο υπό εξέταση θεμάτων, θέμα, ιδιαίτερα ως προς τη συνθετότητά του: η πλούσια ~ του συνεδρίου. Η κύρια ~ ενός έργου (πβ. προβληματική). Συλλογή ποικίλης ~ής. Διευρύνει τη ~ της. Η ~ του απλώνεται/εκτείνεται/επικεντρώνεται σε ... Πβ. θεματογραφία, θεματολογία. [< γαλλ. thématique, 1936, γερμ. Thematik] ● επίρρ.: θεματικά ● ΣΥΜΠΛ.: θεματικός τουρισμός: που συνδέεται με συγκεκριμένο σκοπό ή γίνεται σε ορισμένο γεωγραφικό περιβάλλον ή σε προσδιορισμένη εποχή του χρόνου. Βλ. αγρο-, οικο-τουρισμός, εναλλακτικός τουρισμός., θεματικός χάρτης: ΤΟΠΟΓΡ. στον οποίο αναπαρίστανται συγκεκριμένα τοπογραφικά ή υδρογραφικά χαρακτηριστικά περιοχής., θεματική εγκυκλοπαίδεια βλ. εγκυκλοπαίδεια, θεματικό πάρκο βλ. πάρκο, θεματικός χαρτογράφος βλ. χαρτογράφος [< γαλλ. thématique, γερμ. thematisch]
  • θεματικός2 , ή, ό θε-μα-τι-κός επίθ.: ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με το γραμματικό θέμα: ~ό: φωνήεν (: που συνδέει το θέμα με την κατάληξη). Βλ. προ~. [< μτγν. θεματικός]
  • θεματογραφία θε-μα-το-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. (στη διδασκαλία) σύνολο επιλεγμένων κειμένων της αρχαίας ελληνικής ή της λατινικής γραμματείας που προσφέρονται για γλωσσική άσκηση. 2. θεματολογία: εφημερίδα με πλούσια ~. Η ~ του περιλαμβάνει .../είναι εμπνευσμένη από ... Πβ. θεματική. Βλ. -γραφία. [< γαλλ. composition de thèmes]
  • θεματογραφικός , ή, ό θε-μα-το-γρα-φι-κός επίθ.: θεματολογικός: ~ός: άξονας. ~ή: ενότητα. Έργο με ~ή ποικιλία/~ό πλούτο/ευρύ ~ό φάσμα. ΣΥΝ. θεματικός1 ● επίρρ.: θεματογραφικά
  • θεματοδότης θε-μα-το-δό-της ουσ. (αρσ.): θεματοθέτης.
  • θεματοθέτης, θεματοθέτρια θε-μα-το-θέ-της ουσ. (αρσ. + θηλ.): εκπαιδευτικός που ορίζει τα θέματα κυρ. στις πανελλαδικές εξετάσεις.
  • θεματολογία θε-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο θεμάτων μελέτης ή συζήτησης: ~ (ραδιοφωνικής/τηλεοπτικής) εκπομπής/περιοδικού/συνεδρίου. Αντλεί τη ~ του από την καθημερινότητα. Πβ. θεματική, θεματογραφία. Βλ. -λογία. 2. βιβλίο με συλλογή κυρ. αρχαίων ελληνικών ή λατινικών κειμένων για άσκηση των μαθητών.
  • θεματολογικός , ή, ό θε-μα-το-λο-γι-κός επίθ.: που είναι σχετικός με τη θεματολογία: ~ός: άξονας/πυρήνας (έργου). ~ή: ενότητα/κατάταξη/ποικιλία/συνάφεια. ~ό: πλαίσιο. Μελέτη που καλύπτει ένα ευρύ ~ό φάσμα. Πβ. θεματ-, θεματογραφ-ικός. ● επίρρ.: θεματολογικά
  • θεματολόγιο θε-μα-το-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.) 1. ειδικό αντικείμενο μελέτης και κατ’ επέκτ. κατάλογος θεμάτων στο πλαίσιο παρουσίασης, διδασκαλίας ή επίσημης συνάντησης: Το ~ με το οποίο έχει ασχοληθεί ο τιμώμενος καθηγητής είναι …|| Ευρωπαϊκό ψηφιακό ~. ~ διαλέξεων/ημερίδας/σεμιναρίου/συνεδρίου. Αναλυτικό ~ επιμορφωτικών προγραμμάτων. Το ~ της διάσκεψης/της συνόδου. Πβ. ατζέντα. Βλ. -λόγιο. 2. (ειδικότ. στις τέχνες και τη λογοτεχνία) σύνολο θεματικών επιλογών ή μοτίβων: τo ~ της δημοτικής ποίησης.|| Διάκοσμος με πλούσιο εικονογραφικό ~. Το ~ της ελληνιστικής γλυπτικής/της μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Πβ. θεματική, θεματογραφία, θεματολογία.
  • θεματοφύλακας θε-μα-το-φύ-λα-κας ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που έχει την ευθύνη διαφύλαξης και προάσπισης πνευματικών κυρ. αξιών: ~ της πολιτιστικής κληρονομιάς/της ιστορικής μνήμης. Πβ. θησαυροφύλακας, τηρητής, υπερασπιστής, φρουρός.|| (ειρων.-μειωτ.) Παρουσιάζεται ως ~/παριστάνει τον ~α της ηθικής τάξης. Πβ. προστάτης. ΑΝΤ. εχθρός (1), υπονομευτής (1) 2. ΝΟΜ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει αναλάβει τη φύλαξη ξένης κινητής περιουσίας και έχει ευθύνη για την επένδυσή της μέχρι την επιστροφή της στον δικαιούχο (παρακαταθέτη): Εκτελεί καθήκοντα/χρέη ~α. Βλ. παρακαταθήκη, -φύλακας.

αγρο- & αγρό- & αγρ-

αγρο- & αγρό- & αγρ-: α' συνθετικό ουσιαστικών με αναφορά σε αγρό ή σε αγροτική περιοχή: αγρο-ζημία/~καλλιέργεια/~κήπιο/~μίσθωση/~νομία/~τεμάχιο/~τουρισμός. Αγρό-κτημα. Αγρ-ανάπαυση.|| Αγρο-λήπτης. Βλ. αγροτο-.

αλλάζω

αλλάζω [ἀλλάζω] αλ-λά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άλλα-ζε, άλλα-ξε, αλλά-χτηκε κ. -χθηκε, -γμένος, αλλάζ-οντας} 1. καθιστώ κάτι διαφορετικό σε σχέση με προηγούμενη κατάσταση, μεταβάλλομαι: ~ άποψη/γνώμη/ιδέα/τους όρους της διαθήκης/το περιεχόμενο (ΣΥΝ. τροποποιώ, πβ. παρ~)/ρυθμούς/συμπεριφορά/το σύστημα/τις τιμές/τρόπο ζωής/χρώμα μαλλιών. Αυτό το κούρεμα σε ~ει (: σε κάνει άλλον άνθρωπο). Μην ~ξεις τίποτα! Η εμπειρία αυτή/ο χρόνος με ~ξε. Η μπάλα/το πλοίο ~ξε πορεία. Το αρχικό κείμενο ~χτηκε (= αλλοιώθηκε, μεταβλήθηκε).|| ~ει η διαδικασία/η διάθεση/ο κανονισμός/το κλίμα/η νοοτροπία. Ο κόσμος δεν ~ει από τη μια στιγμή στην άλλη. ~ουν τα δεδομένα/οι προτιμήσεις/τα σχέδια. ~ αισθητά/απότομα/αυτόματα/γρήγορα/δραματικά/δραστικά/ριζικά. Ο καιρός από αύριο θα ~ξει. Η διατροφή μας/η ζωή σήμερα έχει ~ξει. Δεν έχεις ~ξει καθόλου (ως φιλοφρόνηση σε γνωστά πρόσωπα που συναντά κανείς ύστερα από πολλά χρόνια)! Τι θα ~ζε αν ... Δεν έχει ~ξει τίποτα. Πολλά έχουν ~ξει από τότε. Και τι θα ~ξει; Πβ. διαφοροποιώ, μετα-μορφώνω, -σχηματίζω, -τρέπω, τροποποιώ. 2. αντικαθιστώ, αντικαθίσταμαι από κάτι άλλο: ~ αριθμό (τηλεφώνου)/αυτοκίνητο (: αγοράζω άλλο)/γραμματοσειρά/(για φίδι ή έντομο) δέρμα/διαβατήριο/διεύθυνση (= μετακομίζω)/δρομολόγιο/τους επιδέσμους (σε πληγή)/έπιπλα/θέση/κανάλι (πβ. ζάπινγκ)/λάδια (σε αυτοκίνητο)/λάμπα (: την καμένη με καινούργια)/λάστιχα/όνομα/πίστη (= θρησκεία, πβ. αλλαξοπιστώ)/σεντόνια/σταθμό (συνήθ. στο ραδιόφωνο)/σχολείο/το τραπεζομάντιλο (= βάζω καθαρό)/τρένο (= επιβιβάζομαι σε άλλο)/υπηκοότητα. ~ξε ταχύτητα. Έχει ~ξει τρία σπίτια και δύο δουλειές. Η εταιρεία ~ξε ιδιοκτήτες.|| Αν δεν σου αρέσει, μπορείς να το ~ξεις (: να επιστρέψεις το προϊόν στο κατάστημα και να πάρεις κάτι άλλο στην ίδια τουλάχιστον τιμή).|| ~ξε η ώρα/ο υπουργός/το ωράριο από θερινό σε χειμερινό/ο χρόνος. Τα σχολικά βιβλία θα ~ξουν. 3. ανταλλάσσω: Θες ν’ ~ξουμε θέσεις/τηλέφωνα;|| (προφ.) Μπορείτε να μου ~ξετε ένα χαρτονόμισμα των εκατό ευρώ (: να μου κάνετε ψιλά, να μου το χαλάσετε); Θα ~ξω χρήματα στην τράπεζα (: για συνάλλαγμα). ~ξαν πλαστά δολάρια σε/με ευρώ. 4. βάζω διαφορετικά ή καθαρά ρούχα ή βοηθώ κάποιον να το κάνει: Περίμενε ν’ ~ξω (φόρεμα) και φύγαμε!|| Ο μπαμπάς ~ει το μωρό (: τις λερωμένες πάνες). Ο ασθενής πρέπει να ~χτεί. ● ΦΡ.: αλλάζει πρόσωπο: μεταβάλλεται η δομή, η μορφή του: Η πόλη ~ ~ και εκσυγχρονίζεται. Η ιστοσελίδα ~ξε ~ μετά τον ανασχεδιασμό της., αλλάζει τα λόγια του (αρνητ. συνυποδ.): τροποποιεί, αναιρεί τα όσα είπε, λέει άλλα: Γιατί, άραγε, τώρα ~ ~; Υπόσχεται πράγματα και μετά τα αλλάζει (: δηλώνει το ακριβώς αντίθετο)., αλλάζει τους άντρες/τις γυναίκες σαν (τα) πουκάμισα: συνάπτει πολύ συχνά εφήμερες ερωτικές σχέσεις., αλλάζει χέρια: περνά σε άλλον ιδιοκτήτη, αποκτά νέο: Η εταιρεία ~ ~. [< αγγλ. change hands] , αλλάζουν οι καιροί: οι καταστάσεις μεταβάλλονται (συχνά προς το αντίθετο): Βρε πώς ~ ~! Εσύ δεν την ήθελες και τώρα τρέχεις από πίσω της;, αλλάζω δρόμο {συνήθ. στον αόρ.} 1. & αλλάζω πεζοδρόμιο: τροποποιώ την πορεία μου, για να αποφύγω κάποιον: Μόλις με είδε, ~ξε ~. 2. (μτφ.) ακολουθώ διαφορετική κατεύθυνση: Όταν είδαν τα σκούρα, ~ξαν ~., αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα (μτφ.): αλλάζω τρόπο σκέψης ή συμπεριφορά, κάνω στροφή στη ζωή μου: Από τη στιγμή που έπιασα δουλειά, η ζωή μου ~ξε πορεία/ρότα. Πρέπει να ~ξεις σελίδα/ζωή και να τον ξεχάσεις., αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου): ξεφεύγω από τη ρουτίνα: Πρέπει να φύγω από εδώ, ν' ~ξω ~. Πήγαινε μια βόλτα να ξεσκάσεις και ν' ~ξεις ~., αλλάζω τροπάρι(ο)/βιολί/σκοπό/χαβά (λαϊκό): αλλάζω στάση, συμπεριφορά: Δεν ~ει τροπάρι. Για ~ξε ~, φτάνει πια αυτή η γκρίνια!, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση: αλλάζω θέμα από αμηχανία, για να βγω από τη δύσκολη θέση: ~σε ~ έξυπνα/τεχνηέντως και δεν απάντησε σ' αυτό που τον ρώτησα., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες: μεταβάλλω τη γνώμη, τη νοοτροπία ή την ιδεολογία κάποιου, τον μεταπείθω: Πήρε την απόφασή του· ό,τι και να κάνεις, δεν του ~εις μυαλά. Αγύριστο κεφάλι, δύσκολα του ~εις ιδέες., άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς (παροιμ.): για επιφανειακή και όχι ουσιαστική μεταβολή. Πβ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης., άλλαξε χρώμα/δέκα/χίλια χρώματα (μτφ.): αισθάνθηκε έντονη αμηχανία, θυμό, ζήλια (άσπρισε, κοκκίνισε, κιτρίνισε, πρασίνισε, χλόμιασε): Μόλις του ζήτησα να βγούμε, ~ξε ~., δεν τον/την/το αλλάζω με τίποτα: για κάποιον ή κάτι αναντικατάστατο, πολύτιμο, πολύ χρήσιμο: Την αγάπη του κόσμου δεν την ~ ~., το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα: για επανατοποθέτηση σε ένα θέμα: Θέλεις κι εσύ μερίδιο; Ε, τότε ~ ~. Αν το φτιάξεις μόνος σου, ~ ~., αλλάζει/γυρίζει το γούρι βλ. γούρι, άλλαξαν/πέρασαν/φόρεσαν βέρες(/δαχτυλίδια) βλ. βέρα, δεν αλλάζω ούτε (κατά) ένα γιώτα/ένα κόμμα/μια οξεία βλ. γιώτα, μου άλλαξε τα φώτα βλ. φως, μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε (/άλλαξε) το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του βλ. λύκος, ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει βλ. ομάδα [< μεσν. αλλάζω, αγγλ. change, γαλλ. changer, γερμ. ändern]

γελοίος

γελοίος, α, ο [γελοῖος] γε-λοί-ος επίθ. ΣΥΝ. αστείος 1. που προκαλεί το γέλιο ή ειρωνικά, αποδοκιμαστικά σχόλια, λόγω έλλειψης σοβαρότητας και ευπρέπειας: Ακούγεται/δείχνει/έχει καταντήσει ~. Νιώθω ~ που ... Πβ. καταγέλαστος, φαιδρός.|| ~ο: θέαμα. ~α: ρούχα.|| ~ος: ισχυρισμός (= ανυπόστατος). ~α: απόφαση/δικαιολογία/εξήγηση/σκέψη/συζήτηση. ~α: αιτήματα/επιχειρήματα. Πβ. ανόητος, γκροτέσκος, ευτράπελος, κωμικός.|| Είναι ~ο να πιστεύει κανείς σε ...|| (υβριστ.) ~ο υποκείμενο! Είναι (ένας) ~! 2. ανάξιος, ασήμαντος, πολύ μικρής αξίας: ~α: τιμή. Πβ. ευτελής. ● επίρρ.: γελοία ● ΦΡ.: το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος: η γελοιότητα της κατάστασης: ~ ~ είναι ότι ... [< αρχ. γελοῖος]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

εγκυκλοπαίδεια

εγκυκλοπαίδεια [ἐγκυκλοπαίδεια] ε-γκυ-κλο-παί-δει-α ουσ. (θηλ.) & (παλαιότ.) εγκυκλοπαιδεία: έργο το οποίο περιλαμβάνει με αλφαβητική ή θεματική ταξινόμηση το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης ή των γνώσεων συγκεκριμένης επιστήμης: γεωγραφική/έντυπη/επιστημονική/επίτομη/ιατρική/ιστορική/λογοτεχνική/μαθηματική/μουσική/παγκόσμια/πολύτομη/σχολική ~. Διαδικτυακή/ελεύθερη/ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ (βλ. βικιπαίδεια). Άρθρα/έκδοση/λήμματα/συμπλήρωμα ~ας. Γενικές/έγκυρες/ειδικές ~ες. ~ εννέα τόμων. Εικονογραφημένη ~ υγείας/φυσικών επιστημών. Βλ. βιβλίο/έργο αναφοράς, λεξικό. ● ΣΥΜΠΛ.: θεματική εγκυκλοπαίδεια: που έχει οργανωμένα τα λήμματά της σε θεματικές ενότητες, ανάλογα με τον τομέα του επιστητού στον οποίο αναφέρονται. ● ΦΡ.: είναι ζωντανή/κινητή βιβλιοθήκη/εγκυκλοπαίδεια (μτφ.): πρόσωπο με εντυπωσιακή ευρυμάθεια. Πβ. παντογνώστης, φωστήρας. Βλ. πολύξερος. [< γαλλ. encyclopédie, αγγλ. encyclop(a)edia]

έκτος

έκτος, η, ο [ἕκτος] έ-κτος αριθμητ. τακτ. (σύμβ. 6ος, ΣΤ' ή στ' ή ς', λατ. VI): που αντιπροσωπεύει τον αριθμό έξι (6) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: γύρος/τόμος. ~η: επέτειος. ~ο: κεφάλαιο. (σε φωτογραφία) ~ από δεξιά. Τον ~ο αιώνα π.Χ. Για ~η συνεχόμενη μέρα/φορά. Δέκατη ~η. Το ~ο έτος της ηλικίας. Βγήκε/τερμάτισε ~.|| (ως ουσ.) Ο αγώνας ήταν ο ~ της χρονιάς. ● επίρρ.: έκτον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στην έκτη θέση σε μια απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: πρώτον, ...· (...)· πέμπτον, ...· ~, ...· έβδομον, ... Βλ. -ον2. ● Ουσ.: έκτη (η) 1. (κ. με κεφαλ. Ε) ενν. τάξη δημοτικού σχολείου (σύμβ. ΣΤ'). 2. ενν. μέρα του μήνα: την ~η (: 6η) Απριλίου. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού. 4. ΜΟΥΣ. διάστημα έξι φθόγγων., έκτο (το): καθένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου: το ένα ~ (: 1/6)., έκτος (ο) 1. ενν. όροφος: Μένω στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Ιούνιος: στις 5/6 (: πέντε ~ου). ● ΣΥΜΠΛ.: έκτη αίσθηση βλ. αίσθηση [< αρχ. ἕκτος]

ζήτημα

ζήτημα ζή-τη-μα ουσ. (ουδ.) {ζητήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οποιοδήποτε θέμα, πρόβλημα, ερώτημα, τίθεται υπό εξέταση, πραγμάτευση: ακανθώδες/ανοιχτό/βασικό/δευτερεύον/διεθνές/δύσκολο/εθνικό/επίκαιρο/επίμαχο/ευαίσθητο/θεμελιώδες/καίριο/καυτό/κεντρικό/κομβικό/κρίσιμο/κυρίαρχο/λεπτό/μείζον/σημαντικό/σοβαρό/φλέγον ~. Εκπαιδευτικό/κοινωνικό/μεταναστευτικό/νομικό/οικονομικό/πολιτικό/τεχνικό ~. Το ~ της ασφάλειας/του εκσυγχρονισμού. Το ~ των ναρκωτικών/του πολέμου. Ανακινώ/εγείρω/θέτω ένα ~ (: καλώ τους υπόλοιπους να πάρουν θέση). Αναδεικνύω/αντιμετωπίζω/εξετάζω/ερευνώ/μελετώ/συζητώ ένα ~. Ασχολούμαι/καταπιάνομαι με ένα ~. Με απασχολεί ένα ~. Πβ. υπόθεση.|| (αιτία αντιπαραθέσεων:) Αναφύεται/δημιουργείται/προκύπτει ~ εκ του μη όντος. Μην περιπλέκεις το ~! 2. ερώτημα σε γραπτή εξέταση: ~ πρώτο/δεύτερο/τρίτο ... Απαντήστε στα δύο από τα τρία ~ατα. Πβ. ερώτηση, παρατήρηση. ● Υποκ.: ζητηματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανατολικό (ζήτημα) βλ. ανατολικός, γλωσσικό (ζήτημα) βλ. γλωσσικός, δημογραφικό (πρόβλημα/ζήτημα) βλ. δημογραφικός ● ΦΡ.: είναι δικό μου ζήτημα/θέμα/πρόβλημα: για υπόθεση που αφορά κάποιον αποκλειστικά και κανέναν άλλο: Δεν σε αφορά τι θα κάνω, ~ ~ (= δική μου δουλειά). Αν εσύ δεν θέλεις ή δεν μπορείς να το καταλάβεις, αυτό είναι δικό σου ~., είναι ζήτημα/ζήτημα είναι αν/να...: για να δηλωθεί αμφιβολία· το πολύ να: Τι απολυτήριο, καλέ; ~ ~ αν ξέρει να διαβάζει! ~ ~ να έφαγε ένα φρούτο όλη μέρα., ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου: για κάτι από το οποίο εξαρτάται η ζωή κάποιου, (γενικότ.-μτφ.) πάρα πολύ σημαντικό: Η άμεση μεταφορά του ασθενούς στο νοσοκομείο είναι ~ ~. Η προστασία της φύσης είναι ~ ~ (= ζωτικής σημασίας). [< γαλλ. question de vie ou de mort, αγγλ. a matter of life or death] , δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, είναι θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, θέμα/ζήτημα χρόνου βλ. χρόνος, κάνω/δημιουργώ θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, το θέμα/ζήτημα είναι (να ...) βλ. θέμα, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω [< 1: αρχ. ζήτημα ‘έρευνα, πρόβλημα’]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-λόγιο

-λόγιο {-λογίου (σπανιότ.) -λόγιου | -λογίων} (περιληπτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε σύνολο στοιχείων ή συστηματική καταγραφή, κατάλογο: λεξι~/υβρεο~.|| Ανεμο~/απουσιο~/βαθμο~/δειγματο~/εορτο~/ερωτηματο~/ημερο~/κτηματο~/μαθητο~/μισθο~/πελατο~/τιμο~/φοιτητο~.

παράθεμα

παράθεμα πα-ρά-θε-μα ουσ. (ουδ.) {παραθέμ-ατα} : απόσπασμα συγγραφικού έργου που παρατίθεται αυτούσιο σε άλλο κείμενο, συνήθ. γραπτό: ιστορικά ~ατα. Βλ. πηγές. [< μτγν. παράθεμα ‘πρόσθετο εξάρτημα’]

παρακαταθήκη

παρακαταθήκη πα-ρα-κα-τα-θή-κη ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) καθετί που έχει μεταβιβαστεί στους μεταγενέστερους και φυλάσσεται ως πολύτιμο αγαθό: εθνική/ιδεολογική/ιστορική/καλλιτεχνική/μουσική/πνευματική/πολιτική/πολιτιστική ~ (πβ. παράδοση). ~ ζωής. Η ιερή ~ των προγόνων μας. Άφησε πίσω του ζωντανή/λαμπρή/πλούσια/πολύτιμη/σημαντική/σπουδαία/χρυσή ~ για το μέλλον. Πβ. κληρονομιά. 2. απόθεμα: ανεξάντλητη/διαρκής ~ έργων τέχνης/υλικών. Στο μαγαζί μας θα βρείτε μεγάλη ~ αναλώσιμων. Πβ. εφεδρεία. 3. ΝΟΜ. σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων, κατά την οποία το ένα (θεματοφύλακας) παραλαμβάνει από το άλλο (παρακαταθέτης) κινητό περιουσιακό στοιχείο για φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις του ζητηθεί· συνεκδ. το συγκεκριμένο κινητό περιουσιακό στοιχείο, συνήθ. χρήματα: ~ και μεσεγγύηση. Βλ. παρακατάθεση.|| ~ αρχειακού υλικού. ● ΣΥΜΠΛ.: Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων βλ. ταμείο [< αρχ. παρακαταθήκη ‘κατάθεση, εγγύηση’ 2: γαλλ. dépôt 3: γαλλ. consignation, γερμ. Verwahrung]

πάρκο

πάρκο πάρ-κο ουσ. (ουδ.) 1. (σε πόλη) ανοιχτός χώρος, περιφραγμένος και αρχιτεκτονικά διαμορφωμένος, με γρασίδι, δέντρα, καλλωπιστικά φυτά και διάφορες δομικές κατασκευές, που προορίζεται για ξεκούραση, περίπατο και ψυχαγωγικές δραστηριότητες: δημόσιο ή ιδιωτικό/δημοτικό/μητροπολιτικό ~. Αθλητικό/φυσικό ~. ~ αναψυχής/διασκέδασης (βλ. λούνα παρκ)/νερού (βλ. υδρο~)/πρασίνου/ψυχαγωγίας. ~ με γήπεδο/καθιστικούς χώρους/λίμνη/παιδική χαρά/πλατεία/σιντριβάνι(α). Βιοκλιματική αναβάθμιση/ανάπλαση/διαμόρφωση ~ου. Το αναψυκτήριο/το περίπτερο του ~ου. Βλ. κήπος. 2. (κατ' επέκτ.) υπαίθρια έκταση διαμορφωμένη για εκπαιδευτικούς ή/και ερευνητικούς σκοπούς: αστρονομικό/γεωλογικό (βλ. γεω~)/πολιτιστικό (βλ. πολυχώρος) ~. ~ κυκλοφοριακής αγωγής/περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης (= περιβαλλοντολογικό ~). Βλ. τεχνο~. 3. κατασκευή που αποτελεί περιφραγμένο χώρο, για να κοιμούνται, να παίζουν και να στέκονται τα βρέφη και τα πολύ μικρά παιδιά, χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο. Πβ. παρκοκρέβατο. ● Υποκ.: παρκάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχαιολογικό πάρκο: ΑΡΧΑΙΟΛ. μεγάλη ανοιχτή έκταση με αρχαιολογικά μνημεία και ευρήματα και διαμορφωμένο περιβάλλοντα χώρο., εθνικό πάρκο: ευρεία περιοχή με ιδιαίτερη φυσική, ιστορική ή επιστημονική σημασία που προστατεύεται από το κράτος και προσφέρεται για δημόσια χρήση και ψυχαγωγία: εθνικό δασικό/θαλάσσιο πάρκο., θεματικό πάρκο: ιδιωτικό συνήθ. πάρκο του οποίου οι εγκαταστάσεις και τα αξιοθέατα στοχεύουν στην ανάδειξη συγκεκριμένου θέματος και προορίζονται κυρ. για ψυχαγωγία του κοινού: ~ ~ Βιολογικών και Παραδοσιακών Προϊόντων. ~ ~ για παιδιά. Ιστορικά ~ά ~α. Τεράστιο ~ ~ με τρενάκια και παιχνίδια (πβ. λούνα παρκ). [< αγγλ. theme park, 1960] , οικολογικό πάρκο 1. χώρος όπου διοργανώνονται εκθέσεις και διεξάγονται δραστηριότητες στη φύση για την οικολογική ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των επισκεπτών και για αναψυχή. 2. περιοχή προστατευόμενη για τη χλωρίδα και την πανίδα της. Βλ. εθνικός δρυμός. [< αγγλ. eco park] , πάρκο κεραιών: οριοθετημένο μέρος στο οποίο έχουν εγκατασταθεί οι κεραίες αδειοδοτημένων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών: Κινητοποίηση κατοίκων ενάντια στο ~ ~. [< αγγλ. antenna park] , πάρκο τσέπης: μικρό πάρκο που δημιουργείται κυρ. σε πυκνοκατοικημένες περιοχές μεγαλουπόλεων με μεγάλη έλλειψη πρασίνου. αγγλ. pocket park, vest-pocket park, 1966] , τεχνολογικό πάρκο 1. κέντρο όπου παρουσιάζονται οι τεχνολογικές και ερευνητικές δραστηριότητες ενός ιδρύματος, π.χ. πανεπιστημιακού, και διοργανώνονται σχετικές εκθέσεις, συνέδρια, ημερίδες∙ συχνά εκεί διεξάγεται και πρωτογενής έρευνα στις σύγχρονες επιστήμες και τεχνολογίες. ΣΥΝ. τεχνοπάρκο. Βλ. τεχνόπολη. 2. χώρος όπου παρέχεται υλική και τεχνική υποδομή και διάφορες επί πληρωμή υπηρεσίες σε νέες συνήθ. επιχειρήσεις. Πβ. θερμοκοιτίδα. [< αγγλ. technology park] , αιολικό πάρκο βλ. αιολικός2, βιομηχανικό πάρκο βλ. βιομηχανικός, βιοτεχνικό πάρκο βλ. βιοτεχνικός, εμπορικό πάρκο βλ. εμπορικός, επιστημονικό πάρκο βλ. επιστημονικός, ζωολογικό πάρκο βλ. ζωολογικός, ηλιακό πάρκο βλ. ηλιακός, θαλάσσιο πάρκο βλ. θαλάσσιος, κτηνοτροφικό πάρκο βλ. κτηνοτροφικός, φωτοβολταϊκό πάρκο βλ. φωτοβολταϊκός [< 1: ιταλ. parco 2: αγγλ. park 3: γαλλ. parc]

πρόθεμα

πρόθεμα πρό-θε-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΓΛΩΣΣ. φωνήεν το οποίο τίθεται στην αρχή λέξης που αρχίζει από σύμφωνο, συνήθ. για λόγους ευφωνίας ή αναλογίας, χωρίς να αλλάζει τη σημασία της: Το συνηθισμένο ~ στη νέα ελληνική γλώσσα είναι το α (π.χ. α-μασχάλη). 2. ΤΗΛΕΠ. κωδικός αριθμός περιοχής: Το 2310 είναι το ~ της Θεσσαλονίκης. Το διεθνές ~ είναι το 00. [< πβ. μτγν. πρόθεμα 'δημόσια ειδοποίηση', γαλλ. préfixe]

υπάρχω

υπάρχω [ὑπάρχω] υ-πάρ-χω ρ. (αμτβ.) {υπήρ-ξε, υπάρ-ξει, υπάρχ-ων} 1. έχω οντότητα, υπόσταση, ζω: Σκέφτομαι, άρα ~ (λατ. cogito, ergo sum). ~ει ζωή στο διάστημα/μετά θάνατον;|| Στην περιοχή ~ουν σπάνια είδη πτηνών. Δεν θα ~ουμε ύστερα από διακόσια χρόνια (: θα έχουμε πεθάνει). Βλ. συν~. 2. {στον αόρ.} είμαι, διατελώ, έχω ορισμένη ιδιότητα: ~ξαμε συνεργάτες στο παρελθόν. ~ξε βασικό στέλεχος του κόμματος/της ομάδας για πολλά χρόνια.|| ~ξε καλός δημοσιογράφος/πατέρας.υπάρχει 1. βρίσκεται σε ορισμένο μέρος: ~ εδώ γύρω κανένα σούπερ-μάρκετ; Με τέτοιο κρύο δεν ~ ψυχή στον δρόμο (: δεν κυκλοφορεί κανείς έξω).|| (κατ' επέκτ.) ~ τίποτα να φάμε; 2. υφίσταται: ~ ελπίδα/λύση. ~ ένταση στις σχέσεις τους. Δεν ~ δυνατότητα πρόσβασης στο αρχείο/λόγος ανησυχίας. ~ η υποψία/ο φόβος ότι ... Δεν ~ περίπτωση να τον συγχωρέσω.|| ~ξαν δυσκολίες/εμπόδια/προβλήματα. ~ουν πολλοί τρόποι για να αδυνατίσεις. Οι προσφορές συνεχίζονται για όσο ~ απόθεμα.|| Δεν ~ τίποτα άλλο/πιο σημαντικό πράγμα για μένα από την οικογένειά μου. 3. γίνεται, σημειώνεται: ~ξαν αντιδράσεις/αντιρρήσεις. ~ξαν (= εκδηλώθηκαν) επεισόδια μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων. ~ξε αύξηση (της παραγωγής)/πρόοδος (στις διαπραγματεύσεις). ● Μτχ.: υπάρχων , ουσα, ον: που υπάρχει ή ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή: ~ων: εξοπλισμός. ~ουσα: κατάσταση/νομοθεσία (= ισχύουσα, υφιστάμενη)/υποδομή. ~ον: υλικό. ~ουσες: ανάγκες/δομές/συνθήκες. Σύμφωνα με τα ~οντα στοιχεία. Παράταση των ~ουσών συμβάσεων. ● ΦΡ.: δεν υπάρχει (νεαν. αργκό-εμφατ.) 1. για δήλωση έκπληξης, θαυμασμού: Καλά, ~ ~ αυτό που μου περιγράφεις. Αυτό το αμάξι ~ ~ (: είναι πάρα πολύ καλό, μοναδικό).|| (για πρόσ.) ~ ~εις, φίλε μου (: είσαι άπαιχτος, καταπληκτικός). Βλ. θεός. 2. αποκλείεται, δεν πρόκειται: ~ ~ να του ξαναμιλήσω! Πβ. σε καμία περίπτωση., δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν: είναι με διαφορά ο καλύτερος: Δεν υπάρχει άλλη σαν κι εσένα., δεν υπάρχει κανείς που να μη(ν) ...: όλοι: ~ ~ θέλει να .../το γνωρίζει/του αρέσει να ..., μη υπάρχοντος άλλου θέματος ... (επίσ.): (στερεότυπη φρ. για το κλείσιμο συνεδρίασης) εφόσον δεν υπάρχει άλλο θέμα: ~ ~ προς συζήτηση λύεται η συνεδρίαση., δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω βλ. θέλω, δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά βλ. καπνός, δεν υπάρχει σάλιο βλ. σάλιο, δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση βλ. σύγκριση, έπεται/υπάρχει (και) συνέχεια βλ. έπομαι, έχει/υπάρχουν κ(α)ι αλλού πορτοκαλιές (που κάνουν πορτοκάλια) βλ. πορτοκαλιά, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα βλ. πλανώ, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη βλ. ανάγκη, υπάρχει Θεός! βλ. θεός [< αρχ. ὑπάρχω]

χαρτογράφος

χαρτογράφος χαρ-το-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. ΧΑΡΤΟΓΡ. επιστήμονας που έχει ως αντικείμενό του τη χαρτογραφία. Βλ. τοπογράφος.|| (παλαιότ.) ~ και εξερευνητής. Βλ. γεωγράφος, θαλασσοπόρος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή χαρτογράφησης: δορυφορικός ~. Βλ. -γράφος. ● ΣΥΜΠΛ.: θεματικός χαρτογράφος: σειρά δορυφόρων που χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό χαρτών υπέρυθρης εκπομπής και ανάκλασης (από τη Γη): ενισχυμένος ~ ~. Επεξεργασία δορυφορικών εικόνων από ~ό ~ο. [< μεσν. χαρτογράφος 'αρχειοφύλακας', γαλλ. cartographe, αγγλ. cartographer]

χρόνος

χρόνος χρό-νος ουσ. (αρσ.) {χρόν-οι κ. ουδ. -ια} 1. ΦΥΣ. διάσταση η οποία εκφράζει ακολουθία γεγονότων που εκδηλώνονται στις διαστάσεις του χώρου: συντονισμένος παγκόσμιος ~ (: βάσει της ώρας Γκρίνουιτς). ~ ζώνης (: ο ~ κάθε χώρας, ο οποίος διαφέρει συνήθ. από τον παγκόσμιο κατά μία ή περισσότερες ώρες). Επίγειος ~ (: βάσει της κίνησης των σωμάτων του ηλιακού συστήματος).|| (ΦΥΣ.) Η διαστολή/έννοια/σχετικότητα του ~ου. Ανάλυση/μέτρηση του ~ου. Μεταβολή συναρτήσει του ~ου. Βλ. χωρόχρονος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ατομικός ~ (: με βάση το δευτερόλεπτο). 2. (γενικότ.) αλληλουχία γεγονότων: τα ίχνη/η ροή/τα σημάδια του ~ου. Με την πάροδο/το πέρασμα του ~ου ... (μτφ.) Ο ~ δεν γυρνά πίσω/είναι ο καλύτερος γιατρός (: απαλύνει τον πόνο)/κυλά/σταμάτησε τη στιγμή που .../τρέχει (: περνάει γρήγορα)/φεύγει. Ο ~ θα δείξει αν ... Ομορφιά ανεξίτηλη στον ~ο. Βλ. παρόν, παρελθόν, μέλλον. 3. διάστημα αόριστο ή σαφώς προσδιορισμένο, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ δύο συμβάντων ή διατίθεται, για να γίνει κάτι: Πέρασε πολύς ~ από τότε που ...|| Ανεκμετάλλευτος/χαμένος ~. Εξοικονόμηση/στενότητα ~ου. Οργάνωση του ~ου. Ο ~ δεν μας παίρνει/φτάνει. Μας πιέζει ο ~. Δεν υπάρχει ~ για χάσιμο. Χάθηκε πολύτιμος ~. Ελλείψει ~ου και χρήματος δεν θα έρθουμε. Εξαντλώ τον ~ο (: τα χρονικά περιθώρια). Έχω άφθονο ~ο στη διάθεσή μου. Δώσε μου λίγο ~ο. Πώς περνάς τον ~ο σου; Εκμεταλλεύομαι σωστά/σπαταλώ τον ~ο μου. Δεν θα μου πάρει πολύ ~ο να ... (μτφ.) Μάχη με τον ~ο.|| (σε εξέταση:) Πόσο ~ο έχουμε (ακόμα); Τέλος ~ου. Πβ. καιρός, ώρα. 4. διάρκεια ενέργειας: (μέσος/συνολικός) ~ αναμονής/εξυπηρέτησης/επεξεργασίας/ζωής/φοίτησης. Συμβατικός ~ μίσθωσης. Δωρεάν ~ πρόσβασης στο ίντερνετ. Σύμβαση αορίστου ~ου. Αύξηση του εβδομαδιαίου εργάσιμου ~ου. Ανανέωση/κάρτες προπληρωμένου ~ου ομιλίας. 5. συγκεκριμένο χρονικό σημείο εκδήλωσης ή εκτέλεσης ενέργειας: ο ~ άφιξης/εκκίνησης υπολογιστή/λήξης. Οι ακριβείς ~οι των δρομολογίων. Τήρηση των συμφωνημένων ~ων παράδοσης. Πβ. ημερομηνία, ώρα.|| Ανακοίνωση του τόπου και του ~ου διεξαγωγής του συνεδρίου. Καθυστερήσεις στους ~ους πληρωμής.|| Ποιον ~ο ιδρύθηκε το ... Πβ. χρονιά.|| Έφτασε/ήρθε ο ~ για ... Πβ. στιγμή. 6. έτος: ο ~ έκδοσης του βιβλίου (: η χρονολογία). Η μεγαλύτερη μέρα/οι εποχές/οι μήνες του ~ου. Αλλαγή του ~ου. Μια φορά τον ~ο ... Όλο τον ~ο ... Πλασματικοί ~οι ασφάλισης. Εορτασμός των ... ~ων από ... Διάρκεια/περίοδος/συμβόλαιο/φυλάκιση ... ~ων. Πέρασε ένας ολόκληρος ~ από ... Είναι ο δεύτερος ~ μου στη δουλειά. Έβδομος ~ λειτουργίας της σχολής. Πού θ' αλλάξετε ~ο (: θα κάνετε Πρωτοχρονιά);|| (στην αρχή του έτους) Εύχομαι ο καινούργιος/νέος ~ να φέρει υγεία! Έθιμα για το καλό του ~ου. Πβ. χρονιά. 7. ΓΡΑΜΜ. γραμματική κατηγορία του ρήματος που δηλώνει τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και το ποιόν ενεργείας (συνοπτικό, εξακολουθητικό, συντελεσμένο): ενεστωτικός/παροντικός ~. Στιγμιαίοι ~οι.|| (ως προς τον σχηματισμό τους:) Απλοί/περιφραστικοί ~οι.|| Οι αρχικοί ~οι του ρήματος. 8. ΑΘΛ. η ταχύτητα με την οποία ένας αθλητής καλύπτει δεδομένη απόσταση· επίδοση: αργός/γρήγορος/μέτριος ~. Δεν έπιασε/πέτυχε (καθόλου) καλό ~ο. Έκανε τον καλύτερο/ταχύτερο ~ο. Βελτιώνω τους ~ους μου. 9. ΜΟΥΣ. μονάδα μέτρησης μουσικών έργων, η οποία αντιστοιχεί σε έναν χτύπο· (στη βυζαντινή μουσική) διάρκεια φθόγγου: ρυθμικός ~. Ένδειξη ~ου (στην αρχή της σύνθεσης).|| (μέτρο:) Κομμάτι σε ~ο 2/4. Κρατώ τον ~ο.|| (τέμπο:) Σε αργό/γρήγορο ~ο.|| Απλός/ελάχιστος/σύνθετος ~. 10. διδακτικό έτος: στον τρίτο ~ο της φοίτησής του. Οι σπουδές διαρκούν ... ~ια.χρόνια (τα) 1. διάστημα συγκεκριμένων ετών: τα πρώτα/τελευταία ~ της ζωής του ... Τα περασμένα/προηγούμενα ~. Δύο ~ εγγύηση/κάθειρξη. Πέντε ~ παρουσίας/προσφοράς. Σύνταξη στα ... ~. Μέσα σε λίγα ~. Για τα επόμενα ~. Συμπληρώθηκαν ... ~ από ... Πώς περνούν τα ~; Πόσα ~ έχεις να τον δεις;|| (ηλικία:) Τα ~ βαραίνουν στις πλάτες του (: είναι ηλικιωμένος). Αχ και να 'χα τα ~ σου (: τα νιάτα σου)! 2. περίοδος ετών, στη ζωή κάποιου ή στην ανθρώπινη ιστορία: δύσκολα/χαρούμενα ~. Τα νεανικά/μαθητικά ~. Τα ~ της ωριμότητας (= η εποχή). Στα ~ μου, ... (: όταν ήμουν νέος).|| Τα παλιά τα ~ ... Πβ. καιρός., χρόνοι (οι): περίοδος ετών: κρίσιμοι ~. Ευρήματα των αλεξανδρινών/(ελληνο)ρωμαϊκών ~ων. Πβ. εποχή, καιρός., χρόνων & (προφ.) χρονών: για δήλωση ηλικίας· ετών: παιδί δέκα ~. Είναι πάνω από ... ~. Πόσων ~ είσαι; Έγινε ... ~.|| Αμάξι/σπίτι ... ~. ● Υποκ.: χρονάκια (τα), χρονάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: άγουρα χρόνια: η παιδική και κυρ. η εφηβική περίοδος της ζωής., αίσθηση του χρόνου: αντίληψη του χρόνου: ανεπτυγμένη ~ ~. Δεν έχει καμία ~ ~. Βλ. αίσθηση του χώρου., ελεύθερος χρόνος: οι ώρες της ημέρας που δεν προορίζονται για εργασία ή ύπνο: ασχολίες/διαχείριση του/δραστηριότητες/έλλειψη ~ου ~ου. Η βιομηχανία του ~ου ~ου. Αυξάνεται/μειώνεται ο ~ ~. Αξιοποιώ δημιουργικά/αφιερώνω/διαθέτω τον ~ο ~ο μου στα βιβλία/στη γυμναστική. Εγκαταστάσεις ~ου ~ου και αθλητισμού. Τι κάνεις στον ~ο ~ο σου; Δεν έχει καθόλου ~ο ~ο. Βλ. ανάπαυση, διασκέδαση, ψυχαγωγία., πραγματικός χρόνος 1. ΠΛΗΡΟΦ. πραγματική διάρκεια επεξεργασίας δεδομένων: ~ ~ εγκατάστασης/λήψης (αρχείου). Κινούμενη εικόνα σε ~ό ~ο.|| (τώρα, ζωντανά, άμεσα:) Ενημέρωση/επικοινωνία/τηλεδιάσκεψη ~ού ~ου/που γίνεται σε ~ό ~ο (μέσω δορυφόρου). Θέσεις πλοίων/κίνηση στους δρόμους σε ~ό ~ο. 2. αληθινή διάρκεια: ο ~ ~ της συνομιλίας. Ο ελάχιστος/μέσος ~ ~ απασχόλησης/ασφάλισης/εργασίας/προϋπηρεσίας. Οι ~οί ~οι ολοκλήρωσης του έργου. [< 1: αγγλ. real time, 1953] , ακολουθία των χρόνων βλ. ακολουθία, ανενεργός χρόνος βλ. ανενεργός, άνεση χρόνου βλ. άνεση, αρκτικοί χρόνοι βλ. αρκτικός2, αστρικός χρόνος βλ. αστρικός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, ηλιακός χρόνος βλ. ηλιακός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, ιστορικοί χρόνοι βλ. ιστορικός, μελλοντικοί χρόνοι βλ. μελλοντικός, Μέσοι Χρόνοι βλ. μέσος, μηχανή του χρόνου βλ. μηχανή, μολυβένια χρόνια βλ. μολυβένιος, πανδαμάτωρ χρόνος βλ. πανδαμάτωρ, πέτρινα χρόνια βλ. πέτρινος, πίστωση χρόνου βλ. πίστωση, σκοτεινοί χρόνοι βλ. σκοτεινός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, το πλήρωμα του χρόνου βλ. πλήρωμα, χρόνος υποδιπλασιασμού βλ. υποδιπλασιασμός ● ΦΡ.: (είναι) χρόνια μπροστά (προφ.): είναι προχωρημένος, αναπτυγμένος: ~ ~ στην τεχνολογία. Ο άνθρωπος είναι ~ ~ (= μπροστάρης, πρωτοπόρος)., εκτός χρόνου: έξω από τα χρονικά όρια: (ΑΘΛ.) βολή ~ ~. Βγήκε ~ ~., εντός χρόνου: μέσα στο καθορισμένο χρονικό περιθώριο: Τερμάτισε ~ ~. Είμαστε ~ ~. Τα πάντα έγιναν ~ ~ και προγραμματισμού/προϋπολογισμού., η πατίνα του χρόνου: τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος σε διάφορα αντικείμενα ή πρόσωπα· κατ΄επέκτ. το πέρασμα του χρόνου. [< γαλλ. la patine du temps] , θέμα/ζήτημα χρόνου: για κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε: Η επιχείρηση παραπαίει και είναι/θεωρείται ~ ~ να βάλει λουκέτο., και του χρόνου! (ευχετ.): (μακάρι να εορτασθεί ξανά ή συνεχιστεί κάτι ευχάριστο) και την επόμενη χρονιά: Άντε, ~ ~ να 'μαστε καλά, να ξαναβρεθούμε! ~ ~ με υγεία! Χρόνια πολλά! ~ ~!, με τα χρόνια: με την πάροδο του χρόνου. Πβ. με την ηλικία., ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του (προφ.): για άνθρωπο κάποιας ηλικίας που δείχνει νέος., ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας (προφ.): ο καιρός που περνά λειτουργεί προς όφελός μας ή εναντίον μας: Όσο καθυστερούν, ~ δουλεύει υπέρ μας., όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) (παροιμ.): σε μια μόνο στιγμή μπορούν να συμβούν τα πιο απροσδόκητα και συνήθ. δυσάρεστα πράγματα., παίρνει/τρώει χρόνο: (συνήθ. προς δήλωση δυσαρέσκειας) διαρκεί πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθεί, είναι χρονοβόρο: Η διαδικασία μας έφαγε/πήρε πολύ ~. Δεν θα φάω τον πολύτιμο ~ σου., παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια (προφ.): γερνά: Δεν μας έχουν πάρει (και) ~ (ακόμα). Νέοι είμαστε., πάνω στον χρόνο (προφ.) 1. λίγο πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους ή αμέσως μετά από αυτή: Το μηχάνημα χάλασε ~ ~. 2. λίγο πριν από το τέλος του διαθέσιμου χρόνου ή τη στιγμή της λήξης του: Παρέδωσε το γραπτό του ~ ~., πίεση χρόνου: περιορισμένα χρονικά περιθώρια: Έχουμε/υπάρχει ασφυκτική ~ ~. Εργαζόμαστε κάτω από/με/υπό μεγάλη ~ ~. ΑΝΤ. άνεση χρόνου, σε χρόνο ρεκόρ/μηδέν/ντε τε/εξπρές: πάρα πολύ γρήγορα, αμέσως: Ετοιμάστηκε/ήρθε ~ ~. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν ~ ρεκόρ. Ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε ~ ~. ΣΥΝ. πατ κιουτ, στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στον χρόνο: στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των χρονικών περιόδων που προηγήθηκαν, στην πάροδο των ετών: αναδρομή/ταξίδι ~ ~. Τοπίο αναλλοίωτο ~ ~.|| Σχέση που αντέχει ~ ~., συν τω χρόνω (λόγ.): με το πέρασμα του καιρού: μειωμένη κίνηση ~ ~. Το κτίριο ~ ~ υπέστη φθορές. Τα προβλήματα αυξάνονται ~ ~. ΣΥΝ. προϊόντος του χρόνου, τα έχει τα χρονάκια του! (προφ.): δεν είναι τόσο νέος ή καινούργιος όσο δείχνει: Μη νομίζεις, ~ της!|| Ο υπολογιστής σου ~ ~., του χρόνου: την επόμενη χρονιά: Το ανέβαλαν/κανόνισαν για ~ ~. Βλ. φέτος, πέρυσι., χρόνια πολλά!: ευχή σε εορτάζοντα ή επ΄ευκαιρία επετείου ή θρησκευτικής εορτής· να ζήσεις πολλά χρόνια: ~ ~ και καλά! ~ ~ με υγεία και χαρά! ~ ~ και καλή χρονιά! ~ ~, να σε χαιρόμαστε! ~ ~ σε όσους γιορτάζουν! Βλ. εις πολλά έτη/έτη πολλά, να ζήσεις!, να τα εκατοστίσεις, να τα χιλιάσεις!, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει: προς δήλωση συνήθ. αρνητικής κατάστασης, η οποία μένει αναλλοίωτη με την πάροδο του χρόνου: ~ ~, πάντα η ίδια ιστορία. Βλ. μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει., χρόνου φείδου (αρχ. γνωμ.): να εκμεταλλεύεσαι σωστά τον χρόνο σου, να μην τον σπαταλάς άσκοπα., (μέσα) σε εύλογο χρόνο βλ. εύλογος, αγοράζω χρόνο βλ. αγοράζω, από αρχαιοτάτων χρόνων βλ. αρχαίος, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, κάθε χρόνο τέτοια μέρα βλ. μέρα, και του χρόνου διπλός/διπλή! βλ. διπλός, κακό χρόνο να 'χεις! βλ. κακός, κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο βλ. κερδίζω, κερδίζω χρόνο βλ. κερδίζω, μας άφησε χρόνους βλ. αφήνω, με βάθος χρόνου βλ. βάθος, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βλ. κλέφτης, ο χρόνος είναι χρήμα βλ. χρήμα, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος, προϊόντος του χρόνου βλ. προϊών, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι βλ. γουρούνι, σαράντα χρόνια φούρναρης βλ. φούρναρης, σε ανύποπτο χρόνο βλ. ανύποπτος, σε βάθος χρόνου βλ. βάθος, σε εύθετο χρόνο βλ. εύθετος, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος, τον κυνηγάει ο χρόνος βλ. κυνηγώ, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χάσιμο χρόνου βλ. χάσιμο, χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις! βλ. χίλιοι, χρόνια στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1-5,8: αρχ. χρόνος, γαλλ. temps 7,9: μτγν. χρόνος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.